You are currently viewing ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ Μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ, Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ Μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Η μελαγχολία του Παρισιού (Spleen de Paris), μικρά πεζά ποιήματα

H μελαγχολία του Παρισιού, Μικρά ποιήματα σε πρόζα, εκδόθηκε το 1869, δυο χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ο Μπωντλαίρ είχε σκοπό να γράψει έναν τόμο με πεζά ποιήματα ήδη από το 1857, και πολλά από αυτά είναι αναπτύγματα παλιότερων ποιημάτων του. Στο έργο αυτό της ωριμότητάς του που ακολούθησε Τα άνθη του κακού, ο Σ.Μπ. αναζήτησε και  πέτυχε, μια νέα φόρμα έκφρασης: το πρωτοποριακό ανατρεπτικό σε περιεχόμενο πεζό ποίημά του, που είχε γνωρίσει ως είδος από τον παλιότερο ποιητή  Αλοΰσιο Μπερτράν και το έργο του Ο Γκασπάρ της νύχτας. Μπορεί να έφτασε στο τέλος της ζωής του για να τελειώσει  το βιβλίο αυτό, είχε ωστόσο προλάβει να δημοσιεύσει τα περισσότερα σε διάφορα περιοδικά. Ταλαντευόταν μέχρι τέλους ανάμεσα στους δυο τίτλους, Le spleen de Paris και Μικρά ποιήματα σε πρόζα, που σήμερα παρατάσσονται.  Το μικρό τομίδιο αποτελεί μια λαμπρή και περιεκτικότατη εισαγωγή της γαλλικής λογοτεχνίας στον μοντερνισμό ήδη από τα μέσα του 19ου αι.

  1. Καθείς και η χίμαιρά του

Κάτω από έναν μεγάλο γκρίζο ουρανό, σε μια πλατιά σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, δίχως χορτάρι, χωρίς ούτε ένα γαϊδουράγκαθο, ούτε καν μια τσουκνίδα, συνάντησα ένα πλήθος ανθρώπων που πεζοπορούσαν σκυφτοί. Καθένας κουβαλούσε στη ράχη του μια πελώρια Χίμαιρα, βαριά όσο ένα σακί αλεύρι ή  κάρβουνο ή κι όσο η εξάρτυση  ενός ρωμαίου οπλίτη. Αλλά το βάρος του τερατώδους κτήνους δεν ήταν αδρανές, αντιθέτως τύλιγε και σφιχταγκάλιαζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και πανίσχυρους μυς του, αγκιστρωνόταν με τα δυο πελώρια νύχια του στο θώρακα της πανοπλίας, και η θρυλική του κεφαλή ξεπερνούσε το μέτωπο του θνητού, σάμπως τρομακτικό κράνος από εκείνα με τα οποία οι αρχαίοι πολεμιστές ήλπιζαν πως κάτι προσθέτουν στον τρόμο του εχθρού.

Ρώτησα έναν από αυτούς τους ανθρώπους, του ζήτησα να μου πει για πού το είχαν βάλει και πηγαίναν έτσι. Μου απήντησε πως δεν γνώριζε τίποτα, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, αλλά προφανώς κάπου πήγαιναν αφού τους έσπρωχνε ακατανίκητη η ανάγκη της πορείας. Πράγμα παράδοξο ωστόσο, κανείς από τους ταξιδευτές δεν φαινόταν ενοχλημένος από το ανελέητο κτήνος που κρεμόταν στο σβέρκο και κολλούσε στη ράχη του, θα λεγε κανείς πως το θεωρούσε μέρος του εαυτού του. Όλα τούτα τα κουρασμένα και σοβαρά πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμμιά απόγνωση κάτω από τον καταθλιπτικό ουράνιο θόλο` με τα πόδια να βουλιάζουν στη σκόνη μιας γης εξ ίσου θλιβερής με τον ουρανό, πορεύονταν με την αποφασισμένη φυσιογνωμία όσων είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν παντοτινά.

Και η κουστωδία πέρασε δίπλα μου και βυθίστηκε στην αχλύ του ορίζοντα, στο σημείo που η καμπύλη επιφάνεια του πλανήτη αποκαλύπτεται στην περιέργεια του ανθρώπινου βλέμματος. Και για λίγες στιγμές με κυρίεψε η εμμονή να καταλάβω αυτό το μυστήριο, αλλά ευθύς η ακαταμάχητη Αδιαφορία μ’ έκρουσε, και λύγισα από ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από όσο κουβαλούσαν εκείνοι με τις ασήκωτες Χίμαιρές τους.

  1. Ο σκύλος και το μπουκαλάκι

“ Όμορφο σκυλάκι, καλό μου σκυλί, καλό μου εσύ, έλα κοντά μου, έλα να  μυρίσεις ένα εξαιρετικό άρωμα που αγοράστηκε από το καλύτερο μυροπωλείο της πόλης”.

Και το σκυλί κουνώντας την ουρά του, κάτι που νομίζω πως γι αυτά τα φτωχά πλάσματα είναι σημείο ανάλογο με το γέλιο ή το χαμόγελο, ζυγώνει και ακουμπά με περιέργεια την υγρή του  μύτη  στο ανοιγμένο μπουκαλάκι` έπειτα, οπισθοχωρώντας ξάφνου τρομοκρατημένο, με γαβγίζει σαν για κάτι να με κατηγορεί.

