You are currently viewing Κώστας Ποντικόπουλος: Η ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ.

Κώστας Ποντικόπουλος: Η ΛΟΚΟΜΟΤΙΒΑ.

Έπιανε στασίδι κάθε μέρα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σ’ ένα τραπέζι στην παλιά οστερία της Κόκκινης στο Πρατέλλο, στην Μπολόνια. Το γέρο-Φραντσέσκο, κοντά ογδόντα με άνοια γερή, τον έφερνε κάθε μέρα ένας γείτονας και τον απόθετε πάντα στο ίδιο τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού και η Κόκκινη, έτσι ήτανε το παρατσούκλι της κι έτσι την ξέραμε, η ταβερνιάρισσα, είχε το μάτι της σ’ αυτόν μη τύχει και σηκωθεί και βγει από την πόρτα.

Πηγαίναμε συχνά εκεί, φτηνό πολύ ήτανε το φαγητό, εμείς, φοιτηταριό της εποχής και της ταραχής, άλλος εννιά  χρόνια στη Μπολόνια, άλλος εφτά, οχτώ, άλλος με διαβατήριο, άλλος χωρίς, άλλος με συνάλλαγμα, άλλος χωρίς να δουλεύει φορτοεκφορτωτής στη λαχαναγορά, χούντα ήτανε στην Ελλάδα, σχεδόν όλοι ακόμα στο πρώτο, δεύτερο έτος στο πανεπιστήμιο, με τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι, στην επανάσταση που ξημέρωνε κάθε πρωί, στο ΜΙΡ, στους Φενταγίν, στους Τουπαμάρος, στους Βιετκόνγκ, στο Πολισάριο.

Λέγαμε τα δικά μας, αναλύσεις επί αναλύσεων, πιο πολύ μαλώναμε, κάναμε χάζι τον παππού στο βάθος. Μια μέρα μας λέει η Κόκκινη, λίγο πειραγμένη που παρότι μιλούσαμε ελληνικά, κατάλαβε ότι τον κοροϊδεύαμε:

«Ξέρετε ρε ποιος είναι αυτός; Αυτός ήτανε από τα μεγαλύτερα παλικάρια της Μπολόνια, από τους αρχηγούς των αναρχικών, αυτός έχει κάνει σε μια μέρα πιο πολλούς αγώνες απ’ όσους έχετε κάνει εσείς όλοι μαζί, σ’ όλη τη ζωή σας. Αυτός είχε καταδικαστεί σε 57 χρόνια κάθειρξη από το Μουσολίνι κι ήταν 57 χρονών όταν τον αφήσανε το ‘48».

Σαστίσαμε. Αυτό το γεροντάκι το σχεδόν ακίνητο, που για μας ήταν απλά ένα ντεκόρ του μαγαζιού, που μίλαγε ελάχιστα κι ακατάληπτα, ίσως κάποιος συγγενής της Κόκκινης νομίζαμε, αυτό το γεροντάκι ήταν κάποτε ένας πραγματικός επαναστάτης. Η Κόκκινη δεν αστειευόταν ποτέ. Αμέσως μας γεννήθηκε ένας βαθύς σεβασμός κι ίσως μια συμπόνια.

Μια μέρα που ήμασταν άκεφοι και δεν πολυμιλούσαμε, δεν ήταν και κανένας άλλος θαμώνας στην οστερία, γύρισε πρώτη φορά και μας κοίταξε. Δηλαδή, όχι ακριβώς μας κοίταξε, τα μάτια του στράφηκαν προς εμάς αλλά κοίταζαν κάπου αλλού, κάπου μεταξύ πουθενά και παντού. Άρχισε να μιλάει, αργά αλλά καθαρά.

