You are currently viewing  Φάνης Κωστόπουλος: Ο Ζαν  Φρανσουά  Μιλέ στον ίσκιο του Βίνσεντ  Βαν  Γκογκ

 Φάνης Κωστόπουλος: Ο Ζαν  Φρανσουά  Μιλέ στον ίσκιο του Βίνσεντ  Βαν  Γκογκ

    Λίγοι είναι εκείνοι που, όταν βλέπουν πίνακες του Βαν Γκογκ, ιδιαίτερα εκείνους   με θέματα από την αγροτική ζωή, έχουν στη σκέψη τους τον Jean François Millet. Και αυτό όχι μόνο γιατί ο Μιλέ είχε φιλοτεχνήσει πίνακες με το ίδιο θέμα, αλλά κυρίως γιατί ο Βαν Γκογκ θαύμαζε πολύ αυτό τον καλλιτέχνη   και επηρεάστηκε από το έργο του. Στις επιστολές του προς τον αδελφό του Tεό, που ήταν έμπορος έργων τέχνης και από τους πρώτους που προώθησαν το εμπρεσιονιστές ζωγράφους, αποκαλεί τον Μιλέ «οδηγό και σύμβουλο σε όλα». Πίστευε, μάλιστα, πως είχε ομοιότητες με αυτό τον ζωγράφο, ομοιότητες όχι μόνο καλλιτεχνικές, αλλά και ιδεολογικές.  Ο Μιλέ ζωγράφιζε τη ζωή στη φύση και συγκεκριμένα τη ζωή των αγροτών, που κερδίζουν το ψωμί τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους,  και, όπως λέει ο ίδιος ο Βαν Γκογκ, απεικόνιζε, με αυτό τον τρόπο,«τα διδάγματα του Χριστού». Το 1869 ο Βαν Γκογκ  πήγε στη Χάγη και έπιασε δουλειά στην εταιρεία Goupil, που εμπορευόταν κυρίως γαλλικά και ολλανδικά έργα ζωγραφικής του 19ου αιώνα, καθώς και αναπαραγωγές πινάκων. Εκεί είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τα έργα του Μιλέ, που εκείνη την εποχή ήταν ένας από τους πιο καταξιωμένους καλλιτέχνες στην Ευρώπη, ταυτόχρονα όμως είχε επαφή και με την περίφημη Σχολή της Μπαρμπζόν. Τέλος, δεν είναι τυχαίο ότι το 1880 ζήτησε από τον αδελφό του Τεό να του στείλει χαρακτικά, αρχίζοντας από τη σειρά Αγροτικές εργασίες  του αγαπημένου του Μιλέ.

                                                             *

   Ο Ζαν Φρανσουά Μιλέ γεννήθηκε το 1814 σε ένα μικρό χωριό, το Scruchy, που βρίσκεται στην περιοχή του Χερβούργου, λιμάνι στη Μάγχη που είναι σήμερα σε πολλούς γνωστό από την υπέροχη κινηματογραφική ταινία Ομπρέλες του Χερβούργου, και πέθανε το 1875 στη Μπαρμπιζόν, ένα μικρό χωριό στις παρυφές του δάσους του Φοντενεμπλώ, που έγινε γνωστό από μια ομάδα ζωγράφων οι οποίοι έζησαν εκεί ζωγραφίζοντας  και πέρασαν στην ιστορία της τέχνης ως Σχολή της Μπαρμπιζόν. Η Σχολή αυτή ήταν μια ομάδα τοπιογράφων καλλιτεχνών, που από τη μια πλευρά συνέχιζαν τις αναζητήσεις του ρομαντισμού και από την άλλη δημιουργούσαν προϋποθέσεις που οδηγούσαν στον εμπρεσιονισμό. Ήταν η ομάδα που έβγαλε τον καλλιτέχνη από το εργαστήριο έξω στη φύση, που του έδινε τη δυνατότητα να εργαστεί πιο ελεύθερα χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στο σχέδιο, χωρίς την ανάγκη του μοντέλου, χωρίς τον περιορισμό του εσωτερικού χώρου.

