Η συγκυρία κάποιες φορές το επιτάσσει. Δύο βιβλία που διαβάζονται σχεδόν παράλληλα αναλαμβάνουν δράση το ένα υπέρ του άλλου και συνυπογράφουν για τη δημιουργία ενός κειμένου, τρίτου κατά σειρά, το οποίο καλείται να τα συμπεριλάβει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικό μου, το τρίτο κείμενο, φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως μία μικρή βιβλιοπαρουσίαση, στην προοπτική της πρότασης μιας σειριακής ανάγνωσης 21 φιλολογικών «επεισοδίων» και με απώτατο σκοπό να φωτιστεί η πράξη από τη θεωρία και τανάπαλιν.
Το βιβλίο που προηγήθηκε, με ελάχιστη χρονική διαφορά, είναι το περίφημο δοκίμιο « Η γένεση της ερμηνευτικής» του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου Wilhelm Dilthey [Ντίλταϋ], στο οποίο, συν τοις άλλοις, από τη μια αναδεικνύεται ο ρόλος της δεξιοτεχνίας των μεγάλων φιλολόγων- αρχής γενομένης από τη ρητορική τέχνη της κλασικής αρχαιότητας- στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της ερμηνευτικής διαδικασίας , και από την άλλη η ειδοποιός διαφορά των συστηματικών επιστημών του πνεύματος έναντι των φυσικών επιστημών, που θα μπορούσε να συνοψιστεί στον όρο κατανόηση: Η κατανόηση, εννοημένη υπό την ευρεία έννοια που πρόκειται να δηλωθεί ευθύς αμέσως, συνιστά τη θεμελιώδη μεθοδική διαδικασία για όλες τις περαιτέρω ενέργειες των επιστημών του πνεύματος. Όπως στις φυσικές επιστήμες κάθε γνώση νομοτελειακών σχέσεων καθίσταται δυνατή μόνο χάρη στην μέτρηση των μεγεθών των εμπειρικών δεδομένων και τους κανόνες που τη διέπουν, έτσι και στις πνευματικές επιστήμες πρέπει κάθε αφηρημένη πρόταση να θεμελιώνεται βάσει της σχέσης της με την ψυχική ζωτικότητα, όπως η σχέση αυτή είναι δεδομένη στο άμεσο βίωμα και την κατανόηση.(1)
Διαβάζοντας Ντίλταϋ, λοιπόν, και αναλογιζόμενη πάνω στην προβαλλόμενη ως κοινώς αποδεκτή αλήθεια πως μόνον η γλώσσα αποτελεί πλήρη, εξαντλητική και αντικειμενική έκφραση του εσωτερικού του ανθρώπου(2) και πως τούτη η βεβαιότητα είναι που αποτέλεσε και το σημείο εκκίνησης της επιστήμης ή της τέχνης της φιλολογίας, η οποία επικεντρώνει την κατανόηση στην ερμήνευση και κριτική μελέτη των γραπτών μνημείων, έρχεται στα χέρια μου ένα βιβλίο που από τον πρόλογό του μου δίνει το έναυσμα για την προαναφερθείσα παράλληλη ανάγνωση. Πρόκειται για τα «Μελετήματα Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας» του έγκριτου φιλολόγου Μανώλη Στεργιούλη, από τις εκδόσεις Κοράλλι. Αντιγράφω το τέλος της εισαγωγής του βιβλίου που ήλθε σαν μια επισφράγιση της ρήσης του Ντίλταϋ ότι η φιλολογία συναρτάται με την ύψιστη μορφή της ιστορικής κατανόησης(3), επισφράγιση, όμως, η οποία προκαλούσε να επιβεβαιωθεί ως τέτοια, μετά την εμπειρία της σειριακής ανάγνωσης 21 φιλολογικών « επεισοδίων», που συνιστούν το περιεχόμενο του βιβλίου: …Είναι βέβαιο ότι, όσες φορές και αν επιχειρηθεί η επαναπροσέγγισή τους, θα υπάρχει πάντα έδαφος για περαιτέρω θεωρήσεις και βελτιώσεις. Άλλωστε, η σημασία των έργων της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας δεν περιορίζεται στην περιοχή της γνώσης αλλά επεκτείνεται στη διεύρυνση της σκέψης και της έρευνας, με στόχο τη βαθύτερη κατανόηση του ανθρώπου. Αυτήν ακριβώς τη βαθύτερη κατανόηση του ανθρώπου επιδίωξαν οι αρχαίοι Έλληνες με την καλλιέργεια και ανάπτυξη του Λόγου.(4)