«Ριγκόζι τον λένε. Πιέτρο Ριγκόζι. Είναι εικοσιοκτώ χρονών, καρβουνιάρης μηχανοδηγός. 57 χρόνια μούριξε ο Μουσολίνι, 57 χρονών ήμουνα το ’48 που βγήκα από τη φυλακή. Έχει δυο παιδάκια. Δουλεύει όλη μέρα σαν το σκυλί, παλεύει να τ’ αναστήσει, ψίχουλα  τους πληρώνουν οι σιδηρόδρομοι του κράτους. Βλέπει γύρω του τους ανθρώπους του σκυμμένους, απελπισμένους, να μην έχουν στον ήλιο μοίρα. Φτώχια και πολέντα κάθε μέρα, κι αν υπάρχει κι αυτή στο πιάτο. Ξυπόλυτα παιδιά στα γκαλντερίμια, ν’ αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν για το τίποτα, από μια γρατζουνιά στο γόνατο, από ένα τσίμπημα. Στα νοσοκομεία να τους πετάνε σαν σκουπίδια. Και στα τρένα, αχ στα τρένα… Οι πλούσιοι κι οι κύριοι κι οι κυρίες, καλοντυμένοι αλαζόνες, άνιωθοι, κυνικοί, ψηλομύτες με ρούχα καθαρά και σιδερωμένα σε βαγόνια με όλη την πολυτέλεια, με βελούδινα καθίσματα, με χρυσοποίκιλτα πόμολα, με πεντακάθαρα τζάμια, με σερβιτόρους που τους κάνουν τεμενάδες. 57 χρόνια μούριξε ο Μουσολίνι, 57 χρονών ήμουνα το ’48 που βγήκα από τη φυλακή. Κι οι δικοί του άνθρωποι, οι σκυφτοί, στ’ άλλα βαγόνια που μοιάζουνε με σταύλους, μέσα στη βρώμα, πεταμένοι σαν τα ζώα. Βασανίζεται η ψυχή του.

Κι απλώνει έτσι το χέρι κι αρπάζει τη δάδα μιας ιδέας που κυκλοφορεί πάνω απ’ τους ανθρώπους μ’ έναν άνεμο υπόγειο. Τη λένε αναρχία. Και θέλει να γκρεμίσει όλον τον παλιό, σάπιο, άδικο κόσμο και να χτίσει έναν καινούριο, ολοκαίνουργο, δίκαιο για όλους.

Τα βλέπει όλα αυτά, τα νιώθει στο πετσί του και μια μέρα του στρίβει το μυαλό. Ξέρει τα δρομολόγια, ξέρει πως από το σταθμό της Μπολόνια θα ξεκινήσει ένα τρένο με μακρινό προορισμό, ένα τρένο από αυτά τα πολυτελείας με τα βελούδινα καθίσματα που καταπίνουν τα χιλιόμετρα και πηγαίνουν βόρεια και είναι γεμάτα αφέντες και κυρίους και κυρίες, αστραφτερούς μ’ εκείνα τα ψεύτικα αυτάρεσκα χαμόγελα, μονόκλ και χρυσή αλυσίδα του ρολογιού από την τσέπη του γιλέκου. Δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά, ο εαυτός του πετάει πάνω από το κεφάλι του. Τρέχει στο σταθμό του Πότζο Ρενάτικο λίγο πιο πάνω, ξεκλειδώνει τη λοκομοτίβα ενός τρένου και τη βάζει μπροστά.

Φουλάρει κάρβουνο το καζάνι και ξεκινάει με όλη τη ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει η μηχανή, πενήντα ολόκληρα χιλιόμετρα την ώρα, πιο πάνω δεν πάει. Στόχος ένας. Να πάει να πέσει τιμωρός πάνω στο τρένο με τους κυρίους και τις κυρίες και τους αφέντες στο σταθμό της Μπολόνια, να πάρει εκδίκηση για όλους τους σκυμμένους αυτής της γης. Για όλους τους παραπεταμένους, τους απελπισμένους, τους δύστυχους. 57 χρόνια μούριξε ο Μουσολίνι, 57 χρονών ήμουνα το ’48 που βγήκα από τη φυλακή. Ουρλιάζει η λοκομοτίβα πάνω στις ράγες, ξερνάει καπνούς απ’ το φουγάρο, μοιάζει με θηρίο ζωντανό που εκτοξεύεται για να αποδώσει δικαιοσύνη, ουρλιάζει κι αυτός «εσύ είσαι η βόμβα μου, η βόμβα μου είσαι συ!».

