Στο πατρικό μου σπίτι είχαμε γάτες. Μαζί τους μεγάλωσα ώσπου έφυγα μια μέρα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Στο δικό μου σπίτι αργότερα είχα σκύλο. Έζησα μαζί του δώδεκα αξέχαστα χρόνια, ώσπου κάποια μέρα άφησε τον μάταιο κόσμο μας και τον έθαψα με τιμές σχεδόν πρωθυπουργού. Ένα βράδυ που ξεφύλλιζα τα Κρινολούλουδα, το σχολικό αναγνωστικό που διδάχτηκα το 1947 στη δευτέρα δημοτικού, διαπίστωσα σε μερικές σελίδες του ότι γινόταν λόγος για γάτες και σκύλους με σκοπό να καταλάβει ο μικρός μαθητής ότι στην ελληνική οικογένεια συμπεριλαμβάνονται και αυτά τα κατοικίδια, αυτά που σήμερα οι δήθεν πολιτισμένοι υπάνθρωποι τα σκοτώνουν ή τα βασανίζουν για να ικανοποιήσουν τα κτηνώδη τους ένστικτα. Ο Όλιβερ – το σκυλί στην Αράχοβα που δολοφονήθηκε με φριχτό τρόπο – απασχόλησε για κάμποσες μέρες τα κανάλια και τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Έγινε μάλιστα αιτία να ψηφιστούν νόμοι για την ασφάλεια των ζώων. Και αυτό γιατί ακόμα και στη ζούγκλα να ήταν ο Όλιβερ δεν θα κινδύνευε τόσο, όσο στον βάρβαρο πολιτισμό μας.
Επιστρέφω στο σχολικό αναγνωστικό. Στις σελίδες 71-72 υπάρχει ένα ποίημα που επιγράφεται Το σπίτι, το σπίτι, δηλαδή , όπου στεγάζεται μια ελληνική οικογένεια με δυο παιδιά. Εκεί ο συγγραφέας του αναγνωστικού, που δεν είναι άλλος από τη Θεώνη Δρακοπούλου, τη γνωστή ποιήτρια Μυρτιώτισσα, λέει στις δυο τελευταίες στροφές :
Γαβγίζει ο σκύλος× τρέξετε
ν’ ανοίξτε στον πατέρα.
Να κι η μανούλα που έρχεται
κρατώντας τη σουπιέρα.
Με γέλια τώρα κάθονται
τριγύρω απ’ το τραπέζι
και το γατάκι ολόχαρο
με την ουρά του παίζει.
Αυτή ήταν η ελληνική οικογένεια, στην οποία η δική μου τουλάχιστον γενιά ανδρώθηκε με γάτα ή με σκύλο, ή και με τα δυο αυτά ζώα συντροφιάς στο σπίτι. Ήξερε τότε η γειτονιά, όταν έβλεπε μια γάτα ή έναν σκύλο στο δρόμο, σε ποια οικογένεια ανήκει, δεν ήταν αδέσποτο.
*
Πολλοί ήταν οι ποιητές και οι συγγραφείς που τους άρεσε να δουλεύουν στο γραφείο τους με συντροφιά τον γάτο τους. Ένας απ’ αυτούς, ο πιο διάσημος, θα ‘λεγα , είναι ο γάλλος ποιητής Κάρολος Μπωντλαίρ, που μέσα στα τόσα ποιήματα της περίφημης συλλογής του Τα Άνθη του Κακού έχει και δυο τρία ποιήματα με θέμα τους αγαπημένους του γάτους. Σε ένα απ’ αυτά λέει για τα αγαπημένα του αιλουροειδή:
Εσείς, μόνο εσείς είσαστε οι φλογεροί εραστές και οι αυστηροί σοφοί,
[ ….. ]
Που όταν στοχάζονται παίρνουν πάντα στάσεις αριστοκρατικές
σαν τις γιγάντιες εκείνες Σφίγγες που είναι ξαπλωμένες στα βάθη
της ερήμου
και μοιάζουν να κοιμούνται μέσα σ’ ένα όνειρο που δεν έχει τελειωμό.
Δεν κατονομάζει όμως κανένα γάτο ιδιαίτερα. Αναφέρεται και θαυμάζει γενικά τις αρετές που έχει αυτό το ζώο.
