You are currently viewing Ευάγγελος Αυδίκος: Κραυγές από τη Γη- Gridda dalla Terra, Ανθολόγηση Αντώνης Σκιαθάς, Επιμέλεια – Μετάφραση Ζώζη Ζωγραφίδου. Εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2024, σελ.188[2].

Ευάγγελος Αυδίκος: Κραυγές από τη Γη- Gridda dalla Terra, Ανθολόγηση Αντώνης Σκιαθάς, Επιμέλεια – Μετάφραση Ζώζη Ζωγραφίδου. Εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 2024, σελ.188[2].

Ευτυχώς που εγώ μένω στο ρετιρέ[1]

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνονται προσκλήσεις σε δημιουργούς να λάβουν μέρος σε συλλογικούς τόμους, με μονοθεματικά αφιερώματα. Τα τελευταία χρόνια το κάνει, με ιδιαίτερη επιτυχία «Ο βιότοπος πολιτισμού CultureBook.gr υπηρετώντας και τις αξίες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής δημιουργίας» , όπως υπογραμμίζει ο Αντώνης Σκιαθάς στον πρόλογό του στον παρόντα τόμο, μια άλλη αξιοσημείωτη εκδοτική κατάθεση από την «Ελληνοεκδοτική».  Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε το αφιέρωμα στην Κύπρο , με αφορμή την τραυματική μνήμη από την εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου από τα στρατεύματα του Αττίλα, σε ένα καλαίσθητο βιβλίο από τις ίδιες εκδόσεις.

«Οι Κραυγές από τη Γη αποτελούν ένα κάλεσμα να αναλογιστού­με τον ρόλο μας στον κόσμο και την ευθύνη που φέρουμε απέναντι στη φύση και τις μελλοντικές γενιές». Έτσι διαβάζει τον τόμο ο Francesco Neri, Διευθυντής του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών. Σ’ αυτό συμφωνεί και ο Αντώνης Σκιαθάς, εμπνευστής του εγχειρήματος και ανθολόγος στον τόμο, που τονίζει ότι «Οι Κραυγές από τη Γη είναι μια συλλογική διαμαρτυρία για την κατα­στροφή του περιβάλλοντος». Επί της ουσίας και οι δύο περιγράφουν το πρόβλημα αλλά και επισημαίνουν την ευθύνη, η οποία δεν μπορεί να είναι μεμονωμένες κραυγές αλλά συντονισμός ατομικών βουλήσεων ως απότοκος των κραδασμών που προκαλεί η διατάραξη της σχετικής ισορροπίας στον κόσμο.

Ο τόμος συγκροτείται από 53 κείμενα-συμμετοχές, εκ των οποία τα είκοσι είναι πεζά και τα άλλα τριάντα τρία είναι ποιητικά,  ή σε πρόζα. Οι συμμετοχές εκτείνονται σε όλο το εύρος των αξόνων που έθεσε το culturebook.gr. «Πενήντα τρεις φωνές, πενήντα τρεις κραυγές σύγχρονων Ελλήνων ποιη­τών και πεζογράφων εκφράζουν η καθεμία με έναν μοναδικό και διαφο­ρετικό τρόπο τα συναισθήματά τους για το κοινό θέμα της ανθολογίας ‘Φύση ‒ Περιβάλλον ‒ Κοινωνία ‒ Άνθρωπος’», γράφει η Ζώζη Ζωγραφίδου που επιμελήθηκε τα κείμενα μεταφράζοντάς τα και στην ιταλική γλώσσα.

Όντως, τα πεζά και ποιητικά κείμενα συγκλίνουν διαμορφώνοντας ένα είδος λογοτεχνικού διαλόγου, στον οποίο εκφράζεται ανησυχία, φόβος, απογοήτευση, αισιοδοξία και ύμνος στη ζωή, καθώς και  αποτροπιασμός για την προοπτική ενός δυστοπικού κόσμου. Η λογοτεχνία δεν περιγράφει μόνο, μπορεί και να σκιαγραφεί έναν κόσμο που καλπάζει προς την αυτοκαταστροφή του.

 

Δυστοπία και ηλιοβασίλεμα

Αυτό είναι εμφανές σε αρκετά κείμενα, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το κείμενο του Γαραντούδη (Ξενάγηση).

