Οπλανήτηςγησεδέκα λεπτά θα σβήσει, ακούστηκε απ’ τιςτηλεοράσεις. Ήμασταν όλοι σπίτι. Οπατέρας, ημητέρα εγώ κι ο αδελφόςμου. Δίκαια μοιραστήκαμετονχρόνο, οκαθένας από δυόμισηλεπτά. Ξεκίνησεοπατέρας: “Σήμερα πήρα προαγωγή!” Πάντα είχεχιούμορ. Δενείπετίποτα άλλο, έφαγετονχρόνοτου, μεμια μεγάλη αγκαλιά, Έπειτα ημητέρα: “Εκεί που θα πάμε, θάμαστεπάλι όλοι μαζί!” Επανάληψη, σιωπή, αγκαλιές. Ήρθεησειρά του αδελφού: «Είμαι περήφανοςγια σας. Σάς αγαπώ!» Έφτασεκαι ησειρά μου. Έβγαλα τοστικάκι που είχεκαταγράψει τα πάντα, τοσφράγισα σ‘ ένα μπουκάλι και είπα: ” Τηνδική μου σιωπή κανείςδενθα ακούσει.”