You are currently viewing Τίνα Κουτσουμπού: Έμπνευση δανεική

Τίνα Κουτσουμπού: Έμπνευση δανεική

ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΔΑΝΕΙΚΗ

Με την πρώτη ματιά  της με κέρδισε. Αγέρωχη κι αποφασιστική κάθισε αναπαυτικά απέναντί μου και μου έσφιξε το χέρι−χάρηκε πολύ που με γνωρίζει επιτέλους− είπε. Μετά από αλληλογραφία στο ιντερνέτ, συναντιόμαστε πρώτη φορά στο καφέ της παρουσίασης του νέου της βιβλίου. Το βλέμμα της αέρινο με  καλούσε να ξεδιπλώσω τα μυστικά της ψυχής της που κρύβονταν ανάμεσα στα δεκάδες βιβλία της. «Αγαπώ την ιστορία και γράφω με νοσταλγική διάθεση για τις περασμένες ζωές της Αθήνας», διευκρίνισε καθώς μου αφιέρωνε ένα αντίτυπο από το νέο της μυθιστόρημα. Τα λόγια της έδειχναν σιγουριά και σοφία, αυτήν που αποκτάς όταν κατακτάς την αυτογνωσία. Της εξομολογήθηκα πως γράφω κι εγώ, πως η γραφή της με επηρεάζει, πως ζηλεύω την ικανότητά της να προκαλεί ανατροπές, να διαβάζει τις ψυχές των ηρώων της και να με μαγεύει. Όσο μιλούσα το απολάμβανε. Έπειτα, σαν τέλειωσα την απαρίθμηση των  συγγραφικών της προσόντων, είπε σοβαρά.

-Ξέρεις, όταν γράφω οι σκέψεις μου λυτρώνονται στο χαρτί. Ανασαίνουν  ενώ γίνονται λέξεις με μηνύματα αισιοδοξίας κι ελπίδας. Απελευθερώνονται καθώς περιγράφουν τη μαγεία του κόσμου, την ιερότητα της ζωής. Όσο την άκουγα ένιωθα τις σκέψεις της τόσο οικείες, σχεδόν δικές μου.

Έτσι βίωνα κι εγώ τις ιστορίες των αγαπημένων μου βιβλίων. Μετανάστευαν από το χαρτί για να κατοικήσουν στο μυαλό μου κι ήταν ακόμη ζεστές και γεμάτες παραστατικότητα κεντρίζοντας τη φαντασία μου. Στο τέλος της ημέρας με άφηναν με μια διάθεση παράξενη, νοσταλγική, κι είχα ως αναγνώστης επιλέξει ήδη ποιες θα έκανα δικές μου, αγαπημένες μου.

Ξεκινήσαμε τις ερωτήσεις. Είχαμε ένα περιορισμένο χρονικό πλαίσιο, όμως της έδωσα το ελεύθερο να χειριστεί όπως ήθελε τις απορίες μου. Να απαντήσει ή να πάει παρακάτω τη συνέντευξη. Η εκπομπή ήταν όλη δική της, είχαμε συμφωνήσει. Απαντούσε με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, χωρίς προσποίηση. Δεν την ενδιέφερε να προσφέρει κάτι εύπεπτο, να αρέσει στους πολλούς. Προσπαθούσα να μη χάνω τις ατάκες της, είχα τον λόγο μου γι’ αυτό.

-Γράφω γιατί έτσι απαλύνω την μοναξιά μου, είπε και τα μάτια της υγράνθηκαν. Συγκινήθηκε, σκέφτηκα, κι όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε στο κοινό για το έργο  της. Μου εξομολογήθηκε πως κάθε φορά, είναι σαν να είναι η πρώτη. Πως διαφέρουν μόνο οι περιστάσεις, η χροιά της φωνής του  συνομιλητή, η διάθεσή του, η αύρα της παρουσίας του στον χώρο. Πως έτσι ακόμη κι οι ίδιες απαντήσεις ακούγονται αλλιώτικες. Της είπα πως το θεωρούσα πολύ σωστό. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να την κρίνω γιατί ήταν πάντα ο εαυτός της. Οι αναρτήσεις της στα διάφορα λογοτεχνικά  Blogs είχαν πολλά likes κάθε φορά. Είχε το κοινό της.

Συνεχίσαμε έτσι για κάμποσο. Μοναδικός περισπασμός από την κουβέντα μας οι αναγκαίες φωτογραφίες που τράβηξα στο στούντιο με φόντο τα βιβλία της.

Όταν οι ερωτήσεις της συνέντευξης σώθηκαν, έκλεισα στο κλείστρο της μηχανής την τελευταία στιγμή μαζί της, σφίξαμε τα χέρια και χαιρετηθήκαμε εγκάρδια σαν να επρόκειτο να βρεθούμε ξανά την επομένη μέρα.