Το 1834 ο Μιλέ βρίσκεται στο Χερβούργο και παρακολουθεί επί τρία χρόνια  μαθήματα ζωγραφικής, ενώ το 1837 πηγαίνει με υποτροφία στο Παρίσι και συνεχίζει τις σπουδές του στο εργαστήριο του Ντελαρός.  Στο Λούβρο συνεχίζει τις προσπάθειές του, θαυμάζοντας και μελετώντας έργα του Μαντένια, του Τζιορτζιόνε και του Πουσσέν. Το 1848 φαίνεται ότι βρίσκει τον καλλιτεχνικό του  δρόμο  και το 1849 θα πάει να εγκατασταθεί στη Μπαρμπιζόν, όπου θα μείνει ως τον θάνατό του το 1875. Την ίδια χρονιά της εγκατάστασής του στη Μπαρμπιζόν θα ζωγραφίσει  τον πρώτο του αγροτικό πίνακα, το Λίχνισμα του σταριού.  Ο Μιλέ βρίσκει τον δικό του δρόμο  και  δίνει μερικά από τα σημαντικά του έργα την ίδια περίοδο με τους άλλους δασκάλους του ρεαλισμού: τον Ντωμιέ, τον Κουρμπέ και τον Μέντζελ. Στην καλλιτεχνική  πορεία του Μιλέ μπορούμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση, από το 1840 ως το 1848, ο Μιλέ συνεχίζει τις τάσεις το ροκοκό και διακρίνεται για την απασχόλησή του με την προσωπογραφία. Στη δεύτερη φάση, από το 1848 ως το 1870, ανακαλύπτει την αγροτική ζωή και κατορθώνει να φτάσει σε ένα καθαρά προσωπικό ύφος, που διακρίνεται για τον συνδυασμό πλαστικότητας, μνημειακότητας  και ρεαλιστικών τάσεων. Στην τρίτη φάση, από το 1870 ως τον θάνατό του  το 1875, ασχολείται περισσότερο με την καθαρή τοπιογραφία, όπου αποκαλύπτονται τάσεις προς την κατεύθυνση του εμπρεσιονισμού. Μερικοί από τους πιο γνωστούς πίνακες του Μιλέ με θέμα την αγροτική ζωή είναι σήμερα σκορπισμένοι στα διάφορα μουσεία του κόσμου, όπως, για παράδειγμα, Προς τη δουλειά, 1857, στη Γλασκώβη, Οι σταχομαζώχτρες, 1857, στο Λούβρο, Άγγελος  (Απογευματινή προσευχή ), 1859, επίσης στο Λούβρο και ο Θερισμός, 1862- 74,  στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης.

 

 Ο Μεσημεριανός ύπνος ( 1889- 90 ) του Βαν Γκογκ είναι  πανομοιότυπος με ένα έργο  του Μιλέ του1866, όπου απεικονίζεται ένα ζευγάρι να κοιμάται σε ένα σωρό στάχυα με όλα τα πράγματά του τοποθετημένα προσεκτικά στο πλάι, ενώ στο βάθος του πίνακα υπάρχει, ως στοιχείο της αγροτικής ζωής, μια βοϊδάμαξα.  Όλα αυτά στον πίνακα του Μιλέ λούζονται σε απαλές σκιές,  ενώ στο έργο του Βαν Γκογκ  το απαλό κίτρινο χρώμα  μαζί με το μπλε μοιάζουν να έχουν παραφρονήσει μεταβαλλόμενα σε ώχρα του μεσημεριού. Θα σταθούμε τώρα στο αριστούργημα του Μιλέ, τον Σπορέα, που είναι έργο του 1850 και βρίσκεται, όπως ο Θερισμός, στη Βοστώνη, για να τον συγκρίνουμε με τον Σπορέα του Βαν Γκογκ και να δούμε πώς φιλοτεχνείται ο εργάτης αυτός της γης από τον δάσκαλο και πώς από τον μαθητή. Πρέπει ακόμη να πούμε ότι ο Σπορέας είναι το έργο που ο Βαν Γογκ θαύμαζε περισσότερο από  τη ζωγραφική δημιουργία του Μιλέ , μολονότι δεν είδε ποτέ του το πρωτότυπο και το γνώριζε μόνο από ένα χαρακτικό του Πωλ Εντμέ Λερά ( 1873 ). Πάνω  στην εικόνα του Σπορέα ο Βαν Γκογκ, στο πέρασμα των χρόνων, έκανε αρκετές παραλλαγές -τόσο πολύ  είχε εντυπωσιαστεί από αυτό το έργο του Μιλέ.

   Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τον Σπορέα του Μιλέ, μπορεί να επισημάνει όλα τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας. Το σώμα του γεωργού, που αποδίδεται σε μνημειακές διαστάσεις, καταλαμβάνει το μέσο του πίνακα και εικονίζεται προχωρώντας, με γοργό και μεγάλο διασκελισμό, τη στιγμή που πετάει τον σπόρο στην οργωμένη γη με μια κίνηση από τα δεξιά προς τ’ αριστερά. Τα ρούχα του, ρούχα της δουλειάς, φαίνονται φθαρμένα από τον καιρό και τις γεωργικές εργασίες, ενώ στο κεφάλι φοράει ένα χωριάτικο καπέλο που κρύβει το πρόσωπό του. Με το σώμα του σπορέα, που δεσπόζει στην επιφάνεια του πίνακα, δημιουργείται γέφυρα που ενώνει την οργωμένη γη με τον ουρανό, ο οποίος αποτελεί την πηγή φωτός για τον πίνακα.