«Ίσως και να διακρίνετε, στο βάθος του ορίζοντα, έναν ήλιο που δύει. Ό,τι μεσολαβεί μέχρι εδώ το ονόμαζαν «θάλασσα». Στη λεγόμενη «ποίηση», μιαν εντελώς άχρηστη δραστηριότητά τους, τη «θάλασσα» την είχαν διακοσμήσει με άπειρους προσδιορισμούς· τους έλεγαν «επίθετα», τόσους όσες και οι σταγόνες της, θα έλεγαν εκείνοι. Ώσπου φούσκωσε και τους έπνιξε, τους βάφτισε στο αλάτι, έμειναν «στήλες άλατος», γιατί έστρε­ψαν τα πρόσωπά τους πίσω στο μέλλον τους και είδανε ποιοι είναι, τι έχουν κάνει. Καλά τους έκανε η θάλασσα. Είχανε την ψευδαίσθηση πως θα σωθούν χάρη στη γλώσσα τους».

Ένας κόσμος της δυστοπίας , όπου όλα, ακόμη  και η καταστροφή,  υπηρετούν την αυτοκαταστροφική σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Όλα γίνονται εμπόρευμα, όλα παρενδύονται επιλέγοντας διαστροφικά ονόματα στο όνομα μιας ακλόνητης πεποίθησης στην αέναη εξέλιξη. Ο Γαραντούδης θέτει ένα καίριο ερώτημα που μπορεί να γίνει αφορμή για αναστοχασμό από τους .ίδιους τους δημιουργούς- και από όσους/ ες συμμετέχουν στον παρόντα τόμο. «Είχανε την ψευδαίσθηση πως θα σωθούν χάρη στη γλώσσα τους», γράφει ο Γαραντούδης. Μπορεί η τέχνη να διασωθεί με διασωστική λέμβο τη δική της γλώσσα; Το δικό της σύμπαν;

Η Μαρία Κούρση θεωρεί ως απάντηση στη δυστοπία του εμποτισμένου σπόγγου στο όξος της άξενης εποχής μας, την είσοδο στην ποίηση ως οπλισμό  για τη μνήμη αλλά και ως αντίδοτο στη λήθη[3].

Η Λουκία από τη Σμύρνη

Βγάζει τα παπούτσια της

Ανοίγει προσεκτικά το βιβλίο

Μπαίνει μέσα

Και κάθεται στη σελίδα 32

Και γράφει:

« Όταν θα φύγω

Μην αφήσεις μόνα τους

Τα ποιήματα

Ζουν μόνο με λίγο αέρα

Δεν ενοχλούν. Δεν απαιτούν

Δεν θα με ζητούν

Για να καταλάβεις

Είναι όπως ο αληθινός χρυσός

Ακριβά και αναλλοίωτα»

(Είμαι το δέντρο και η άγνωστη υπομονή του)

 

Ο Γκόζης περιγράφει ένα δυστοπικό αστικό τοπίο, στην αναζήτηση της Σαμπάιλε, που μπορεί να είναι και το όραμα. Όμως, η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. «Οι πλανόδιοι γυρολόγοι, τα δεκάδες αδέσποτα που ορμάνε στον σπάνιο περαστικό και στα διερχόμενα αυτοκίνητα, η παντελής απουσία φωτισμού, με εξαίρεση τον αναιμικό φανοστάτη της πύλης του φυλακίου μας, τα ανά  τρίωρο δρομολόγια του αστικού, αλλά κυρίως η φαβέλα τού αυτοσχέδιου οικισμού δυτικά του κτηρίου, κοντά στο ποτάμι του Αξιού, καθιστούν την περιοχή μάλλον ακατάλληλο τόπο επιχειρηματικότητας».

Το ηλιοβασίλεμα συνδέει το κείμενο του Καβανόζη (Το κοπάδι) με τον Γαραντούδη, αλλά και με πολλά άλλα κείμενα στον τόμο που περιγράφουν την ομορφιά της φύσης (Αλιβιζάτου, Με τον Δεκέμβρη στο πέτο/Ήθελα να ήμουνα ζωγράφος)[4]. Ο Καβανόζης αναφέρεται σ’ ένα γάμο που γίνεται  σε κατάστημα πάνω σ’ ένα βράχο. Οι προσκεκλημένοι άδουν και χορεύουν. «Ο γκρεμός και τα βράχια τις στιγμές εκείνες, μέσα στη μεθυστική ατμόσφαιρα του γαμήλιου γλεντιού, φάνταζαν πίσω από τις τζαμαρίες ακόμη πιο σαγηνευτικά. Η υπόκωφη απειλή και το ανομολόγητο αίσθη­μα αδυναμίας που συνόδευαν τη θέα τους έδειχναν να υποτάσσονται με μεγάλη ευκολία στην ακαταμάχητη αυτή σαγήνη». Υπενθυμίζει πιο συμπυκνωμένα την ταινία ¨Τιτανικός», μόνο που στην περίπτωσή του η αίσθηση του κινδύνου αλλά και του αιώνιου χρόνου, με την παρουσία τεθνεώτων και ζώντων, ανασυγκροτεί τη σχέση του ανθρώπου με την ιστορική πορεία.

