You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ερρίκος Ίψεν, ένας από τους κορυφαίους δραματουργούς του παγκόσμιου θεάτρου

Φάνης Κωστόπουλος: Ερρίκος Ίψεν, ένας από τους κορυφαίους δραματουργούς του παγκόσμιου θεάτρου

         

Ο  Ερρίκος Ιψεν  είχε από πολύ νωρίς  καταλάβει ότι ήταν «μόνο σ’ αυτό καλός»,  να γράφει Θέατρο, όπως είπε πολύ εύστοχα ο Μπέκετ. Πράγματι, όταν επικεντρώθηκε αποκλειστικά στη θεατρική συγγραφή, δηλαδή όταν αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία και τη Γερμανία, δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί ούτε από την ποίηση, που αποτελεί πολύ διαφωτιστικό κομμάτι του έργου του, ούτε από τη σκηνοθεσία με την οποία καταπιάστηκε για ένα διάστημα. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε αυτή τη γωνιά της Βόρειας Ευρώπης και, ενώ θα μπορούσε να είναι περαστική, κάτι σαν μόδα, εδραιώθηκε με τον καιρό και του άνοιξε τις πόρτες για το πάνθεον των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων, δίπλα στον Σοφοκλή, τον Σαίξπηρ, τον Γκολντόνι, τον Μολιέρο, τον Σίλερ. Και, σε αντίθεση με αυτούς που πολύ συχνά αντιμετωπίζονται σαν μνημεία, αυτός εξακολουθεί, εκατό και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, να προκαλεί συζητήσεις  και διαμάχες και να παραμένει ακόμα μια αινιγματική προσωπικότητα. Και σε αυτό, βέβαια, φρόντισε ο ίδιος να μην αποκαλύψει ποτέ τα μυστικά του και τα κλειδιά των έργων του. Με άλλα λόγια, δεν ήταν ο τύπος που θα έδινε εξηγήσεις για προσωπικά του θέματα. Και μολονότι ήταν κλειστός και δεν ανοιγόταν στους άλλους, λατρεύτηκε κυριολεκτικά από τους συναδέλφους του: ο Τζόις, για παράδειγμα, άρχισε, στα δεκαοχτώ του, να μαθαίνει νορβηγικά για να του εκφράσει γραπτώς τον θαυμασμό του. Και κάτι ακόμα: Για το τρίγωνο της μοιχείας,  στο οποίο τόσοι και τόσοι συγγραφείς του θεάτρου και της λογοτεχνίας έχουν αναφερθεί  στο έργο τους, το δικό του όνομα δόθηκε και καθιερώθηκε  διεθνώς  με την ονομασία ιψενικό τρίγωνο.

