You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Τότε που γέμισε η Αθήνα λουστράκια…
*

Φάνης Κωστόπουλος: Τότε που γέμισε η Αθήνα λουστράκια…

Τότε που γέμισε η Αθήνα «λουστράκια»

   Σε αρκετά κείμενα που έχω δημοσιεύσει με θέματα που αναφέρονται στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έχω συχνά  αναφερθεί στο χαμηλό πνευματικό επίπεδο του λαού, ενώ ακόμη και μέσα στα σχολεία, της δημοτικής  εκπαίδευσης, θέλω να πω, αρκετοί δάσκαλοι, αν όχι όλοι, λόγω του μεγάλου αναλφαβητισμού που επικρατούσε στη χώρα τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, διορίζονταν μόνο με το απολυτήριο του Γυμνασίου, Λυκείου, θα λέγαμε σήμερα, κι ας ήταν και με βαθμό 11. Πράγματι, ο μισός πληθυσμός των Ελλήνων, αν όχι τα δύο τρίτα, ήταν αναλφάβητος ή του δημοτικού, το οποίο, λόγω της μεγάλης φτώχειας, οι περισσότεροι δεν το είχαν τελειώσει. Δυο τρεις τάξεις είχαν βγάλει και μετά έτρεχαν για δουλειά, για να τα βγάλει πέρα η οικογένειά τους. Γι’ αυτή ακριβώς την αμάθεια των δασκάλων εκείνης της εποχής μιλάει και ο ποιητής Δροσίνης στην αυτοβιογραφία του, αναφερόμενος  στον φίλο του Γεώργιο Γρατσιάνο, επιθεωρητή τότε των επαρχιακών σχολείων και αργότερα καθηγητή κλασικής φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Όσο για μένα, την ξέρω αυτή   την περίοδο

από πρώτο χέρι, γιατί, αν και ήταν ευκατάστατη η οικογένειά μου, η μητέρα μου ήταν αναλφάβητη και ο πατέρας μου είχε πάει μέχρι τη δευτέρα Δημοτικού, θύματα και οι δυο των δύσκολων εκείνων καιρών. Όπως καταλαβαίνετε, ο πατέρας μου, στη  δική  μου οικογένεια , ήταν ο πιο μορφωμένος του σπιτιού, αλλά και τελείως αδιάφορος για να βοηθήσει τον γιο του στις  δυο πρώτες τάξεις του δημοτικού. Γύριζα από το σχολείο στο σπίτι και η μόνη βοήθεια που είχα ήταν από μια αναλφάβητη μάνα. Η μεγάλη φτώχεια, που έπληττε τότε τις οικογένειες, είχε σταθεί εμπόδιο στη μόρφωση πολλών παιδιών στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αυτή η κατάσταση, δυστυχώς, επικρατούσε και στα δικά μου σχολικά χρόνια, στη δεκαετία του ’40 και τις αρχές  του ’50. Τεκμήριο για τη μεγάλη φτώχεια που επικρατούσε, μετά την Απελευθέρωση και μες στη φωτιά του Εμφυλίου πολέμου, αποτελεί μια σχολική φωτογραφία της πρώτης Δημοτικού, που σώζεται ακόμα και σήμερα. Ελάχιστα είναι στη φωτογραφία  τα παιδιά που έρχονταν τότε στο σχολείο πλυμένα και με καθαρά ρούχα. Τα πιο πολλά έρχονταν με βρόμικα ρούχα και παπούτσια μισολιωμένα. Δεν πρέπει να παραλείψω ότι μερικά από αυτά τα παιδιά, κατά τη διάρκεια των μαθητικών ωρών, είχαν λιποθυμήσει  μέσα στην τάξη, γιατί είχαν φύγει το πρωί από το σπίτι τους τελείως νηστικά. Αυτές οι λιποθυμίες σταμάτησαν, όταν- με την   αμερικανική βοήθεια ( Σχέδιο Μάρσαλ )  στην Ελλάδα –  άρχισαν να βράζουν γάλα σκόνη στα σχολεία, για να πίνουν οι μαθητές το πρωί, λίγο πριν μπουν στην τάξη για το μάθημα. Αυτά τα παιδιά δεν προχώρησαν, θυμάμαι, πέρα από τη Δευτέρα ή Τρίτη τάξη του δημοτικού.