Η περίπτωση που ταιριάζει στο θέμα μας βρίσκεται στο μυθιστόρημα Το έγκλημα του Σιλβέστρου Μπονάρ, το καλύτερο, θα ‘λεγε κανείς , βιβλίο που έγραψε ο Ανατόλ Φρανς, ένας από τους μεγάλους κλασικούς της γαλλικής λογοτεχνίας, μέλος της Ακαδημίας των Αθανάτων και τιμημένος συγγραφέας με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1921.Το μυθιστόρημα αυτό που διαβάστηκε στην εποχή του πολύ και που μία από τις αιτίες της φήμης του έξω απ’ τα σύνορα της Γαλλίας ήταν το γεγονός ότι ο συγγραφέας δίνει, σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, με το ανεπανάληπτο ύφος του, μια πανοραμική εικόνα του Παρισιού. Δεν μπορούσε να λείπει αυτό το κεφάλαιο από το βιβλίο, γιατί ο συγγραφέας, που ήταν γέννημα θρέμμα της γαλλικής πρωτεύουσας, βίωσε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις προκυμαίες του Σηκουάνα. Σήμερα μάλιστα μια απ’ αυτές φέρνει τιμητικά το όνομά του. Μια άλλη ιδιαιτερότητα αυτού του βιβλίου είναι ότι ανάμεσα στα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι και ένας γάτος, στον οποίο ο Σιλβέστρος Μπονάρ, ο σοφός κύριος του γάτου, έδωσε το ιστορικό όνομα Αμίλκας, όνομα που φέρνει στη μνήμη τον καρχηδόνιο στρατηγό Αμίλκα Βάρκα, πατέρα του Αννίβα.
Η ιστορία του βιβλίου ανοίγει (δεν θα μπορούσε να είναι άλλος) με τον Αμίλκα: «Τράβηξα την πολυθρόνα μου», λέει ο σοφός Μπονάρ, «και το μικρό κινητό μου τραπέζι κοντά στο τζάκι και πήρα τη θέση που καταδέχτηκε να μου παραχωρήσει ο Αμίλκας. Ο Αμίλκας είχε κουλουριαστεί μπροστά στη φωτιά, με τη μυτίτσα χωμένη μέσα στα πόδια του, πάνω σ’ ένα πουπουλένιο μαξιλάρι. Η ήρεμη αναπνοή του ανασήκωνε το πυκνό κι ελαφρύ του τρίχωμα. Καθώς πλησίαζα, οι αχάτινες κόρες των ματιών του μου έριξαν ένα κρυφό βλέμμα μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά του, μα τα ξανάκλεισε σχεδόν αμέσως σαν να σκεφτόταν: ‘Δεν είναι τίποτα, είναι ο φίλος μου.’ ‘ Αμίλκα ’, του είπα απλώνοντας τα πόδια, ‘ Αμίλκα, νυσταλέε πρίγκιπα της πολιτείας των βιβλίων, νυχτερινέ μου φύλακα! Προστατεύεις από τα άθλια τρωκτικά τα χειρόγραφα και τα βιβλία που ο γερο–σοφός απέκτησε με τα φτωχά του μέσα και τον ακούραστο ζήλο του. Σ’ αυτή τη γαλήνια βιβλιοθήκη, που την υπερασπίζει η πολεμική σου αρετή, κοιμήσου, Αμίλκα, με τη νωχέλεια μιας σουλτάνας! Γιατί συνδυάζεις την όψη του τρομερού Τάρταρου πολεμιστή με τη βαριά χάρη της Ανατολίτισσας. Ηρωικέ και φιλήδονε Αμίλκα, κοιμήσου περιμένοντας την ώρα που θα χορέψουν τα ποντίκια στο φεγγαρόφωτο, μπροστά στα Acta sanctorum των λογίων Βολλανδιστών’».
Θέλετε τώρα και τη γνώμη του γάτου για το αφεντικό του; Δεν είναι καθόλου κολακευτική: «Τούτος ο άνθρωπος με τα βιβλία μιλάει χωρίς να λέει τίποτα, ενώ η οικονόμος μας δεν ανοίγει το στόμα παρά μονάχα να πει λόγια γεμάτα έννοια, λόγια συγκεκριμένα που αναγγέλλουν είτε το φαγητό, είτε το ξύλο. Καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πει. Τούτος όμως ο γέρος αραδιάζει φθόγγους χωρίς κανένα νόημα». Αυτή ήταν η γνώμη του Αμίλκα , του νυχτερινού φύλακα της πολιτείας των βιβλίων, για το αφεντικό του. Τον άφησα στους συλλογισμούς του, για να πάει τώρα η σκέψη μου σε άλλο γάτο.
