You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς:* Niels Hav, Οι γυναίκες της Κοπεγχάγης, μετάφραση-επίμετρο: Σωτήρης Σουλιώτης, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2025, σελ. 96, ISBN 978-618-5692-38-4.

Δημήτρης Μπαλτάς:* Niels Hav, Οι γυναίκες της Κοπεγχάγης, μετάφραση-επίμετρο: Σωτήρης Σουλιώτης, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2025, σελ. 96, ISBN 978-618-5692-38-4.

Η διαλεκτική των παρήγορων σκέψεων, των “δύσκολων” λέξεων

και των ανυπόφορων αντιθέσεων

 

Τον Απρίλιο του 2025 κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν μια επιλογή ποιημάτων από το μέχρι τώρα ποιητικό έργο του Δανού ποιητή και συγγραφέα Νιλς Χάου (Niels Hav, γεν. 1949) σε μετάφραση από το πρωτότυπο του Σωτήρη Σουλιώτη, δίνοντας την ευκαιρία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό να προσεγγίσει σε μια δίγλωσση (ελληνικά-δανικά) καλαίσθητη έκδοση τον ποιητικό κόσμο ενός από τους πιο γνωστούς και επιδραστικούς σύγχρονους ποιητές της Δανίας. Η έκδοση παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης στις 10 Μαΐου 2025  στην εκδήλωση «Όψεις της σκανδιναβικής ποίησης».

 

Στον ποιητικό λόγο του Νιλς η ποιητική φωνή διαστέλλεται στην προσπάθειά της να βρει τις σωστές λέξεις, προκειμένου να μιλήσει διαρρηγνύοντας το συμβατικό και φέρνοντας κάτι νέο ή τουλάχιστον μη αναμενόμενο, καθώς το γλωσσικό εργαλείο παραμένει το ίδιο για όλους και εναπόκειται στη δημιουργική δεξιότητα του καθενός, ώστε να ανανεωθεί και να αποκτήσει ένα πρόσημο άξιο μοιράσματος και διάχυσης στο ευρύ κοινό. Η ποιητική πρόθεση συνταιριάζει με τη βαθύτερη προσωπική επιθυμία του ποιητή να αφήσει το χνάρι του μέσω των λέξεων «που γεννοβολάνε με την πραγματικότητα παντού.» (βλ. «Κάτι έγινε», σ. 54-55). Άλλωστε, ο κάθε άνθρωπος επιδιώκει να αφήσει το χνάρι του ψάχνοντας τρόπους πρόσφορους για αυτόν τον σκοπό, ενώ, συνάμα, παλεύει να βολέψει τις έγνοιες, τους πόθους και τις ήττες του (βλ. «Η αποστολή», σ. 62-65).

 

Ο ποιητής εκκινώντας συνήθως από μια περιπτωσιολογική συνθήκη επιχειρεί να οριοθετήσει το χωροχρονικό πλαίσιο, όπου εγγράφονται οι άνθρωποι τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά. Γυρεύει δύο τίμια καρφιά, έναν χρονικό θύλακα, για να δει από κοντά ποια σταθερά απομένει στον αέναα κινούμενο και μεταβαλλόμενο κόσμο, ποιο άραγε είναι το σημείο αναφοράς, ώστε να προσδιορίσει ο ίδιος αλλά και ο καθένας από εμάς τη θέση του (βλ. «Το ξεπαρταλιασμένο μέσα», σ. 42-45). Στην ποίησή του το μεταφυσικό συμπλέκεται με το πραγματικό και η τρυφερότητα διαδέχεται τη σκληρότητα. Η γλώσσα του είναι άμεση και λιτή αποφεύγοντας εσκεμμένα τους νοηματικούς λαβυρίνθους, ακόμα κι όταν τίθεται επί χάρτου ένας ρεαλιστικός προβληματισμός με τον μανδύα του αλληγορικού, επιχειρώντας να προσεγγίσει ερμηνευτικά ακόμα και τις πιο απλές και συνηθισμένες ολοφράσεις ή χειρονομίες.

Η ανθρωπογεωγραφία του Νιλς Χάου επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους γύρω του, καθώς και τη ζύμωση των ανθρωπίνων σχέσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια και αφόρητη μοναξιά. Έτσι, ο ποιητής συλλογίζεται τη ζωή εντός και εκτός των τειχών του εαυτού με τη σκληρότητα να μοιάζει προτιμητέα και την ατομικότητα να κερδίζει σε έδαφος τη συλλογικότητα.