“Α, άθλιο σκυλί, αν σου είχα προσφέρει ένα πακέτο με σκατά, θα το είχες τιμήσει σαν λιχουδιά και ίσως να το είχες καταβροχθίσει.  ‘Ετσι, ακόμη κι εσύ, ανάξιε σύντροφε της θλιμένης ζωής μου, μοιάζεις στο κοινό, στο οποίο ποτέ δεν πρέπει να παρουσιάζουμε λεπτά αρώματα που το απελπίζουν, αλλά σκουπίδια διαλεγμένα με μεγάλη φροντίδα.”

  1. Τα πλήθη

Δεν έχει ο καθένας το προνόμιο να κολυμπά στο πολλαπλό` να απολαμβάνεις το πλήθος είναι μια τέχνη, και μπορεί να το κάνει μόνο όποιος κατέχει μια περίσσεια ζωτικότητας σε βάρος του ανθρωπίνου γένους, εκείνος που στο βρεφικό του λίκνο κάποια νεράιδα εμφύσησε  τη διάθεση για τα μασκαρέματα και την παρενδυσία, το μίσος για τη σπιτική ζωή, και την αγάπη για τα ταξίδια. Πολλαπλό, μοναχικό` όροι ισότιμοι και εναλασσόμενοι για τον ποιητή που είναι δραστήριος και γόνιμος. Ποιος δεν γνωρίζει να γεμίζει μ’ ένα πλήθος την μοναξιά του, ποιος δεν γνωρίζει επίσης να μένει μόνος μέσα σ’ ένα πολυάσχολο πλήθος;

Ο ποιητής απολαμβάνει  ετούτο το ασύγκριτο προνόμιο, ότι μπορεί κατά την δική του προτίμηση να είναι ο εαυτός του ή κάποιος άλλος. Σαν εκείνες τις περιπλανώμενες ψυχές που αναζητούν ένα σώμα, μπαίνει όταν θέλει στην προσωπικότητα του καθενός. Για κείνον και μόνο, όλα είναι διαθέσιμα` και αν κάποια θέση μοιάζει να την βρίσκει κλειστή, είναι που στα δικά του μάτια δεν φαίνεται άξια να την επισκεφθεί.

Ο μοναχικός και στοχαστικός περιπατητής αντλεί μια μοναδική μέθη από ετούτη την συμπαντική κοινωνία. Ετούτος δω που με ευκολία νυμφεύεται το πλήθος, γνωρίζει απολαύσεις πυρετικές από τις οποίες είναι δια παντός αποκλεισμένοι ο εγωιστής, κλειστός σαν το σεντούκι, και ο τεμπέλης, θαμμένος σαν το μαλάκιο. Υιοθετεί σαν να ήταν δικά του όλα τα επαγγέλματα, όλες τις χαρές, και όλες τις αθλιότητες που του παρουσιάζουν οι περιστάσεις.

Αυτό που ο πολύς κόσμος ονομάζει έρωτα είναι αλήθεια πολύ μικρό, πολύ περιορισμένο και αδύναμο, αν συγκριθεί με τούτο το ανεκδιήγητο όργιο, την αγία αυτή πορνεία της ψυχής, που δίνεται ολόκληρη, ποίηση και έλεος, στο απρόοπτο που προκύπτει, στον άγνωστο που περνά. Αξίζει να μάθουν κάποτε οι ευτυχείς αυτού του κόσμου, έστω και μόνο για να ταπεινωθεί λίγο η αλαζονεία τους, πως υπάρχουν ευτυχίες ανώτερες από την δική τους, ευρύτερες και πιο εκλεπτυσμένες. Οι ιδρυτές αποικιών, οι ταγοί των λαών, οι ιεραπόστολοι που ζουν εξόριστοι στην άκρη του κόσμου, δίχως αμφιβολία κάτι γνωρίζουν από τούτη την γεμάτη μυστήριο μέθη`  και από τους κόλπους της ευρείας οικογένειας που το πνεύμα τους έχει δημιουργήσει, θα πρέπει κάποτε να γελούν με εκείνους που τους οικτείρουν για την εξαιρετικά άστατη τύχη τους και την τόσο αγνή ζωή τους.

Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε διάφορα λογοτεχνικά, ιστορικά και καλλιτεχνικά πράγματα, κατόπιν τα μοιράστηκε στη μέση εκπαίδευση για τριάντα χρόνια. Γράφει πεζό και μεταφράζει αγγλική και γαλλική λογοτεχνία από τα εφηβικά της χρόνια, έγραψε πολλά ανώνυμα για το κίνημα των εκπαιδευτικών και των γυναικών, ποίηση έγραψε σε μεγάλη ηλικία μάλλον από έρωτα και άκρατο ενθουσιασμό. Άρχισε να εκδίδει αργά, επειδή ντρεπόταν. Ταξίδεψε αρκετά, είδε πολλά, αγάπησε, χόρτασε. Σήμερα ζει με τους φίλους και τα παιδιά της στην Αθήνα.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.