*
Αυτή τη στιγμή έρχεται στη μνήμη μου ο Τζορτζ Στάινερ, ένας από τους πιο ευρυμαθείς και οξυδερκείς κριτικούς του New Yorker, ενώ ως καθηγητής δίδαξε αγγλική και συγκριτική λογοτεχνία στα πανεπιστήμια της Γενεύης και της Οξφόρδης. Σας προλαβαίνω – για να μη σας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο άνθρωπος είχε αδυναμία στους γάτους – και συμπληρώνω αμέσως ότι πιο συγκεκριμένα μου ήρθε στη μνήμη όχι ο Στάινερ, αλλά ένα κριτικό κείμενο του Στάινερ για τον σπουδαίο συγγραφέα Λουί- Φερντινάν Σελίν και το μείζον μυθιστόρημά του Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Ίσως να μην το θυμόμουν, αν δεν είχε το κείμενο τούτο τον ερεθιστικό τίτλο: Cat man. Όπως καταλαβαίνετε από τον τίτλο του κειμένου, δεν πρόκειται για γάτο του Στάινερ, αλλά για του Σελίν. Το γεγονός ότι αυτός ο γάτος τράβηξε το ενδιαφέρον του Στάινερ και τον έκανε να εκφράσει ανεπιφύλακτα τον θαυμασμό του δείχνει ότι δεν πρόκειται απλώς για γάτο, αλλά για – δεν βρίσκω άλλη λέξη πιο κατάλληλη να τον χαρακτηρίσω- «υπερ-γάτο». Και δεν είμαι καθόλου υπερβολικός, αν λάβετε υπόψη σας τη γνώμη του Στάινερ : «Αυτή η κριτική», λέει ο άνθρωπος που την υπογράφει, συγκρίνοντας, θα ‘λεγε κανείς, τον γάτο με το αφεντικό του, «έπρεπε να αφορά έναν γάτο, τον πιο ένδοξο, συναρπαστικό γάτο στην ιστορία της λογοτεχνίας». Αυτός είναι, άλλωστε, κι ο λόγος που ο Στάιν μπαίνει, σ’ αυτό το κριτικό του κείμενο, στον κόπο ν’ αφηγηθεί την περιπετειώδη ζωή αυτού του γάτου.
«Ο Μπεμπέρ ήταν ένας ριγωτός γάτος του Μομονπαρνάς, που γεννήθηκε πιθανόν το 1935. Γνώρισε το δεύτερο αφεντικό του στο κατεχόμενο Παρίσι στα τέλη του 1942. Όντας «η ίδια η μαγεία, η κατεξοχήν διακριτικότητα», όπως τον περιέγραψε το αφεντικό του, ο Μπεμπέρ επρόκειτο να μείνει πίσω όταν ο κύριος και η γυναίκα του, η Λυσέτ, θα διέφευγαν στη Γερμανία την τρομερή άνοιξη του 1944. Ο Μπεμπέρ αρνήθηκε τον χωρισμό. Τον μετέφεραν με ταξιδιωτικό σάκο. Ταξίδεψαν μέσα από βομβαρδισμένους σεληνιακούς κρατήρες, διαλυμένες σιδηροδρομικές γραμμές, πόλεις που φλέγονταν σαν μανιασμένες δάδες. Εν μέσω του βομβαρδισμού ο Μπεμπέρ, που λιμοκτονούσε, χάθηκε, αλλά το αφεντικό του και η μαντάμ του τον ξαναβρήκαν. Οι τρεις τους διέσχισαν επανειλημμένα το Ράιχ που κατέρρεε. Σε μια τελευταία, απεγνωσμένη εξόρμηση, έφτασαν την Κοπεγχάγη. Όταν η δανέζικη αστυνομία συνέλαβε τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, ο Μπεμπέρ το έσκασε από μια στέγη. Όταν έπιασαν το θρυλικό ζώο, το έκλεισαν στη μάντρα μιας κτηνιατρικής κλινικής. Όταν το αφεντικό του αφέθηκε ελεύθερο και ανάρρωνε, ο Μπεμπέρ έπρεπε να εγχειριστεί για καρκινικό όγκο. ‘Μα ο αλητόγατος της Μονμάρτρ ήταν της πιάτσας. Άντεξε στο τραύμα και ανένηψε γρήγορα, με τη βραδύτερη και σοφότερη γαλήνη των γερασμένων γάτων, πιστός, σιωπηλός και αινιγματικός.’ Έχοντας αμνηστευθεί, ο patron του Μπεμπέρ γύρισε σπίτι του στα τέλη Ιουνίου του 1951. Τέσσερις γάτες μικρότερης σημασίας – οι Τομίν, Πουπίν, Μουσέτ και Φλουτ – τους συνόδευαν στο ταξίδι. Ο Μπεμπέρ, ο μυστικός συμμέτοχος, που με τα χρόνια έμοιαζε όλο και περισσότερο με Σφίγγα, πέθανε σ’ ένα προάστιο του Παρισιού στο τέλος του 1952». Όσο για το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Στάινερ, κλείνοντας λίγο πιο κάτω, θα ‘λεγε κανείς, την αφήγηση των περιπετειών του Μπεμπέρ και του αφεντικού του, δεν είναι καθόλου κολακευτικό για τον τελευταίο : «Είναι χαρά να αναφέρεται κανείς στον Μπεμπέρ. στον Σελίν όχι».