    Γεννήθηκε  σε μια χώρα που απέκτησε την ανεξαρτησία της μόλις ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του το 1906 και χρησιμοποίησε μια γλώσσα που δεν ήταν επίσημη.  Παρ’ όλα όμως τα προσκόμματα, δημιούργησε ένα έργο που μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε παγκόσμια απήχηση. Χωρίς να είμαστε υπερβολικοί, μπορούμε να πούμε ότι η ζωή του Ίψεν αγγίζει σχεδόν τον θρύλο – κι ας έλεγε ο ίδιος, σε στιγμές μεγάλων δυσκολιών που αντιμετώπιζε, ότι «δεν είναι εύκολο να έχεις πατρίδα τη Νορβηγία». Ο Ερρίκος ήταν το πρώτο παιδί του Κνουτ Ίψεν και της Μαρίχεν Άλτενμπουργκ, κόρης μιας πλούσιας οικογένειας,  και είδε το φως του κόσμου στις 20 Μαρτίου 1828 στο Σκίεν, μια μικρή πόλη στα νοτιοανατολικά της νορβηγικής χερσονήσου.  Ακολούθησαν τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο Ερρίκος διατήρησε επαφή μόνο με την αδελφή του, τη Χέντβιγκ. Δυο από τους αδελφούς, ο Γιόχαν Αντρέας και ο Νικολάι Αλεξάντερ μετανάστευσαν στον Νέο Κόσμο. Ο Όλε Πάους, που παρέμεινε στη χώρα, ήρθε σε επαφή με τον διάσημο τότε  αδελφό του, όταν ήταν πια πενήντα  ετών.  Και αυτό για να του ζητήσει την υποστήριξή του στην αίτηση που υπέβαλε για φαροφύλακας. Ο Ερρίκος μεσολάβησε, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν μια κίνηση που δήλωνε έστω και ελάχιστη αδελφική αγάπη. Τα παιδικά του χρόνια ο μελλοντικός δραματουργός τα πέρασε σε αυτή τη μικρή πόλη της οποίας η βοή έμεινε για πάντα στη μνήμη του. Η γλώσσα που μιλιέται στην περιοχή είναι η διάλεκτος του Τέλεμαρκ, του ορεινού όγκου που δεσπόζει στο τοπίο. Η γραπτή γλώσσα είναι η  riksmaal, η γλώσσα του κράτους, θα μπορούσαμε να πούμε, που δεν διαφέρει από τα δανέζικα. Σε όλη του τη ζωή ο Ίψεν αντιμετώπιζε το ζήτημα της επιλογής ανάμεσα στη γλώσσα της εξουσίας και σ’ αυτή του λαού, τη landsmaal. To γεγονός ότι πρωτίστως ήταν θεατρικός συγγραφέας, αυτό το πρόβλημα ήταν γι’ αυτόν πολύ λεπτό. Το έλυσε φτιάχνοντας τη δική του γλώσσα, έναν πολύ λεπτό συνδυασμό που του επέτρεπε στους διαλόγους να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού, προσαρμοσμένη, βέβαια, στους κανόνες των δανέζικων, αφού τα έργα του εκδίδονταν στον Gyldendal, τον μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο της Δανίας. Από την άλλη πλευρά όμως, η γλωσσική αυτή κατασκευή του Ίψεν καθιστούσε  δύσκολη τη μετάφραση των έργων του σε άλλες γλώσσες. Και αυτό για έναν συγγραφέα είναι μεγάλο και σοβαρό εμπόδιο στην προσπάθεια να περάσει το έργο του τα σύνορα της χώρας του.

    Τα προβλήματα για την οικογένεια του Κνουτ Ιψεν άρχισαν το 1836. Οι Ίψεν έκαναν μεγάλη ζωή, μεγαλύτερη από ό,τι δικαιολογούσε η οικονομική τους κατάσταση. Οι αρχές έκλεισαν το αποστακτήριο που είχαν, γιατί καθυστερούσαν να πληρώσουν τους φόρους. Ο πατέρας τότε αναγκάστηκε να πουλήσει τα υπάρχοντά του. Οι πιστωτές του όμως τον λυπήθηκαν και δεν τον ανάγκασαν να κηρύξει πτώχευση, γιατί τότε θα έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα.  Ο Κνουτ κατέλαβε τότε μια ταπεινή θέση δημοτικού υπαλλήλου και η Μαρίχεν έχασε τη χαρά της ζωής, που χαιρόταν άλλοτε, και κλείστηκε στον εαυτό της, χωρίς ποτέ να εκφράσει την παραμικρή πικρία. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, άρχισε να κυκλοφορεί και η φήμη ότι ο Ερρίκος δεν ήταν γιος του Κνουτ, αλλά ενός θαυμαστή της μητέρας του που τον είχε γνωρίσει λίγο πριν παντρευτεί. Πράγματι, εκείνη την εποχή η Μαρίχεν έκανε παρέα με τον Τόρμοντ Κνούντσεν, από το Τέλεμαρκ, που ασκούσε, αν και νεότατος, το λειτούργημα του γραμματέα του τοπικού δικαστή. Αυτή η γνωριμία και η σχέση της με αυτό το πρόσωπο στάθηκε αφορμή να κυκλοφορήσει η φήμη, όταν ο γιος της Ερρίκος έγινε διάσημος, ότι ήταν ο πραγματικός πατέρας του. Ο Ερρίκος Ίψεν πέρασε τότε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πιστεύοντας  ότι ήταν νόθος, αν και έμοιαζε πολύ με τον πατέρα του. Το περιστατικό παραπέμπει στην Αγριόπαπια, όπου η πατρότητα της ηρωίδας τον απασχολεί βαθύτατα. Ο Ίψεν έγραψε την Αγριόπαπια το 1884 στην Ιταλία και την επόμενη χρονιά παίχτηκε  στο  Εθνικό Θέατρο του Μπέργκεν με τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε μέσα σε λίγους μήνες μπήκε στο ρεπερτόριο πολλών ευρωπαϊκών θεάτρων.  Το έργο αυτό είναι, πράγματι, μια κατάδυση στις προσωπικές του αναμνήσεις. Στην αγροικία του Βένστεπ, όπου ο μικρός Ερρίκος είχε πάει να ζήσει με την οικογένειά του μετά την πτώχευση του πατέρα του, ο ξεναγός δεν παραλείπει ποτέ να δείξει τη σιταποθήκη, όπου ο Ίψεν έπαιζε εκεί μαριονέτες και ζωγράφιζε τις πρώτες ακουαρέλες του. Αυτή η σιταποθήκη σήμερα συνδέεται με την Αγριόπαπια, επειδή εκεί αποσύρεται ο γέρο- Έκνταλ, που θυμίζει τον Κνουτ, τον πατέρα του Ίψεν.