Η μορφή του  σπορέα, που αποδίδεται με σκούρα χρώματα, τα χρώματα του οργωμένου χώματος, γίνεται ένα με τη γη και προβάλλει σε έναν ανοιχτό ορίζοντα, τον οποίο οργανώνει και νοηματοδοτεί. Ο σπορέας, έτσι που εικονίζεται, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, δεν είναι ο συγκεκριμένος γεωργός μιας περιοχής, αλλά η ιδέα του αγωνιστή της γης πάνω από τόπο και χρόνο. Κλείνοντας αυτή την περιγραφή του πίνακα, δεν πρέπει να παραλείψω τον ειλικρινή θαυμασμό του Βίκτωρος  Ουγκώ για τούτο το έργο του Μιλέ. Πράγματι, οι μελετητές του ποιητικού του έργου διατείνονται ότι ο Ουγκώ στις τελευταίες δυο στροφές του ποιήματος Εποχή της σποράς ( Saison des Semailles ) έχει στη σκέψη του τον  Σπορέα   του Μιλέ. Παραθέτω τις δυο στροφές του ποιήματος σε δική μου για την περίπτωση απόδοση:

                        Στον κάμπο το μεγάλο προχωράει,

                       Πάει, γυρνάει, ρίχνει μακριά τον σπόρο,

                            Χουφτιάζει πάλι και ξαναρχινάει.

                     Ρεμβάζω, μάρτυρας κρυφός στο χώρο,

                                                         *

                       κι ο ίσκιος του, που όλο και πλαταίνει,

                      και πάει ένα με την τύρβη να γενεί,

                     μοιάζει ψηλά ως τ’ άστρα να μακραίνει

                     του σποριά την κίνηση την τρανή.

   Τα  χρόνια που ο Βαν  Γκογκ εργάστηκε στην εταιρεία Goupil  είχε, όπως είπα και πιο πάνω, την ευκαιρία να εξοικειωθεί με τα έργα του Μιλέ. Με το έργο του Σπορέας το ηλιοβασίλεμα   ο Βαν Γκογκ δίνει, θα έλεγε κανείς, μια απάντηση στον Σπορέα του Μιλέ.  Αντίθετα από τον πίνακα του Μιλέ, στο δικό του έργο αυτό που κυριαρχεί στη επιφάνεια του πίνακα δεν είναι η μορφή του σπορέα, αλλά η οργωμένη γη και ο φωτοδότης ήλιος την ώρα που  βασιλεύει. Η ανθρώπινη παρουσία του σπορέα υπάρχει μάλλον ως λεπτομέρεια παρά ως θέμα του πίνακα. Και αυτό γιατί ο μεγάλος καλλιτέχνης, όσο κι αν του αρέσει το έργο ενός ομοτέχνου του, δεν αρκείται στην πιστή αντιγραφή, θέλει πάντα το δικό του έργο να έχει κάτι από τη δική του τέχνη, αν όχι να είναι τελείως διαφορετικό. Ο πίνακας του Βαν Γκογκ δείχνει καθαρά ότι ο καλλιτέχνης δεν ήθελε να ανταγωνιστεί τον Σπορέα  του Μιλέ.  «Το ωραίο δυο φορές δεν γίνεται» λέει ο Ελύτης. Έστρεψε λοιπόν τις προσπάθειές του εκεί όπου ήταν ασυναγώνιστος, στο χρώμα. Στον πίνακα, κυριαρχούν δύο χρωματικοί τόνοι, το μοβ και το κίτρινο, το μοβ του οργωμένου αγρού που έρχεται σε αντίστιξη με το κίτρινο του χωραφιού με τα στάχυα, που εκτείνεται πέρα από την οργωμένη γη, και το πιο ανοιχτό και εκθαμβωτικό  κίτρινο του ήλιου στο βάθος του ορίζοντα. Αν υπάρχει κάτι που θυμίζει τον Μιλέ, είναι ότι τα ρούχα του σπορέα είναι στο ίδιο χρώμα, το μοβ, με το οργωμένο χωράφι. Με αυτό τον χρωματικό συνδυασμό ο βαν Γκογκ θέλει, όπως ήθελε και ο Μιλέ, να τονίσει την στενή σχέση που συνδέει τη μικρή φιγούρα του σπορέα του με το χώμα της γης του ή, για να θυμηθώ τη Βίβλο, τον Άβελ με το γόνιμο  χωράφι του, που ήταν έξω και αρκετά πέρα από την ανατολική πύλη της Εδέμ.

  

 

Αν και ο Βαν Γκογκ δεν ζωγράφισε πολλές φορές τον ζωοδότη ήλιο, όσες φορές όμως τον ζωγράφισε, στάθηκε, όπως λέει πάλι ο Ελύτης, «Ο ΙΗΣΟΥΣ  ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ» και έδειξε, με ανάγλυφο τρόπο,  ότι το αγαπημένο του χρώμα ήταν το κίτρινο, η εκτυφλωτική φορεσιά του μεγάλου άστρου της ημέρας. Και για να κλείσω αυτό το κείμενο,  θα έλεγα ακόμη πως δεν έχει σημασία ότι ο Βαν Γκογκ είναι σήμερα περισσότερο γνωστός από τον Μιλέ. Σημασία έχει ότι οι δυο αυτοί καλλιτέχνες έφεραν, με το έργο τους, κάτι καινούργιο  που συνέβαλε στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής.

                                  

 

 

 

 

 

      

                    

   ,

   

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.