 

Η ποίηση του Νιλς Χάου κουβεντιάζει με τον αναγνώστη δημιουργώντας εκφραστικά τις προϋποθέσεις για έναν άμεσο και ανοιχτό διάλογο μαζί του, όπου εν πολλοίς παρεισφρέουν ο κοινωνικός σχολιασμός και η άποψη του ποιητή για την τέχνη του.  Στο ποίημα «Να πιάνεις σαύρες στο σκοτάδι» (σ. 28-29) διαβάζουμε: Ενώ γίνονται οι σκοτωμοί εμείς/ κάναμε ανίδεοι περίπατο στις Λίμνες. […] Ο καθένας ασχολείται μόνο με τα δικά του,/ κλεισμένος σ’ ένα σκληρό τσόφλι άγνοιας,/ που προστατεύει τις προκαταλήψεις μας.// Οι ολιστές πιστεύουν ότι μια πεταλούδα στα Ιμαλάια/ με ένα χτύπημα των φτερών και μόνο/ μπορεί να επηρεάσει το κλίμα/ στην Ανταρκτική. Ίσως να είναι αλήθεια./ Όμως εκεί που μουγκρίζουν οι ερπύστριες των τανκς/ και τα δέντρα στάζουν σάρκα και αίμα/ αυτό δεν παρηγορεί κανέναν. […]

 

Ο Νιλς Χάου γράφει για τον άνθρωπο, για τα πάθη του, για τη ζωή του, προκρίνοντας μια συγκεκριμένη στάση αντιμετώπισης των πραγμάτων και του έξω κόσμου. Γράφει για τον έρωτα και το όνειρο (βλ. «Ύπνος», σ. 58-59), εντοπίζοντας στην ιδιόλεκτο της παιδικότητας τις “δύσκολες” λέξεις, τις λέξεις εκείνες που προκαλούσαν και προκαλούν κάποια συναισθηματική αμηχανία σ’ αυτούς που πεισματικά και φύσει παραμένουν ευαίσθητοι απέναντι στην ολοένα αυξανόμενη τραχύτητα της εποχής.

 

ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ

 

Στη διάλεκτο που μιλούσα όταν ήμουν παιδί

δεν γινόταν να πεις «αγάπη μου»,

«σ’ αγαπώ» ή «όμορφη».

Αυτά τα θεωρούσαμε εκδηλώσεις υστερίας.

Πέρα απ’ αυτό, τέτοιες λέξεις παραήταν σπουδαγμένες για μας,

δεν ταίριαζαν με τα ρούχα της δουλειάς

που φορούσαμε. Και πολύ, μα πολύ αργότερα έμαθα

ότι η ομορφιά είναι κάτι πραγματικό

και ότι τα αισθήματα μπορείς να τα περιγράψεις με λέξεις.

Όμως το να βλέπεις τον εαυτό σου σαν θύμα

δεν είναι παρά αυταπάτη. Κάποιες λέξεις

συνεχίζουν να προξενούν δυσκολίες.

 

Και μπορεί η ευαισθησία και η κατανόηση να χαρακτηρίζει την ποιητική φωνή, δεν παύει όμως η ίδια να νιώθει τρομερά αμήχανη και αποπνικτικά εγκλωβισμένη απέναντι στις ανυπόφορες αντιθέσεις – αδικίες του έξω κόσμου. Ο Νιλς Χάου μοιάζει με το σαρκαστικό και ειρωνικό ποίημα που ακολουθεί να προετοιμάζει το έδαφος για το δικό του κοινωνικό μανιφέστο που θα το συναντήσουμε λίγες σελίδες παραπέρα στην ανά χείρας έκδοση.

 

ΒΙΖΑ

 

Ελπίζω σε μια εξήγηση

απ’ το Θεό και τους νομικούς του:

Τι τρέχει;

Σχέδιο υπάρχει;

 

Όταν οι πλούσιοι κλέβουν τους φτωχούς

το λένε πολιτική και εμπόριο.

Όταν οι φτωχοί επαναστατούν

το λένε τρομοκρατία και βία.

 

Άνθρωποι σαν κι εμάς απ’ την Ευρώπη, την Κίνα και τις ΗΠΑ

πάνε αεροπορικώς στην Αφρική

με μια ποτάρα στο χέρι.