 

Ανασκουμπωθήκαμε. Με κάτι έμοιαζε η ιστορία του. Είχαμε μείνει όλοι ακίνητοι και σιωπηλοί, όσο μιλούσε δεν ακουγόταν ούτε η ανάσα μας. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Την είχαμε ακούσει αυτή την ιστορία. Ήταν οι στίχοι ενός τραγουδιού του Φραντσέσκο Γκουτσίνι, της «Λοκομοτίβα» που είχε βγει πρόσφατα, αλλά κανείς μας δεν ήξερε πως μπορεί να ήταν μια πραγματική ιστορία. Νομίζαμε πως ήταν η πένα του Γκουτσίνι που την είχε χτίσει. Ίσως κάπου ο γέρο-Φραντσέσκο να άκουσε το τραγούδι και να ανέσυρε μέσα από τα σκοτάδια της θαμπής του μνήμης γεγονότα από τα νιάτα του και λεπτομέρειες που ποτέ δεν είχαν ακουστεί. Τον κοιτούσαμε προσηλωμένοι σχεδόν ευλαβικά ενώ το δικό του βλέμμα συνέχιζε να ταξιδεύει σε έναν άλλο χρόνο, σε ένα άλλο σύμπαν.

 

«Παίρνουν φωτιά αμέσως οι τηλέγραφοι. Φτάνει σήμα στο σταθμό της Μπολόνια. «Ένας τρελός τρέχει προς το τρένο. Ενεργείστε επειγόντως!». Πανικός! Συναγερμός! Στη στιγμή ο σταθμάρχης δίνει διαταγή να γυρίσουν τη γραμμή, τρέχουν, τραβάνε ένα κλειδί, γυρνάνε τη γραμμή που έρχεται δαιμονισμένη η λοκομοτίβα σε μια άλλη, διπλανή, σε αχρηστία. Είναι αφημένα κάτι παλιά ξύλινα εμπορικά βαγόνια εκεί. Πηγαίνει με όλη τη φόρα η λοκομοτίβα κι πέφτει πάνω τους. Τον βρίσκουνε που ακόμα ανασαίνει. Έζησε μ’ ένα πόδι λιγότερο. Είναι 20 Ιουλίου του 1893. Πιέτρο Γκορίζι. Κανείς δε μίλησε γι’ αυτόν.  Όλοι τον ξέχασαν. Όταν οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν, ξεχνάνε. Εμένα μου τα λέει ο θείος Πάολο, σιδηροδρομικός αναρχικός, και τον βλέπω μπροστά μου. 57 χρόνια μούριξε ο Μουσολίνι, 57 χρονών ήμουνα το ’48 που βγήκα από τη φυλακή».

 

Σταμάτησε να μιλάει. Το βλέμμα του έμεινε ίδιο, γεμάτο από άδειο. Κι εμείς δε μιλάγαμε. Μετά από κάμποση σιωπή, ένας από εμάς έκανε νόημα στη Κόκκινη να μας φέρει το λογαριασμό. Συνεχίζαμε να πηγαίνουμε στη Κόκκινη, δεν πέρασε πολύς καιρός που ο γείτονας σταμάτησε να τον φέρνει το πρωί. Δεν ξανακάθισε ποτέ στη καρέκλα του στο βάθος. Με τον χρόνο που όλα τα καταβροχθίζει, μας έμεινε λίγο σαν μυστικός κωδικός της παρέας. Γελάγαμε, πειραζόμασταν και λέγαμε «57 χρόνια μούριξε ο Μουσολίνι, 57 χρονών ήμουνα το ’48 που βγήκα από τη φυλακή».

 

Πέρασαν από τότε άπειρα χρόνια. Αλλά όλο κάτι συμβαίνει και μου γυρνάει στο μυαλό ο γέρο-Φραντσέσκο. Κι ο Πιέτρο Γκορίζι. Και το 57.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.