Ο Μοδινός (Στ’ ανοιχτά) αναφέρεται στη δύναμη του ηλιοβασιλέματος «να συμπυκνώνει σε συναρπαστι­κές μορφές το μετείκασμα του φωτός και τις περιπέτειες του ανέμου, της βροχής, των νεφών». Σ’ αυτή τη διαδικασία της ολοκλήρωσης του ημερήσιου κύκλου διαβάζει το μεταβαλλόμενο φυσικό γεγονός ως επαναλαμβανόμενη υπόμνηση «πως όλα τούτα είναι εύ­θρυπτα και εφήμερα – σχεδόν μια οπτική ψευδαίσθηση».

Ο Σκιαθάς έχει άλλη μια προσέγγιση σε ό,τι αφορά τα ηλιοβασιλέματα. Θεωρεί δεδομένη την καταστροφή. Η συνεισφορά της τεχνολογικής εξέλιξης είναι η αρχαιολογική μνημείωση του ηλιοβασιλέματος σε κάποιο τάμπλετ. «Όπως τότε, την προκατακλυσμιαία εποχή, που σώθηκαν μόνο τα ερ­γαλεία γυναικών π’ άφηναν τη φωτιά να καίει στους βράχους. Έτσι και τώρα θα σωθούν σε τετράγωνα δωμάτια tablets εκατομμυρίων φωτογρα­φιών με ηλιοβασιλέματα στις άκρες του Αιγαίου (Συμμετρίες).

Η αέναη κυκλικότητα του χρόνου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον αγώνα του ανθρώπινου πολιτισμού να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση  για την ύπαρξη ενός αφηγήματος  συνεχούς εξέλιξης.

Τα έντομα και τα άλλα όντα , η ίδια η φύση έχει εγγεγραμμένη την κυκλικότητα και τη φθαρτότητα όλων των εμβίων όντων. Αυτό το γνωρίζουν τα έντομα που βρίσκονται σ’ έναν συνεχή αγώνα γοητείας, που προετοιμάζει τη γέννηση. Σ’ αυτό αναφέρεται η Αφεντουλίδου στο ποίημά της «Γητευτές εντόμων».

Η διψασμένη τους γύρη

καλεί

το ανάλαφρο κούρνιασμα

πριν λάμψω στον άνεμο

με καμένα φτερά

πριν συνηθίσω

στο άγριο φως

προτού

γίνω αυτό το καινούργιο

που πεινασμένοι

ζητούν.

 

Η φύση χτίζει μια αρμονία με τους ενοίκους της, οιασδήποτε κατηγορίας[5]. Αυτό ο δεσμός καταλύεται από τους πεινασμένους επιλήσμονες. Ξεχνάνε αυτή την ισορροπία, καθώς και το όφελος στον χρόνο που μας εμπεριέχει. Αποθεώνει ο ανθρώπινος πολιτισμός τον  παρόντα χρόνο. Σ’ αυτό επικεντρώνεται η  Άννα Γρίβα «Στο δέντρο»

Τις ρίζες σου;

Δεν τις σκεφτόμαστε συχνά.

Ίσως γιατί είναι αφανείς

ίσως γιατί δουλεύουν μυστικά.

Έτσι είναι οι άνθρωποι.

Ό,τι δεν βλέπουν το ξεχνούν:

τα ηφαίστεια

τις πηγές

τις κοινότητες των μυρμηγκιών

τα σπάνια ορυκτά

τα προϊστορικά κεχριμπάρια

τους νεκρούς τους.