Οι Αφρικανοί περνάν τη Μεσόγειο

με κίνδυνο της ζωής τους σε μια παλιομαούνα.

 

Αυτούς που μας εξυπηρετούν στο αεροδρόμιο

τους λέμε προσωπικό και υπαλλήλους.

Αυτούς που μπάζουν και τους φτωχούς στο πάρτι

τους λέμε διακινητές.

 

Η βασική στρατηγική αποτελεί μυστήριο,

ελπίζω σε μια εξήγηση,

τη μέρα που θα στεκόμαστε στην ουρά για βίζα

μπροστά στο Θεό και τους νομικούς του.

 

Με ευθείες αναφορές λοιπόν, ο Νιλς Χάου μας προετοιμάζει για το, κατά τη γνώμη μας πλέον καίριο για την κοινωνική και πολιτική του ταυτότητα, ποίημα της έκδοσης με τίτλο «Με ποιον είμαι;» (σ. 46-51), όπου το ποιητικό εγώ συντάσσεται και συμπαρατάσσεται με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, τους ηττημένους και τους περιθωριακούς, τους ταπεινούς και τους ευάλωτους, τους ευαίσθητους και τους ανυπόκριτα αληθινούς, τους «ανθρώπους με νεύρο» και «όσους κλαίνε στον ύπνο τους τη νύχτα από έλλειψη βιταμινών, που μόνο στην αγάπη βρίσκονται», με τους ανθρώπους που αγωνίζονται και χαμογελούν. Και καταλήγει: «Αυτόν που τον παίρνει εφτά χρόνια να χτίσει ένα κιόσκι και στο τέλος το κάνει κομμάτια μες στα νεύρα του. Μ’ αυτόν είμαι.»

 

Ο Νιλς Χάου μιλά για την ποίηση και καταθέτει τη δική του οπτική για τη σύσταση, την υπόσταση και τη λειτουργικότητα του ποιήματος σε δυο όμορα θεματικά και ταξινομικά (στην ανά χείρας έκδοση) ποιήματα με τίτλους «Το ποίημα» (σ. 66-69) και «Το υπέροχο στυλό μου» (σ. 70-73). Επιλέγουμε να φωτίσουμε το δεύτερο ποίημα, όπου ο φορέας της γραφής, το στυλό, εννοηματώνεται μέσω της δικής του διαδρομής μέχρι να φτάσει στο χέρι του ποιητή και μέσω αυτής της διαδρομής αποτυπώνεται η οπτική του ποιητή για την τέχνη του και τη δική της πορεία, την τόσο τρυφερή, αλλά και αναπότρεπτα σκληρή.

 

ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΣΤΥΛΟ ΜΟΥ

 

Να γράφω προτιμώ

μ’ ένα φαγωμένο στυλό που βρήκα στο δρόμο,

ή στυλό από διαφήμιση, αν γίνεται απ’ τον ηλεκτρολόγο,

το βενζινάδικο ή την τράπεζα.

Όχι μόνο επειδή είναι φτηνά,

αλλά γιατί φαντάζομαι ότι τέτοια σύνεργα γραψίματος

θα συγχωνεύουν τη γραφή μου με τη βιομηχανία,

τον ιδρώτα των ειδικευμένων εργατών, τα γραφεία διευθυντών

και όλο το μυστήριο της ύπαρξης.

 

Κάποτε έγραφα προσεγμένα ποιήματα με πένα

– απόλυτο λυρισμό για το απόλυτο τίποτα –

Όμως σήμερα θέλω το χαρτί να έχει σκατά,

δάκρυα και μύξα.

 

Η ποίηση δεν είναι για βουτυρόπαιδα!

Το ποίημα πρέπει να είναι τίμιο όπως ο δείκτης των μετοχών

– κάτι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη ξεγυρισμένη μπλόφα.

Γιατί να ʼμαστε τόσο μη μου άπτου, δηλαδή;

Δε χρειάζεται.

 

Γι’ αυτό παρακολουθώ τους τόκους στα ομόλογα

και τα σοβαρά χαρτιά. Το χρηματιστήριο

ανήκει κι αυτό στην πραγματικότητα – όπως και τα ποιήματα

και γι’ αυτό αγαπώ τόσο πολύ αυτό το στυλό

απ’ την τράπεζα, που βρήκα μια κατάμαυρη νύχτα

μπροστά σ’ ένα κλειστό ψιλικατζίδικο. Μυρίζει αχνά

κάτουρα σκύλου και γράφει υπέροχα.