   Το 1849 γράφει το πρώτο του έργο, τον Κατιλίνα , με το ψευδώνυμο Μπρίνγιουλφ  Μπγιάρμε. Για το έργο αυτό επελέγη η έμμετρη μορφή και εκδόθηκε την επόμενη χρονιά. Το πρωτόλειο αυτό, που έχει ως πρότυπο τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ, είναι έργο γραμμένο με σπάνια μαστοριά για κάποιον που μόλις έχει αρχίσει να γράφει. Την επόμενη χρονιά δίνει εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο της Χριστιανίας και αποτυγχάνει, ενώ έξι χρόνια αργότερα θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Σουζάνα Θόρεσεν, την οποία θα παντρευτεί το 1858 στο Μπέργκεν. Πρόκειται για το πρόσωπο που θα τον στηρίζει στην υπόλοιπη ζωή του και θα του δίνει κουράγιο κάθε φορά που αποθαρρυνόταν από κάποια δυσάρεστη κριτική. Δεν πρέπει ακόμα να παραλείψουμε ότι ήταν η πρώτη ακροάτρια των κειμένων του και ότι η γνώμη της μετρούσε πολύ για τον Ίψεν. Την επόμενη χρονιά, στις 23 Δεκεμβρίου, γεννιέται ο Σίγκουρντ, ο γιος τους. Το 1864, σημαντική  χρονιά για τη ζωή του και τη συγγραφική του δημιουργία, θα εγκαταλείψει τη Νορβηγία για εξορία που θα κρατήσει 27 χρόνια, και θα γράψει στην Ιταλία και στη Γερμανία, τις χώρες που επέλεξε για την περίοδο αυτή της ζωής του, τα έργα που σήμερα  τον κατατάσσουν  στους μεγάλους συγγραφείς του παγκόσμιου θεάτρου. 