 

Ο δυστοπικός χρόνος οφείλεται στη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, στα όρια του οποίου η μνήμη γίνεται επιλεκτική, μετρώντας τον με το υποδεκάμετρο του βιολογικού χρόνου, λατρευτική διάθεση και θεοποίηση της διαρκούς εξέλιξης. Γράφει η  Παυλίνα Παμπούδη. «Τώρα, φτάνοντας στην τελευταία χιλιετηρίδα, έχοντας πια χάσει τελείως τη γούνα του, με έναν αχταρμά γνώσεων, πληροφοριών και θεωριών στον υπερανεπτυγμένο πλέον, συνωστισμένο και βραχυκυκλωμένο εγκέ­φαλό του και με ένα πλήθος δεξιοτήτων (αυτοματοποιημένων και μη επικοινωνούντων με τον εγκέφαλο) στα μπροστινά του πόδια, βρίσκε­ται να αντιμετωπίζει πάλι παγετώνες, πλημμύρες, ανεξέλεγκτες τεκτο­νικές και μεταναστευτικές μετακινήσεις, σεισμούς, λιμούς, καταποντι­σμούς και ποταμούς λάβας – που δεν τα προκαλούν αυτή τη φορά εν θερμώ εφηβικές ανησυχίες και αγαρμποσύνες, αλλά, εν ψυχρώ, γεροντι­κή απληστία, αδιαφορία, σύγχυση και άνοια»[6].

 

Δόλος

Σε όλα τα κείμενα υπάρχει ένα αόρατο νήμα που τα μεταμορφώνει σε μια αφηγηματική ενότητα, συγκροτώντας μια λογοτεχνική κοσμολογία. Ο Βέης με το ποίημά του «Δόλος» αποδίδει τη θρυμματισμένη μορφή του κόσμου.

Τις προάλλες ήταν εδώ πάλι

έμπαινε κι έβγαινε σαν αστραπή

στο ίδιο πάντα λαγούμι

δεν τον πρόφταινε κανένας κυνηγός

ήταν πιο γρήγορος κι απ’ τον άνεμο

αυτός ο ατρόμητος λαγός

τώρα κουφάρι

και καμένα τα πάντα

το δάσος μια μουντζούρα

συλλαβίζει τρόμο η κίσσα

και δεν έχει πού να πετάξει

με κοιτάζει και τρέμει

ένα τρισύλλαβο μόνο

φτά νει πια

φτά νει πια

Ο τίτλος δε του ποιήματος (Δόλος) υπογραμμίζει την εξωστρεφή διάθεση του ποιητή να συνομιλήσει με τη διαστροφή του ανθρώπου που προκαλεί αξενία σε όλα τα όντα. Ενίοτε εξανίσταται με την ακηδία όσων προηγήθηκαν. «Η ζωή που μας παραδώσατε Χάος κι Ωχαδελφισμός / Και τώρα ζητάτε τα ρέστα;» (Ονείρατα), κραυγάζει η Λίλυ Εξαρχοπούλου.

 

«Σε ποιον οφείλεται ο όλεθρος;» αναρωτιέται ο Βαγγέλης Τασιόπουλος (Ιστορίες χωρίς ονόματα / Κατάθεση ανωμοτί). Η Κοτίνη (Βεντέμα) προσθέτει μια άλλη απορία.

Πού πήγε άραγε αυτός ο μόχθος που ημέρευε

με λίγο ζυμωτό ψωμί και μια ντομάτα για προσφάι

όταν το χέρι έλυνε τον άσπρο κεφαλόδεσμο

στη μεσημεριανή ανάπαυση

κι υψωνόταν

κατάκοπο το πρόσωπο στον ήλιο

ολόλαμπρος ο άνθρωπος στο φως;

Η Πεχλιβάνη αποφαίνεται: Και το ποτάμι πια, δεν γεφυρώνεται (Σκοτεινά φλας «ενός» πολέμου). Πλέον , καταστράφηκαν οι γέφυρες που ένωναν σε μια ομαλή συνύπαρξη τις όχθες του χρόνου και της πολιτισμικής εμπειρίας.

Καταστράφηκαν οι γέφυρες αυτές μιας συμβιωτικής κουλτούρας. Ο  Χάρης Μελιτάς σημειώνει για τον υπεύθυνο  της καταστροφής της μνημονικής γέφυρας και της εξορίας του χρόνου από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. «Ο τέταρτος άνθρωπος, δεν έχει μνήμη. / Το χθες παρέδωσε τα όπλα του στη σκόνη / πάει καιρός που έχει αναπτύξει / ένα αλτσχάιμερ προσωπικό». Ακριβώς, αυτό αφήνει τον άνθρωπο γυμνό έναντι της επερχόμενης καταστροφής με το όνομα «Mellon», κατά την Ηρώ Νικοπούλου.

