You are currently viewing Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου: Γιάννης Ευθυμιάδης, Το οικείο σκοτάδι, Νεφέλη, 2022

Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου: Γιάννης Ευθυμιάδης, Το οικείο σκοτάδι, Νεφέλη, 2022

Ο Brahms ταιριάζει στο σκοτάδι μου

 

 

      Η ένατη ποιητική συλλογή του Γιάννη Ευθυμιάδη με τον τίτλο «Το οικείο σκοτάδι» κυκλοφορήθηκε τον Ιούνιο του 2022 από τις εκδόσεις Νεφέλη με χαρακτικό στο εξώφυλλο του ίδιου του ποιητή. Η συλλογή διακρίνεται σε τέσσερις ενότητες με τους τίτλους «Ο Brahms ταιριάζει στο σκοτάδι μου», «Σε μια παλιά παιδική φωτογραφία», «Ελάχιστο φιλί» και «Διερώτηση φθινοπωρινής ισημερίας»,  εκτείνεται δε σε 80 σελίδες.

      Έχοντας μελετήσει τη συλλογή επιχειρώ  αρχικά να ερμηνεύσω  τον τίτλο «Το οικείο σκοτάδι». Με τη λέξη σκοτάδι αποδίδονται, κατά τη γνώμη μου, πτυχές άγνωστες, απόκρυφες αγωνίες, θρεπτικές ή φθαρτικές, το ανεξερεύνητο εν γένει εσωτερικό βάθος του ανθρώπου-ποιητή. Αυτό προσδιορίζεται ως οικείο, γνώριμο, κατακτημένο(;), συμφιλιωμένο ίσως με την προσωπική πραγματικότητα. Όμως το σκοτάδι δεν γίνεται οικείο έτσι απλά, το οικειώνεται κανείς με προσωπικό αγώνα, με κατάθεση θέλησης αλλά και με την ετοιμότητα της αποδοχής του. Αυτή η διαδικασία αποτυπώνεται με τέχνη και ψυχή στην παρούσα συλλογή.

      Στην πρώτη ενότητα παρακολουθούμε μεταμορφώσεις που ξεκινούν από την προστατευμένη ύπαρξη εντός του μητρικού αμνιακού υγρού, μεταμορφώσεις που επιτρέπουν  μονόλογο, ζωτικής σημασίας, του ποιητή με τον εαυτό του, μονόλογο αυτοανάλυσης και αυτογνωσίας. Διαγράφεται μια πορεία από την αθωότητα και τα όνειρά της  μέχρι την ενηλικίωση και τις συμβάσεις της. Πορεία υπό συνθήκες εξωτερικής σιωπής, εσωτερικής αναζήτησης και προσαρμογής, γιατί οι «κανόνες» της ζωής την απαιτούν: Να μη με νιώθει καν η γη. Να μην προδίδω την απόγνωση (σ.15). Σε αυτή την πορεία υπάρχουν στάσεις τροφοδότρες  (π.χ. Ο δάσκαλος της γιόγκα), υπάρχουν και δραστηριότητες βαθιάς ευθύνης. Αντιμέτωπος ο ποιητής με φωνές ιδιοπαθείς, που ελπίζουν στη μεταφώνησή τους, παλεύει να υπερβεί τις ανθρώπινες δεσμεύσεις και μικρότητες, Παλεύω να ξεγίνω άνθρωπος (σ. 21), προσπαθεί εμμονικά να υπερβεί αδυναμίες και να διαμορφώσει ταυτότητα στα μέτρα του αληθινού ( Όπως τυχαία άβυσσος, σ. 22), του αληθινού το οποίο ο κόσμος αντιστρατεύεται, γι’ αυτό και ο ποιητής νιώθει πως δεν χωράει σ’ αυτόν. Τότε είναι που θέλει να ζήσει σαν κωφάλαλος (σ.24), σιωπηλός, ήρεμος κι απερίσπαστα παραδομένος σε άλλες αισθήσεις. Τότε είναι σαν να βυθίζεται σε άλλη διάσταση, όπως την περιγράφει στο ποίημα  Ο Brahms ταιριάζει στο σκοτάδι μου (σ. 25). Μέσα στον γενικά απροσδιόριστο  χωροχρόνο που αποδίδεται με το σκοτάδι ο Γ.Ε. επιχειρεί να σταθεί αντιμέτωπος με το «είναι» του, να αναλύσει την εικόνα του και κυρίως να πάει πίσω από αυτή, βρήκα το δέρμα σου, το γδέρνω να με δω (σ. 26).