  Το Κουκλόσπιτο και η Έντα Γκάμπλερ είναι δυο θεατρικά έργα με κεντρικό πρόσωπο τη γυναίκα, που είχε ευρέως αγνοηθεί στην εποχή του Ίψεν.  Το θέμα αυτό τον απασχολούσε ήδη επί δέκα χρόνια. Το πρώτο από τα δυο αναφερθέντα έργα γράφτηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος, στη Ρώμη και ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης  στις 21 Δεκεμβρίου 1879. Και αυτό γιατί ο Ίψεν ήξερε καλά ότι εκεί, στη Ρώμη,  θα έβρισκε την ησυχία που αγαπούσε και είχε ανάγκη για να γράψει. Σκεφτόταν αυτό το έργο ακόμα και κατά τις ώρες που περνούσε, όπως συνήθιζε, καθισμένος στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Στο Μόναχο η ταβέρνα αυτή ήταν η Μαξιμίλιαν× στη Ρώμη η Οράνιο, στο Κόρσο. Το Κουκλόσπιτο εισάγει δυο νέα στοιχεία στη δραματουργία του ‘Ιψεν: τον περιορισμό σε πέντε ουσιαστικά πρόσωπα και τη δομή σε τρεις πράξεις. Και κάτι ακόμα που ξαφνιάζει τον σημερινό αναγνώστη ή θεατή του έργου: Ό,τι συμβαίνει ή λέγεται σ’ αυτό το σπίτι, η πένα του Ίψεν το δίνει με έναν τρόπο φροϊδικό πριν από τον Φρόιντ. Τελικά και ο Στρίντμπεργκ – που τον είχε εξοργίσει όχι μόνο  το είδος της γυναίκας που εκπροσωπούσε η Νόρα, αλλά και ο θόρυβος της πόρτας που έκλεισε με πάταγο στο τέλος του έργου και αντήχησε στις συνειδήσεις σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου – αναγκάστηκε να  παραδεχτεί τη στάση της στον πρόλογο από νουβέλες του με τίτλο Παντρεμένοι: Χάρη στο Κουκλόσπιτο έχει αποκαλυφτεί πως « ο γάμος δεν ήταν ιερός θεσμός, ότι οι άνθρωποι δεν έβλεπαν σ’αυτόν την πηγή της απόλυτης  ευδαιμονίας και το διαζύγιο αταίριαστων συντρόφων ήταν επιτέλους αποδεκτό, κατανοητό και δικαιολογημένο».

   Τον Ιούνιο του 1881 ο Ίψεν άρχισε να γράφει τους Βρικόλακες στο Σορέντο. Σύντομα όμως έφυγε από εκεί και γύρισε στη Ρώμη, όπου τον Σεπτέμβριο τελείωσε το προσχέδιο του έργου και στις 23 Νοεμβρίου έστειλε το χειρόγραφο στον εκδότη. Στις 13 Δεκεμβρίου την ίδια χρονιά οι Βρικόλακες κυκλοφόρησαν σε βιβλίο, για να πουληθούν ως δώρο στις γιορτές των Χριστουγέννων. Αυτή τη φορά όμως ο Ίψεν ένιωσε ότι προκάλεσε περισσότερο από ποτέ  το αναγνωστικό κοινό του. Στο γράμμα που συνόδευε το χειρόγραφό του λέει στον εκδότη του: «Οι Βρικόλακες πιθανώς να πυροδοτήσουν αντιδράσεις  σε κάποιους χώρους, αλλά δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα ήταν ανάγκη για μένα να γράψω το έργο». Το βιβλίο, όπως είπα πιο πάνω, κυκλοφόρησε στις 13 Δεκεμβρίου 1881. Η κατάπληξη και η εχθρότητα τις οποίες προκάλεσε ξεπέρασαν όλα όσα είχε φανταστεί ο Ίψεν. Τα 10.000 αντίτυπα που έπρεπε να πουληθούν στις γιορτές των Χριστουγέννων, έμειναν τα περισσότερα στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ποια τα αίτια αυτής της αποτυχίας; Ο Ίψεν είχε επιτεθεί στον ιερό χαρακτήρα του γάμου, είχε αγνοήσει τα ταμπού απέναντι στα αφροδίσια νοσήματα, υπερασπιζόταν τον ελεύθερο έρωτα και άφηνε να εννοηθεί ότι η αιμομιξία και η ευθανασία δεν ήταν κάτι αδιανόητο. Ακόμη και ο Γιόζεφσον, ο φίλος που τον υποστήριζε σε κάθε έκδοση βιβλίου του, τάχθηκε με το μέρος της κοινής γνώμης και είπε ότι «ήταν το  πιο απαίσιο πράγμα που γράφτηκε ποτέ στη Σκανδιναβία». Ο Στρίντμπεργκ όμως, αν και ήταν βαθιά αντίθετος προς τον Ίψεν, εξέφρασε ανεπιφύλακτα τον θαυμασμό του για το έργο και είπε: « Δεν μπορώ να τον μισήσω. Έγραψε τους Βρικόλακες». Κανένα σκανδιναβικό θέατρο δεν τόλμησε να  συμπεριλάβει τους Βρικόλακες στο πρόγραμμά του και η πρώτη παράσταση του έργου έλαβε χώρα στις 20 του Μάη1882 στο Σικάγο. Παίχτηκε στα νορβηγικά, μπροστά σε κοινό μεταναστών. Μια Δανέζα ηθοποιός ενσάρκωνε την κυρία Άλβινγκ, περιστοιχισμένη από ερασιτέχνες ηθοποιούς, και η παραγωγή έκανε τον γύρο του Middle West, μπροστά σε θεατές που άκουγαν χαρούμενοι να μιλούν τη γλώσσα τους.