Για τον λόγο αυτό αναζητεί την πηγή του κακού έξω από τον εαυτό του. Δημιουργεί μυθολογικές αφηγήσεις αποδίδοντας, ακόμη και στις μέρες μας, την ανθρωπογενή καταστροφή σε υπερφυσικές δυνάμεις. Ο Ακρίβος (Δεν είναι όλα τα θαύματα αθώα) αφηγηματοποιεί αυτή την τιμωρητική αντίληψη[7]. Οι χωρι­κοί τιμωρούν τους βλάσφημους που δεν υποτάσσονται στη δύναμη του επιχώριου πολιτισμικού κεφαλαίου. Το ίδιο κάνει και ο Δημήτρης Βαρβαρήγος (Ο καφές της Μεγάλης Μάμα)[8]: Η Δόνα Εσπινάζο κάθε βράδυ έκανε μαγικές τελετές να σταματήσει την επέμβαση στη φύση. Ώσπου, ένα βράδυ, μια ισχυρή θύελλα ξέσπα­σε παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα της. Το εργοτάξιο βούλιαξε στη λάσπη που κύλησε από τα αποψιλωμένα δάση. Το επόμενο πρωί όλοι κατάλαβαν ότι η φύση είχε πάρει πίσω αυτό που της ανήκε.

 

Πέρα από τα όσα αναφέρθηκαν αρκετοί/ες δημιουργοί εστιάζουν στο κατ’ εξοχήν ανθρωπογενές περιβάλλον, την πόλη[9]. Εμφανίζεται ως

 

Αλαζονική, με ένα παγερό προσωπείο-

αλλά και το παράδοξο

με τις ακραίες απόψεις της.

(Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ακραίες όψεις)

 

Που προκαλεί μοναξιά[10], σκοτάδι, βαριά την ψυχή και τα σώματα[11].

 

Σκοτάδι στην πόλη. Μάλλον χειμώνας. Ουρανός συννεφιασμένος. Δεν βρέχει, αλλά κρύο, περονιαστό. Ένας άντρας και μια γυναίκα που δεν τους συνδέει τίποτα πέρα από την αγάπη,  βρίσκονται σ’ ένα δημόσιο πάρκο που ετοιμάζεται να κλείσει (Βερονίκη Δαλακούρα).

 

Ακόμη, σ’ αυτό το εφιαλτικό τοπίο της πόλης  θάβεται η ελπίδα, καθώς ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από την Ιστορία.

 

 

Θα σκάψουν κι άλλο

ως το μεδούλι αυτής της γης

Αθήνα Κέντρο Ανασκαφή

στα ενδότερα της λαιμητόμου

πρόθυμα μάτια εκλιπαρούν

δυο τρεις στάλες κολλύριο αμάσητη ελπίδα

σέρνοντας απ’ τα κάτεργα τον παλαιό εαυτό τους

(Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Το εικοσιτετράωρο των ανθεκτικών δακρύων)

 

 

Ακροβατώ με το ποδήλατο των ημερών[12]

 

Τα κείμενα στον τόμο έχουν πολυπρισματική προσέγγιση στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Συχνά, εγκλωβισμένος στο διαμέρισμά του, στον κυκεώνα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,  ζει μες στην περιδίνηση της ατολμίας του.

 

Κάθομαι άρρωστος πάνω στον στενό καναπέ

του φοιτητικού σπιτιού του γιου μου

αισθάνομαι χάλια και διαβάζω αυτές τις αναρτήσεις

στο insta για τις αποφάσεις που πρέπει να πάρω

(Βαγγέλης Δρόσος, Χάλια)

 

Άλλοτε, συνειδητοποιεί πως μαθαίνει τη γλώσσα της φύσης και αντιλαμβάνεται ότι μόνο σ’ αυτήν μπορεί να βρει το σημείο ισορροπίας.

 

Στις παχνιασμένες φυλλωσιές και στα θροΐσματα από αβρές πνοές τους , μόλις ξημερώνει φτερουγίζουνε στα θαμπωμένα άστρα όπου χάνονται στο χάος πουπουλένιοι ακροβάτες θαλεροί, πηδούν κλάρα την κλάρα.

(Νίκος Κατσαλίδας, Μαθητεία του δάσους)

 

Αρκεί η παρατήρηση μιας αράχνης, ακόμη, και στον περίκλειστο κόσμο ενός διαμερίσματος,

 

Συναντώ μια αράχνη.