Ήρθε πάλι στη σκέψη μου καθώς είδα την ανάρτησή της στο facebook. Μήνες είχε να καταχωρήσει κάτι νέο, τρία χρόνια να εκδώσει νέο βιβλίο. Με λίγα λόγια είχε χαθεί από την επικαιρότητα, κι εμείς οι φίλοι της αναμέναμε πως κάτι κυοφορούσε η πολύμηνη σιωπή της. Διάβασα με περιέργεια. Ήταν ένα ποίημα, τρείς στροφές, λυπητερό, έμοιαζε με αποχαιρετιστήριο. Την κάλεσα ανήσυχη.

-Δεν έχω έμπνευση, μου εκμυστηρεύτηκε. Νιώθω να στέρεψαν οι πηγές της φαντασίας μου, τα ερεθίσματα της καθημερινότητας με πονούν. Δεν θα γεννούσα παρά απαισιόδοξα βιβλία. Η πραγματικότητα δεν με χωρά.

Την άκουγα απ’ την άλλη γραμμή βουβή. Οι φράσεις της με πλήγωναν, ήξερα πως κατά βάθος είχε δίκιο, όμως η ζωή είναι ελπίδα. Κι εκείνη είχε να προσφέρει πολλά με τη συγγραφή. Τής χρωστούσε πολλά ακόμη δώρα.

-Η απελπισία γεννά την ελπίδα, της είπα, μην το ξεχνάς. Δεν είσαι πια μόνη όταν γράφεις, έχεις εμάς που ενώνει η γραφή σου. Ζεις τις ζωές όλων μας, τα γραπτά σου μας ανήκουν. Άλλωστε το καλύτερο σενάριο είναι η ίδια η ζωή, απάντησα με θέρμη.

Η ανάσα της μου φάνηκε να τρέμει μέσα από το ακουστικό. Μάλλον χαμογελούσε. Ήξερα πως την είχα πείσει. Ένα νέο βιβλίο ήταν ήδη στα σκαριά, οι λέξεις σε λίγο θα πλημμύριζαν το χαρτί, το διαισθανόμουν. Είχε βρει την κινητήριο δύναμη που την ωθούσε σε δημιουργία μόνο από μια παρότρυνση. Για μια καταξιωμένη πεζογράφο ήταν αρκετό. Την φαντάστηκα σκυμμένη στον υπολογιστή της με τον κέρσορα να χορεύει τρελά κάτω από τα κουρασμένα μάτια της, τις φλέβες του λαιμού της σε διέγερση, τις συνδέσεις του μυαλού της να σπινθηροβολούν παράγοντας τις φράσεις του κειμένου, τα δάκτυλά της να προσγειώνονται επίμονα στα πλήκτρα. Ζήλεψα τη στιγμή αυτή, τις μελλοντικές συγγραφικές στιγμές της, φαντάστηκα τα εξώφυλλα των βιβλίων της, τις επιτυχημένες παρουσιάσεις, τα φωτογραφικά ενστατανέ με τους θαυμαστές της.

Απορροφημένη συνέχισα να γράφω. Έπρεπε να δώσω ένα τέλος στην ιστορία μου. Είχε ξεκινήσει από ένα like σε μια σελίδα κι ίσως έτσι έπρεπε και να τελειώσει.

Πρόσθεσα κι εγώ το δικό μου σχόλιο κάτω από το ολιγόστροφο ποίημα της ηλεκτρονικής φίλης. «Πολύ όμορφο κι αληθινό το ποίημά σου» και συνέχισα ξεφυλλίζοντας στο μαγικό βιβλίο του facebook καταχωρήσεις άγνωστων ή γνωστών φίλων. Αφοσιώθηκα ώρα πολλή αναζητώντας νέα ερεθίσματα από τις βιωμένες στιγμές άλλων. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεκολλήσω από την άσπρη σελίδα και να πάω παρακάτω την αφήγησή μου. Τρεις ακόμη φράσεις για το τέλος και ένα επιπλέον διήγημα της συλλογής μου είχε ολοκληρωθεί.

Στη οθόνη άστραψε η λέξη «αποσύνδεση». Πάτησα κλικ κι έκλεισα τον υπολογιστή. Όχι, δεν είχα τύψεις για τις πηγές που αυθόρμητα χρησιμοποίησα με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Ήξερα πόσο ακριβοθώρητη μπορεί να είναι κάποτε Εκείνη η πονηρή Θεά που όλοι διεκδικούμε. Άλλωστε, η έμπνευση είναι πάντα δανεική.

 

 

ΤΙΝΑ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.