    Η Έντα Γκάμπλερ – που είναι ταυτόχρονα ένα από τα πιο διάσημα, αλλά και πιο μυστηριώδη έργα του Ίψεν – κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1890, στις αρχές Δεκεμβρίου, όπως και τα προηγούμενα έργα του. Η εντύπωση που προκάλεσε ήταν παρόμοια μ’ εκείνη που είχαν, πριν από εννιά χρόνια, προκαλέσει  οι Βρικόλακες. Ένιωσαν κατάπληξη φίλοι και εχθροί: ο Ίψεν είχε γίνει εχθρός των γυναικών. Το μόνο πρόσωπο που δεν θορυβήθηκε ήταν η Σουζάνα. Ήξερε πως οι ιδέες του συζύγου της ήταν, ως συνήθως, τουλάχιστον δέκα χρόνια μπροστά από την κοινή γνώμη. Ωστόσο, το έργο ακόμη και σήμερα δεν έχει αποσαφηνισθεί και εξακολουθεί να παθιάζει παντού τους ανθρώπους του θεάτρου και να προκαλεί την οργή ή την αμηχανία του κοινού. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να είναι στο πρόγραμμα των ευρωπαϊκών θεάτρων, μολονότι έχει τη φήμη ενός δύσκολου έργου. Ο ίδιος ο Ίψεν, πάντα ερμητικός, είπε για το έργο του: «Προσπάθησα να περιγράψω ανθρώπους, να τους περιγράψω με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και με τις περισσότερες δυνατές λεπτομέρειες, τίποτα περισσότερο». Γεννημένη η Έντα σε ένα περιβάλλον ξεπεσμένων αριστοκρατών και επηρεασμένη έντονα από έναν πατέρα στρατηγό που της κληροδότησε την αγάπη για τα όπλα, έδιωξε κάποτε έναν νεαρό διανοούμενο, τον Λέβμποργκ, του οποίου η εκκεντρική φύση και η ροπή  στον έκλυτο βίο την τρόμαζαν. Παντρεύτηκε έναν άλλον, καθηγητή πανεπιστημίου, λεπτολόγο και ασήμαντο, τον Τέσμαν, ο οποίος γυρίζοντας από το ταξίδι του μέλιτος, ασχολείται περισσότερο με τις μελέτες του παρά με τη γυναίκα του. Ο Λέβμποργκ κάνει την εμφάνισή του πάλι, αφού έχει συγκεντρωθεί στις μελέτες του χάρη σε μια φίλη της Έντας, την Τέα, που εγκατέλειψε τα πάντα για ν’ αφιερώσει τη ζωή της σ’ αυτόν, και γίνεται σοβαρός αντίπαλος του Τέσμαν στην ακαδημαϊκή του καριέρα. Η Έντα, από την πλευρά της, θα προτρέψει τον Λέβμποργκ να γυρίσει πάλι στις ασωτείες του και να καταστρέψει τη διατριβή του. Ο Λέβμποργκ, πεπεισμένος ότι έχασε το έργο της ζωής του, τραυματίζεται θανάσιμα σε ένα καμπαρέ με το πιστόλι που του είχε εμπιστευτεί η Έντα. Με το άλλο όπλο, που της άφησε ο πατέρας της, η Έντα αυτοκτονεί με μια σφαίρα στο κεφάλι. Και να ‘τανε μόνο αυτό καλά θα ήτανε. Αυτοκτονώντας, σκοτώνει και το παιδί που κυοφορεί μέσα της. Πού βρήκε αυτή τη νοσηρότητα; Είναι η ίδια νοσηρότητα που βρίσκει κανείς στη μαντάμ Μποβαρί, την Άννα Καρένινα ή την δεσποινίδα Τζούλια. Η ηρωίδα του Ίψεν ενσαρκώνει τις δυσκολίες της ζωής, που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες της εποχής του, τις οποίες οι άντρες δεν αποδέχονται και οι γυναίκες, από την πλευρά τους, αρνούνται ν’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους. Τέλος το όνομα Γκάμπλερ είναι αναγραμματισμός του ονόματος  Άλμπεργκ, που ήταν το όνομα μιας γυναίκας από το Μόναχο, για την οποία ο Ίψεν είχε μάθει ότι αυτοκτόνησε για παρόμοιους λόγους.