………………………..

Η αράχνη δείχνει την ελάχιστη κοιλιά της.

Πέσε, μου λέει.

Υπάρχει δίχτυ.

(Λένα Καλλέργη, Σημάδι).

 

ή ενός Αίγαγρου στα βουνά της Κρήτης.

 

Τον γνώρισα στης Κρήτης τα ψηλά βουνά. Ήταν το σκήπτρο τους.

Μια κινούμενη φλόγα που κάνει ν’ ανθίζουν ακόμη και τα μέταλλα.

Ντυμένος αγκαθερές πέτρες κι ασπαλάθους.

Έχει σπίτι του τους γκρεμούς. Γοερό κονάκι του τον κίνδυνο

(Μανόλης Πρατικάκης, Ξανά ο Αίγαγρος)

 

Χρειάζεται, συνεπώς, η συνάντηση με τον άλλο[13]. Η αποφλοίωση του ανθρώπου από τον εγωτικό του εαυτό  και την ψευδαίσθηση της μοναδικότητάς του.

Ο Μπολς έχει συνειδητοποιήσει μια μεγάλη αλήθεια. Πως έρωτας σημαί­νει να είσαι γοητευμένος από τη δύναμη ‒ουσιαστική ή φανταστική‒ του άλλου (Μάνος Στεφανίδης, Η αγιότητα ενός Γάτου).

Και τότε καταλύονται τα δεσμά που έχει χαλκεύσει ο ανθρώπινος πολιτισμός και τα οποία κρατούν σιδηροδέσμια την ψυχή και το μυαλό του[14].

Ένιωσε να ζωντανεύει η λαχτάρα της να ταξιδέψει με ένα ποδήλατο, ένα αληθινό μεγάλο ποδήλατο, να τρέχει σε χορταριασμένους αγροτόδρομους, να νιώθει ότι πετάει, να ανεμίζουν τα μαλλιά της , να αισθάνεται ελεύθερη, ναι, ελεύθερη και ξέγνοιαστη, μακριά από την ένταση , τα καυσαέρια και τους θορύβους της πόλης.

(Ζώζη Ζωγραφίδου, Το κορίτσι και το ποδήλατο)

 

 

Ώριμο φύλλο πέφτει το φως[15]

 

Η εγκόλπωση της φθαρτότητας  ως συστατικού στοιχείου της έμβιας ύπαρξης είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για τον άνθρωπο, ώστε να ελέγξει τον ναρκισσισμό του.

 

Κι εκεί, μες στου βυθού τα σκότη

όλα είναι ζωντανά, κινούνται μυστικά

αναζητούν τροφή, πολλαπλασιάζονται,

γερνάνε χωρίς θλίψη, πεθαίνουν χωρίς πένθος.

(Κλαίτη Σωτηριάδου, Φθινόπωρο)

 

Ουσιαστικά, αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να λειτουργήσει και ως κατάφαση στον διαρκή χρόνο του σύμπαντος αλλά και ως αυτογνωσία για τους ελλοχεύοντες κινδύνους[16], πέρα από την έπαρση της άνοιξης και την απρέπεια του καλοκαιριού[17].

 

Κολυμπώ για να μην πάει χαράμι τόση θάλασσα[18], όλο το μέσα μου νερό

που καίγεται να συναντήσει το δικό της, προτού ξεσπάσουν οι βροχές κι αφανιστούμε (Γεωργία Τριανταφυλλίδου, Απολογία λουομένης)[19]

 

Γιατί ο λόγος μόνο υπάρχει[20]

 

Η λογοτεχνία, στην πιο αυθεντική της έκφραση, αποτελεί μια γέφυρα μεταξύ γλωσσών, πολιτισμών και εποχών. Συνιστά ένα όχημα μνήμης, προβληματισμού και διαλόγου ενώ στη μετάφραση βρίσκει ένα ουσια­στικό μέσο για να διευρύνει τη φωνή και τον αντίκτυπό της.

Ο δίγλωσσος τόμος «Κραυγές από τη γη» ήταν μια κατάθεση αναστοχασμού, μέσω του λόγου, από 53 δημιουργούς. Ο καθένας/ καθεμία με τον  δικό του/ της τρόπο. Eπανέρχεται η κραυγή της αγωνίας και η ανάγκη βίωσης αυτού του κόσμου, με τις ομορφιές του. Ίσως κάποια στιγμή απαντηθεί και ο στίχος της Τσαλίκογλου: Αναρωτιέσαι αν θες στ’ αλήθεια να σωθείς.