      Η όλη  αναζήτηση στην πρώτη ενότητα προοικονομεί τη δεύτερη ενότητα, καθώς η «ιστορία» του καθενός μας βασίζεται στην «προϊστορία» της οικογένειας, στη συμπόρευση μαζί της, στη «συμπλοκή» -συναισθηματική ή διανοητική- με γεννήτορες, αδέλφια, άλλους συγγενείς, επιγόνους, στον περίκλειστα προστατευμένο χώρο του σπιτιού που κάποτε…ήταν όλος ο κόσμος (σ. 38). Ο ποιητής με ευαισθησία και ενσυναίσθηση δεν παρακολουθεί απλώς τους ανθρώπους του, σηκώνει μαζί τους βάρη φθοράς ( Ο πατέρας, σ. 30, Πρώιμο κατευόδιο στη μητέρα μου σ.32), ντύνεται την ανημπόρια τους με το παράπονο επειδή δεν μπορεί να μαχηθεί το αναπότρεπτο. Σηκώνει ο  Γ.Ε. το βάρος της ευθύνης ως γιος και ως πατέρας (Είδα τον γιο μου εντεκάχρονο, σ. 39).

      Η τρίτη ενότητα, που έχει τον τίτλο «Ελάχιστο φιλί», περιέχει το κρυφό μυστήριο του έρωτα. Τι σηκώνει, αλήθεια, πάνω του ένα ελάχιστο φιλί, ένα ωκεάνιο βλέμμα ή ένα άγγιγμα, μια απόγνωση απουσίας, η γλυκόπικρη λαχτάρα της προσμονής ή ένα σπάραγμα οργής; Το μυστήριο του έρωτα τελειούται, κατά τη γνώμη μου, στους στίχους : Λένε πως την υπέρτατη ταπείνωση/τη ζει ο ερωτευμένος. Μπορεί. Ας πούμε πως ισχύει./Καμαρώστε με. /Ένδοξα ότι φθίνω (σ. 53).

      Στην τελευταία ενότητα ο ποιητής αναμετριέται με το άλλο μυστήριο, αυτό του χρόνου, που μας περιέχει, μας καθορίζει, μας μετεωρίζει, ημέρες, νύχτες, φθινόπωρα και καλοκαίρια, ενώ  μετράμε χρόνια που λιγοστεύουν/κρατώντας την ανάσα μας/όπως σε μακροβούτι (σ. 61). Ο χρόνος για τον πεπερασμένο άνθρωπο βιώνεται εν χώρω, από τον χώρο του σπιτιού μέχρι το άπειρο, όπου χρόνος και χώρος γίνονται υπερβατικό μέγεθος· κι όμως η ποίηση του Γ. Ε, φαίνεται να το κατακτά, αφού το άπειρο για μια στιγμή τό σκέφτηκες, χώρεσε όλο/κατακλυσμιαία εντός σου (σ. 67).    Η αλληγορία είναι γνώρισμα του ποιητικού σύμπαντος του Γιάννη Ευθυμιάδη, όσο όμως η ενότητα εξελίσσεται η αλληγορική σκέψη γίνεται πιο κρυπτική, τόποι του ποιητή, όπως ο λόφος της Καστέλλας, εκτείνονται και φτιάχνουν αλλόκοτη –κιόλας συνηθισμένη- πραγματικότητα (σ.73).

      Σε όλα τα απρόβλεπτα που κινούνται με τη συνθήκη αρχή πουθενά, πουθενά τέλος (σ. 76) ο ποιητής αγωνίζεται με τις λέξεις του, εφόσον ο κόσμος όλος καταρρέει έξω από τις λέξεις σου (σ.69), όχι να βάλει τάξη, αλλά να απολαύσει την αχρονία, να συμβιβαστεί με την ανυπαρξία, με την άφθαρτα φθαρτή φύση, ενσωματωμένος στο σύμπαν και συμβιβασμένος με τη γνώση ότι και τα ποιήματα ξεχνιούνται και οι ποιητές γερνούν κι ο κόσμος αλλάζει. Μόνο σταθερό μέλημα του ποιητή παραμένει να μας δείξει να στρέψουμε το βλέμμα μας σε κάποιον έστω λίγο κι /αφιλόξενο ουρανό, αρκεί/να κρατιόμαστε σφιχτά (σ.80).  Αν θα το καταφέρουμε είναι δική μας ευθύνη, ο ποιητής με την ποίησή του το προσπάθησε κι αυτή τη φορά με συνέπεια εγγίζοντας την ουσία της Ποίησης.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.