   Τον Αύγουστο του 1891 ο ΄Ιψεν πήρε τη μεγάλη απόφαση και έβαλε τέλος στην εικοσιεπτάχρονη  εξορία του.  Γύρισε στην πατρίδα του γιατί ήθελε να είναι δίπλα στον γιο του Σίγκουρντ, που αγωνιζόταν  με αυταπάρνηση για την ανεξαρτησία της Νορβηγίας, την οποία είχε τότε προσαρτήσει η Σουηδία. Το 1898, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, γίνονται πολυάριθμες εορταστικές εκδηλώσεις στη Χριστιανία, την Κοπεγχάγη και τη Στοκχόλμη για τα εβδομήντα χρόνια του Ίψεν. Το 1903 ξεκίνησε η διαδικασία για την απόσχιση της Νορβηγίας από την Σουηδία, για την οποία ο γιος του είχε παίξει ενεργό ρόλο. Δυο χρόνια αργότερα η Νορβηγία αποκτά την ανεξαρτησία της και μπαίνει στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Έναν χρόνο ζωής έχει ακόμα ο Ίψεν, αλλά είναι ευτυχής που πρόλαβε να δει τη χώρα του ελεύθερο κράτος. Ο Ίψεν δεν ξέχασε ποτέ τον ειλικρινή θαυμασμό του Στρίντμπεργκ για τους Βρικόλακες  και επιστρέφοντας από την αυτοεξορία του, φρόντισε ν’ αποκτήσει ένα, σε μεγάλο μέγεθος, πορτρέτο του Σουηδού δραματουργού και το έβαλε  σε περίοπτη θέση στο γραφείο του. Στις 23 του Μάη 1906 ο Νορβηγός τιτάνας του παγκόσμιου θεάτρου έφηβε από τη ζωή, βυθίζοντας τη χώρα του σε εθνικό πένθος. Η Σουζάνα ανέγειρε μιαν απλή στήλη επάνω στον τάφο του, χωρίς καμία επιγραφή, αλλά με μια σκαπάνη μεταλλωρύχου    σκαλισμένη στο επάνω μέρος. Υπαινιγμός στο ποίημα Ο μεταλλωρύχος που ήταν ένα από τα εμβλήματα στο ποιητικό του σύμπαν.

 

 

 

 

                  

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.