Έτσι, η εισαγωγή στάθηκε η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την παράλληλη ανάγνωση, πόσο μάλλον που η διατυπωμένη πρόθεση του Μανώλη Στεργιούλη, δίκην επιλόγου στον πρόλογο του βιβλίου του, πέρα από την κατανόηση, περιελάμβανε με δωρική λιτότητα, που χαρακτηρίζει εν γένει τη φιλολογική του εμβρίθεια, και τη συνετή διαπίστωση πως θα υπάρχει πάντα έδαφος για περαιτέρω θεωρήσεις και βελτιώσεις, διαπίστωση που απέδιδε στο ακέραιο τη θέση του Ντίλταϋ πως η κατανόηση είναι έργο ουδέποτε ολοκληρούμενο(5)
Το corpus του βιβλίου αποτελούν 21 μελετήματα Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, στην πλειονότητα τους σχετιζόμενα με τον Όμηρο, την ελληνική Τραγωδία, τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, συνοδευόμενα από πλούσιες σημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές. Καθεμία μελέτη χαρακτηρίζεται από φιλολογική δεξιοτεχνία , τόσο σε επίπεδο διαλόγου με τις πηγές όσο και σε επίπεδο ερμηνευτικών απόψεων και συμπερασμάτων που προάγουν τη φιλολογική επιστήμη, με άξονα πάντα την γλωσσική, λογοτεχνική, ιστορική και πολιτισμική κατανόηση, ήτοι την εμβάθυνση στη γλώσσα του αρχαίου συγγραφέα, στην ιδέα του έργου του, στις αφηγήσεις και στους ήρωες του, αλλά και στην κοινότητα και στην εποχή του, στον αξιολογικό προσανατολισμό τους, καθώς και στη δομή της ψυχικής ζωτικότητας τους.
Μετά την ανάγνωση και του τελευταίου κειμένου, η έντονη αίσθηση του ενιαίου και του ζώντος με οδήγησε στη διαπίστωση που καταθέτω εδώ πως, παρά την ιδιώνυμη ετερότητά τους , τα εν λόγω μελετήματα, ως σύνολο πια, αναδεικνύουν με επιτυχία το αμφιλαφές ενός πολιτισμού, στον οποίο ο Λόγος, δρώντας ενοποιητικά , συνιστά μοναδικό και καθολικό κριτήριο αληθείας.(6) Πρόκειται για ζώσα πραγματικότητα που συνενώνει τις επιμέρους πτυχές του βίου σε μία πολιτισμική ενοείδεια, όπου η προτεραιότητα των οντολογικών επιδιώξεων έναντι των χρησιμοθηρικών και μια πανταχού εφαρμοζόμενη γνωσιοθεωρητική μέθοδος με εμφανή κοινωνιοκεντρικό προσανατολισμό, αν μη τι άλλο, μας θέτουν ενώπιον της πρόκλησης να επανεύρουμε το χαμένο μας κέντρο ή τον χαμένο μας πλου, εκκινώντας από τον διάλογο όχι μόνο με τα επιτεύγματα του παρελθόντος αλλά, κυρίως, με τα καίρια για την ύπαρξη ερωτήματα που έθεσε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος.
Με φιλολογική αρτιότητα και λόγο μεστό, δωρικό και ευθύβολο ο Μανώλης Στεργιούλης δικαιώνει εμπράκτως την πρόθεσή του, όπως τη διατύπωσε στο τέλος της εισαγωγής του βιβλίου του, γεγονός που οδήγησε και μένα στη γραφή αυτού του μικρού, τρίτου κειμένου. Και επειδή γνωρίζω την αγάπη του συγγραφέα για τη λογοτεχνία , και δη την ποίηση, αλλά και για τη γλυκείαν χώραν Κύπρον, θα κλείσω με ένα στίχο του Κύπριου ποιητή Κ.Μόντη και ο νοών νοείτω: όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα…
Καλή ανάγνωση!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Wilhelm Dilthey, H Γένεση της Ερμηνευτικής, εκδ. ΡΟΕΣ, σελ.93
2 ο.π. , σελ. 62
3 ο.π. , σελ.98
4 Μανώλης Στεργιούλης, Μελετήματα Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Εισαγωγή, σελ. 11
5 Η Γένεση της Ερμηνευτικής, σελ. 99
6 « Τοῦτον δὴ τὸν κοινὸν λόγον καὶ θεῖον καὶ οὗ κατὰ μετοχὴν γινόμεθα λογικοί, κριτήριον ἀληθείας φησὶν ὁ Ἡράκλειτος» : DIELS-KRANZ, Fragmente der Vorsokratiker, τόμος Ι, 148, 20.