 

Η συζήτηση για την ποίηση εύλογα επεκτείνεται και στη συζήτηση για τους ποιητές. Ο Νιλς Χάου στο εκτενές ποίημα «Προς υπεράσπιση των ποιητών» (σ. 78-83) αποδίδει διάφορους χαρακτηρισμούς και ιδιότητες στους ποιητές, πίσω από τους οποίους κρύβεται η τόλμη και ο μόχθος που εκείνοι καταβάλλουν γράφοντας. Έτσι, οι ποιητές χαρακτηρίζονται μεταξύ άλλων ως: «σπαραξικάρδιοι», «κουφοί και τυφλοί», «θεότρελα παιδιά – δυστυχισμένα», «μολυσμένοι με λυρισμό σαν κρυφολεπροί», «φυλακισμένοι στην ίδια τους τη φαντασία», «φουκαράδες», «χλομοί σαν πεθαμένοι και παραμορφωμένοι απ’ την πολλή σκέψη», που χρήζουν βοήθειας, συμπόνιας και κατανόησης. Η ποίηση από την άλλη, προσωποποιημένη, αποκαλείται ως: «φριχτή πανούκλα», «τύραννος», «απαίσιο μαρτύριο», «βάσανο» και τα ποιήματα «είναι υστερικά σαν έγκυες διδυμομάνες,/ τρίζουν τα δόντια τους στον ύπνο, τρώνε χώμα/ και χορτάρι. Στέκουνε ώρες έξω στον αέρα/ βασανισμένα από ασύλληπτες μεταφορές./ Κάθε μέρα γι’ αυτά είναι γιορτή.»

 

Η ποίηση του Νιλς Χάου ξεκλειδώνει την πόρτα που οδηγεί στην πνευματική ωριμότητα του ανθρώπου‧ του ανθρώπου που μαθαίνει συν τω χρόνω να ερμηνεύει τα γνώριμα, απλά και καθημερινά‧ να ξεδιαλύνει την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση‧ να βρίσκει την αλήθεια, ακόμα κι αν είναι πολύ αργά πλέον. Στην τελική όλα είναι μια απόπειρα να κατανοήσει κανείς τη ζωή. Και ο ίδιος ο Νιλς Χάου με αυτοσαρκασμό, ίσως και λίγη κυνικότητα, κατ’ αυτόν τον τρόπο και απόλυτα συνειδητά συνδιαλέγεται με τη γραφή και τη λογοτεχνία.

 

ΛΕΞΕΙΣ ΣΕ ΧΑΡΤΙ

 

Το να γράφεις είναι τελείως άσκοπη

δραστηριότητα, αλήθεια λέω.

Οι λέξεις στο χαρτί δεν μετράνε

πουθενά στο σύμπαν –

το βιβλίο είναι βιβλίο και τίποτα άλλο.

Το βάζουνε σ’ ένα ράφι,

ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα βιβλία

μέχρι να μουχλιάσει ή να σαπίσει

και να πεταχτεί και να καεί

μαζί με ένα σωρό άλλα σκουπίδια.

 

Το να γράφεις βιβλία δεν είναι παρά ένας

απ’ τους πολλούς τρόπους να πάρεις πρέφα τη ζωή σου.

Εμείς που γρατζουνάμε στο χαρτί, παίζουμε όλοι μας

σε τουρνουά αναπήρων.

Κάποιοι περνιούνται για

σπουδαίοι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Χρειάζεται νηφαλιότητα.

Αυτός που οδηγεί βυτιοφόρο και καθαρίζει

τους υπονόμους της πόλης είναι πολύ πιο χρήσιμος

από τους περισσότερους από εμάς.

Δώστε του το βραβείο της ακαδημίας!

 

Η ποίηση του Νιλς Χάου, με τον υπαρξιακό στοχασμό και τη ρεαλιστική της χροιά, μάλλον δεν παρηγορεί, δε χαϊδεύει αυτιά, αλλά παραμένει αισιόδοξα φωτεινή λειαίνοντας τις κακοτράχαλες ατραπούς της καθημερινότητας και του ανυπέρβλητου χρόνου, και μιλώντας σθεναρά για την ανάγκη απάλειψης των αντιθέσεων που γεννούν την αδικία και πληγώνουν ανεπανόρθωτα την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό.

 

 

 

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.