Άλλη τρανή απόδειξη αυτής της κατάστασης, στην αθηναϊκή γειτονιά όπου έμενα, ήταν το παλιό ισόγειο σπίτι, ακριβώς εκεί όπου η οδός  Παιωνίου (προέκταση της οδού Χέυδεν από την Αχαρνών μέχρι τη Δομοκού στον σταθμό Λαρίσης) διασταυρώνεται με την οδό Αλκαμένους. Ήταν, καθώς θυμάμαι, ένα  αρκετά μεγάλο οίκημα, με κεραμιδένια στέγη και πέντε ή έξι παράθυρα με τα παντζούρια πάντα κλειστά, για να χρησιμεύει ως στέγη σε όλα τα «λουστράκια» της  Αθήνας.  Έτσι έλεγε ο κόσμος τότε τα μικρά παιδιά που γυάλιζαν παπούτσια στις κεντρικές  πλατείες της πρωτεύουσας και που είχαν αφήσει τα χωριά τους γύρω από τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα, γιατί η οικογένειά τους αδυνατούσε να τα ζήσει. Ήταν παιδιά από δώδεκα ως δεκαπέντε χρονών, που είχαν έλθει, με ένα φυλαχτό απ’ τη μάνα τους, να ζήσουν μόνα τους γυαλίζοντας παπούτσια στην πρωτεύουσα. Κάποιος συμπατριώτης τους, που ήταν, φαίνεται, ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού, τα υποδεχόταν μόλις έφταναν απ’ το χωριό, τους παρείχε στέγη στο εν λόγω σπίτι και κάθε πρωί τα έστελνε,  με ένα κασελάκι που κρεμόταν με ένα λουρί από τον ώμο τους, να γυαλίσουν παπούτσια στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα και όπου αλλού μπορούσαν να βρουν πελάτες. Από τα χρήματα που κέρδιζαν, ένα ορισμένο ποσό πήγαινε  στο αφεντικό για τη στέγη και το βερνίκι των παπουτσιών, τα υπόλοιπα – αρκετά ή λίγα – ήταν για τη διατροφή τους. Όσο για τα ρούχα που φορούσαν, ήταν έργο της μάνας τους στον αργαλειό.

                                          *

Τις βροχερές μέρες, που δεν είχαν δουλειά, έπαιζα μαζί τους ποδόσφαιρο, όταν η βροχή σταματούσε. Παρά τη μοναξιά, την αγωνία τους να βγει το μεροκάματο και την ανασφάλεια που ένιωθαν, αν τύχαινε ν’ αρρωστήσουν, έτρεχαν και κυνηγούσαν το τόπι, ένα τόπι που είχαν φτιάξει από παλιές τρύπιες κάλτσες, φωνάζοντας και γελώντας ξετρελαμένα από το παιχνίδι. Ήταν η μόνη τους διασκέδαση, η μόνη στιγμή που τα ξεχνούσαν όλα και  ο  μόνος ήλιος στην άγουρη ακόμα ζωή τους. Μια μέρα πήρα την απόφαση και μπήκα μέσα σε αυτό το μεγάλο και μυστηριώδες για μένα σπίτι – με την κεραμιδένια, όπως είπα, στέγη και τα πέντε ή έξι παράθυρα, που έβλεπαν όλα στην Παιωνίου, και είχαν τα παντζούρια τους  πάντα κλειστά. Στο λίγο φως που έμπαινε από την πόρτα διέκρινα έναν τεράστιο σοφά, επάνω στον οποίο δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από δυο μπλε φλοκάτες για κάθε παιδί, τη μία για στρώμα και την άλλη για να σκεπάζεται. Αν και ήμουν μικρό παιδί τότε, βλέποντας αυτό το θέαμα, αισθάνθηκα μεγάλη ντροπή για τη δική μου καλοτυχία.  Συνειρμικά μου ήρθε τότε στη σκέψη το δικό μου κρεβάτι, με το απαλό μαξιλάρι και τα καθαρά σεντόνια, που με περίμενε στο σπίτι κάθε βράδυ και αμέσως ένιωσα την ανάγκη να φύγω   –  τόσο μεγάλη ήταν η ντροπή μου  κάνοντας αυτή τη σύγκριση, και τόσο άδικος και τυχάρπαστος ένιωθα απέναντί τους. Και όλα αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα, κατά την  περίοδο του Εμφυλίου πολέμου και λίγα χρόνια μετά, όταν  στην πολιτισμένη Ευρώπη είχε,  εδώ   και   δεκαετίες,   καταργηθεί,  με ειδικό νόμο, η π α ι δ ι κ ή  ε ρ γ α σ ί α  στα εργοστάσια, που απομάκρυνε το παιδί από το σχολείο, για να πλουτίζει ο εργοστασιάρχης πληρώνοντας, λόγω της ηλικίας του, μισό μεροκάματο.

————————–

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.