*
Είναι αλήθεια πως όταν βλέπω μπροστά μου γάτα, στη σκέψη μου πάντα, μα πάντα έρχεται ο ποιητής Δροσίνης, που ήταν λάτρης των ωδικών πτηνών. Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται γιατί ο ευγενικός αυτός ποιητής, που τραγούδησε τη γλυκιά Ελλάδα και όχι τη μεγάλη όπως ο φίλος του ο Παλαμάς, έπνεε μένεα ενάντια στις γάτες. Μπορεί να συμπαθούσε λίγο τους σκύλους, αλλά η αντιπάθεια που έτρεφε για τις γάτες ήταν περιώνυμη. Με τη σκέψη στον κόσμο του Disney, θ’ έλεγα ακόμη ότι όλοι οι γάτοι για τον «φιλόπτηνο» Δροσίνη είναι αντιπαθείς, όπως ο Σιλβέστρος, ο μαύρος γάτος που κυνηγάει το καναρίνι και όλο του ξεφεύγει, στον παιδόκοσμο. Την αντιπάθειά του αυτή δεν την έκρυβε ο Δροσίνης. Συνήθιζε να την κάνει γνωστή σε φίλους και γνωστούς λέγοντας: «(Η γάτα) είναι ο τύπος της απιστίας και της αχαριστίας. Η αντίθεση του σκύλου. Γι’ αυτό η θανάσιμη έχθρα των δύο ζώων μεταξύ τους ».
Ένας άλλος έλληνας ποιητής, νομπελίστας μάλιστα, που λάτρευε αυτό το αιλουροειδές, θα διαφωνούσε οριζοντίως και καθέτως με τον Δροσίνη. Και αυτό γιατί ο κοσμοπολίτης Σμυρνιός έβλεπε στη γάτα μόνο την ομορφιά αυτού του ζώου και όχι τα ανθρώπινα ελαττώματα που έβλεπε ο αθηναίος ποιητής: «Είχε το χρώμα του έβενου και τα μάτια της Σαλώμης». Ήθελε, δηλαδή, να κάθεται επάνω στο γραφείο του και να βλέπει τα μάτια της. Και όποιος θέλει να δει τα μάτια της Σαλώμης ας ρωτήσει τον Τετράρχη, τον Ηρώδη Αντίπα, τι παθαίνει… Ναι, η Τούτη, η γατούλα του Σεφέρη, είχε τόσο όμορφα μάτια που μάγεψαν, στην κυριολεξία , τον ποιητή. Όταν έφυγε από τον κόσμο μας, ο ποιητής δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει, κι ας είχε παρέλθει ένας ολόκληρος σχεδόν χρόνος. Ήταν Δευτέρα, 22 Αυγούστου 1949, όταν πήρε την πένα και έγραψε ένα επιτύμβιο στη μνήμη της :
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
στη γάτα μου την Τούτη που μας άφησε χρόνους
το περασμένο φθινόπωρο.
Είχε το χρώμα του έβενου τα μάτια της Σαλώμης
η Τούτη η γάτα που έχασα× διαβάτη, μη σταθείς.
Βγήκε απ’το χάσμα που έκοβε στης μέρας το σεντόνι
τώρα να σκίσει δεν μπορεί του ζόφου το πανί.
Ακόμη κι απ’ αυτό το τετράστιχο που έγραψε για την όμορφη Τούτη δεν λείπει η ανέσπερη εκείνη γοητεία που αποπνέει η ποίηση του Σεφέρη. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την πέρασε μαζί του στη αθανασία, παραχωρώντας λίγο χώρο για το επιτύμβιό της σε ένα από τα βιβλία του (Μέρες του 1945-1951).
—————————-