O Μαρκόπουλος παίρνει θέση στη διερώτηση. Μόνο που η σωτηρία για τον πολίτη αλλά, πρωτίστως, για τον δημιουργό θα γίνει όταν ο άνθρωπος του καιρού μας αναζωογονηθεί και αποκτήσει την ικανότητα του παιδιού να βλέπει το μη ορατό[21].

 

 

  1. Μιχάλης Μακρόπουλος

Για πάντα

 

Με τη βροχή που ’φερναν τα βαριά σύννεφα, το κοκκινόχωμα θα γινό­ταν λάσπη· θα έπινε το χώμα το νερό χωρίς να κρατήσει ούτε στάλα και το λιοπύρι έπειτα θα ξέραινε τον τόπο· η γη πάλι θα έσκαγε, θα χώριζε σε πλάκες από άργιλο που τριβότανε κάτω απ’ τα παλιοπάπουτσα του γέρου.

Μα δε θα ’βρεχε ακόμα ‒ είχε μάθει να ξεχωρίζει ως και τα πιο μικρά καπρίτσια του καιρού, θαρρείς κι ήταν ο γέρος σε κρυφή συμφωνία με τ’ αναπάντεχα φαινόμενα και με τις εποχές που, ξέχωρες κάποτε, εδώ το φθινόπωρο κι εκεί η άνοιξη, είχαν ανακατευτεί όλες σε μία τώρα. Έτσι, με το καλάμι επ’ ώμου όπως ο φαντάρος τ’ όπλο του, βάδιζε μονάχος τώρα ανάμεσα σε γη κι ουρανό, μόνος οδοδείκτης αυτός στο έρημο το­πίο, σαν πελώριας πυξίδας η τοσηδά ακίδα που με τα βήματά της έσερνε πίσω της νότο και βορρά σε τούτη τη φρυγμένη λεκάνη που κάποτε…

Κάποτε, όταν ήταν αγόρι ο γέρος…

Δηλαδή ποτέ.

Δηλαδή πάντα κι από πάντα.

Κι άμα τύχαινε κάποτε, ποτέ δηλαδή, κάποιος

………………

δε χόρταινε μήτε ξεδίψαγε, μα για να μπορεί να υπάρχει ακόμα μια ακί­δα μνήμης σε τούτη την πυξίδα της ερήμωσης – άμα ο περαστικός τον ρώταγε: «Τι κάνεις εδώ, γέρο;», ’κείνος θα αποκρινόταν:

«Ψαρεύω».

Μπορεί τότε ο άνθρωπος να σηκωνόταν απλώς και να ’φευγε κουνώ­ντας το κεφάλι, αλλά μπορεί πάλι να ’μενε λίγο ακόμα, ίσως αποσταμέ­νος να βαδίζει στην άδεντρη ερημιά, στον άφυλλο ετούτον τόπο

…..

Και χάρη στην πίστη του περαστικού, τα πόδια του γέρου θα έπλεαν μες στα παπούτσια του και το κορμί του μέσα στα ρούχα του – και δε θα ’ταν γέρος πια.

«Τσιμπάει» θα ’λεγε το αγόρι.

Και στην πυξίδα η ακίδα θα έστεκε τώρα ασάλευτη: εδώ πάντα και για πάντα ο νότος, εκεί ο βορράς.

 

 

 

 

 

[1] Ζωή Κουντούρη, Πάντα συνέβαιναν.
[2] Ένας μέρος του κειμένου διαβάστηκε στην παρουσίαση του τόμου στην 21η  Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης 2025(Παρασκευή, 9 Μαϊου, Αίθουσα Μίκης Θεοδωράκης, περίπτερο 13).
[3] Πρβ.
Πάρε με μακριά απ’ τον ποιητή.
Μακριά απ’ την οδό του τη Μιχαήλ Κόρακα ‒
μαύρη και αστραφτερή
σαν τα φτερά κοράκων‒ η γειτονιά μου.
Παίζει πιάνο ο ποιητής
ο πατέρας μου με κουβαλάει στους ώμους
ν’ ακούσω απ’ τα παράθυρα (Λιάνα Σακελλίου,  Σκέφτομαι τον Ρίτσο να παίζει πιάνο στην οδό Κόρακα καθώς διδάσκω τον Πόε)
[4]
[5]
[6] Το ίδιο υποστηρίζει και ο Μανόλης Ξεκάκης (Errol Leslie Flynn): Επιβιώνουμε σε κόσμο απαθή, αδιάφορο κι ανάλγητο, / που τον θαυμάζουμε υπέροχα θρυμματισμένο.
[7] Πρβ. Το ποίημα «Τιμωρία του Στάθη Κουτσούνη.
Θα γίνω πέτρα φώναξε
λίγο λίγο σκλήραινε
αγκάλιαζε σφιχτά τις μάντρες
στο στόμα του άλεθε χαλίκια
βάδιζε ξυπόλυτος στους βράχους
κοιμόταν πάνω σε κροκάλες
ώσπου σιγά σιγά
πέτρωσε δίπλα στο ποτάμι
τον πήραν και τον έχτισαν
[8] Στον αντίποδα της μαγικής κατανόησης της καταστροφής οργανώνονται τα κείμενα των Αυδίκου (Η αγωνία των γουρουνιών), της Γκανάσου (Η θεομηνία), του Κοροβίνη (Βρύχωνας) και του Ξένιου (Ένας Θεός ξέρει).
[9] Πρβ. Ελπ. Ιντζέμπελης (Ο Αλμπέρτο Μοράβια στην Αθήνα).Ακόμη, «Εκεί, σε ένα τριώροφο νεοκλασικό της Κωστή Παλαμά 6, πρωτογνώρισα τον κόσμο, που πολύ πόνεσα στη συνέχεια» Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (Ο δικός μας φιλόσοφος).
[10] Πρβ. Και ο χρόνος μου δεν είναι πια εκείνος που με πονούσε και που με έκανε να υποφέρω, να ανα­μοχλεύω έναν εαυτό αξιολύπητο κι ανήμπορο να διευθετεί καταστάσεις, αλλά έναν άλλο απ’ τον οποίο επιτέλους δεν ζητάω τίποτε περισσότερο από το να υπάρχει (Ευρυδίκη Τρισόν, Στιγμές).
[11] Πρβ.
Είμαστε τυχαίοι παφλασμοί, ενοχικά υγρά πεζοδρόμια
Τρομαγμένα περιστέρια, ήχος αντιπαροχή στην άδεια πλατεία
Πλαστελίνη, μπαλώματα στα σπασμένα παγκάκια.
(Άκης Παρώδης, Μονόκερος)
[12] Κώστας Σουέρεφ, Ασιδέρωτος ή παλίμψηστο του Α.
[13] Πρβ. Σοφία Ιακωβίδη, Ζεχίρι μ’ και βοτάνι μ’ .
[14] Ένα απ’ αυτό τα δεσμά είναι η μοναχικότητα, ο ατομικισμός που είναι ενδημικό φαινόμενα του 21ου αιώνα. Πρβλ. Γιώργος Λίλλης, Romance.
Μοιάζω με εκείνον τον αγρότη/ που συνάντησα κάποτε/ κρατώντας ένα ποτιστήρι/ μπροστά στη θέα/ της καμένης του γης.
[15] Γιώργος Γώτης, Αργόσυρτες νύχτες.
[16] Πρβ. Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Όσο υπάρχουν μέλισσες.
[17] Μάνος Κοντολέων, Απρεπείς και αστόχαστες εποχές.
[18] Πρβ. Την προτροπή του Παστάκα (Τα σπήλαια του Κάτουλλου
Ξοδέψτε τα γέλια σας κορίτσια,
στον ελαιώνα και τα λουτρά,
με πόση χαρά κι ευτυχία σάς ξαναβλέπω
κι ας μην σκαμπάζετε γρι Λατινικά.
[19] Κατερίνα Λιάτζουρα, Το ελάφι της θάλασσας, ή όπως λέμε Ahoo Daryaei.
[20] Φωτεινή Τσαλίκογλου, No More.
[21] «Τι πράμα ψαρεύεις, γέρο;»
«Γριβάδια, κέφαλους…»
Και θα ανοίγονταν τότε δύο οδοί για τον άνθρωπο: φανερή η μία, κρυφή η άλλη. Άμα ήταν τέτοιος άνθρωπος, που θα διάλεγε τη δεύτερη, θα καθότανε δίπλα στον γέρο και μπορεί κιόλας να του ’λεγε:
«Βλέπω τώρα».
Το νερό θα καθρέφτιζε τότε τα σύννεφα, που ένα αεράκι θα τα έξαινε και θα ζάρωνε τη λίμνη.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.