You are currently viewing Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Άγγελος Χαριάτης «Σκιές πάνω από το Όρος», εκδόσεις Κύφαντα

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Άγγελος Χαριάτης «Σκιές πάνω από το Όρος», εκδόσεις Κύφαντα

Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κύφαντα το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Άγγελου Χαριάτη «Σκιές πάνω από το Όρος». Μετά τη Μαντάμ Αμάντα, εκδόσεις 24Γράμματα, ο συγγραφέας συνεχίζει προσηλωμένος την πορεία του στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και τα καταφέρνει άριστα. Είναι από τους πρώτους συγγραφείς του είδους που διάβασα και με έχει κερδίσει. Είμαι θαυμάστρια των Ελλήνων συγγραφέων που γράφουν αστυνομική λογοτεχνία και πιστεύω πως δεν έχουν να ζηλέψουν κάτι από τους Βορειοευρωπαίους συγγραφείς. Η κυρίαρχη τάση στις μέρες μας είναι η επικράτηση του όρου «νουάρ» στην αστυνομική λογοτεχνία. Η εξέλιξη αυτή βέβαια δικαιολογείται τόσο από την ίδια τη φύση και την ιστορία του νουάρ ως υποείδους του αστυνομικού όσο και από τις κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες που βιώνουμε. Βέβαια, υπάρχει και μία άλλη παράμετρος στην ιστορία του νουάρ, η σύνδεσή του με την ψυχανάλυση και την ανάδειξη της τραγικότητας της ανθρώπινης κατάστασης, κάτι που με έκανε προσωπικά να αγαπήσω το είδος. Ένα τέτοιο νουάρ μυθιστόρημα είναι και το παρόν βιβλίο.

Ο συγγραφέας μάς περπατά στις σκιερές αυλές και τους λιθόστρωτους διαδρόμους του Αγίου Όρους, όπου ο χρόνος μοιάζει να παγώνει ανάμεσα σε ψαλμούς και σιωπές αιώνων. Με την ευαισθησία του ποιητή και το βλέμμα του ντετέκτιβ, μας οδηγεί σε ένα ταξίδι μέσα από το φως και το σκοτάδι, την πίστη και την αμφιβολία, το μυστήριο και την αλήθεια. Όσοι αναγνώστες δεν έχουν επισκεφτεί το άβατο, θα θελήσουν να πάνε μετά την ανάγνωση του. Οι αναγνώστριες, που μας απαγορεύεται να πατήσουμε το πόδι μας, θα απολαύσουμε ένα όμορφο ανάγνωσμα αφού οι αναλυτικές περιγραφές βοηθούν στο να δημιουργηθεί μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, αποτυπώνοντας τη μοναστική ζωή δίνοντας σημαντικές πληροφορίες. Για την ιστορία, μόνο η Μελίνα Μερκούρη τόλμησε να πατήσει το άβατο αφού πρώτα μεταμφιέστηκε αλλά την κατάλαβαν.

Το Άγιον Όρος είναι μια μικρογραφία ενός κόσμου όπου το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται μέσα σε ένα αέναο πνευματικό ταξίδι. Προσπάθησε και το κατάφερε να αποδώσει το Άγιον Όρος με σεβασμό και ακριβή παρατήρηση, όχι ως έναν μυθικό ή εξιδανικευμένο χώρο, αλλά ως μια ζωντανή κοινότητα ανθρώπων με τις δικές τους αδυναμίες, συγκρούσεις και μυστικά. Φαίνεται ότι  έκανε εκτεταμένη έρευνα ώστε να μπει στη νοοτροπία των ανθρώπων που ζουν εκεί. Μπορεί και να επισκέφτηκε τις μονές ώστε να αποδώσει τόσο όμορφα το άβατο. Ένιωσα πως δεν ήθελε να το παρουσιάσει ως ένα ρόδινο ή ιδεαλιστικό σκηνικό αλλά να καταγράψει την ένταση μεταξύ της πνευματικής αναζήτησης και της καθημερινότητας, μεταξύ της σιωπής και των εσωτερικών συγκρούσεων που βιώνουν οι μοναχοί. Ο τόπος στα μάτια του αναγνώστη/αναγνώστριας γίνεται ένας καθρέφτης των ανθρώπινων παθών, φόβων, και ελπίδων, παράλληλα με την πνευματική διάσταση που τον χαρακτηρίζει. Το περιβάλλον αποκτά χαρακτήρα και γίνεται σχεδόν ένας ζωντανός πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει την ένταση μεταξύ της ανθρώπινης αδυναμίας και της προσπάθειας για κάθαρση, που είναι κεντρικό θέμα του αστυνομικού είδους. Στο μυθιστόρημα, αυτή η ένταση εκφράζεται μέσα από την αποκάλυψη κρυφών μυστικών, τη διαπλοκή θρησκευτικών πεποιθήσεων και ανθρώπινων παθών, και τη σύγκρουση παραδόσεων με το σύγχρονο. Το Άγιον Όρος, ως σύμβολο πίστης και ηθικής, καλείται να αντιμετωπίσει αυτήν τη διπλή όψη. Δηλαδή την πίστη και την αμφιβολία. Κεντρικός άξονας του έργου είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο, ανάμεσα στον μύθο του Όρους και τη σκοτεινή του πραγματικότητα. Ο Χαριάτης δεν χαρίζεται, ούτε στους μοναχούς, ούτε στους ήρωές του. Δεν φοβάται να προκαλέσει, να ενοχλήσει ή να αναμετρηθεί με τη συλλογική μας μνήμη. Η γραφή του επιδιώκει να σέβεται τον ρεαλισμό, αλλά και να αφήνει χώρο στο μυστήριο, το αδιόρατο στοιχείο που υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινη εμπειρία. Είναι στιβαρή, με έντονη ατμόσφαιρα και συμβολισμούς που προσθέτουν πολλές διαστάσεις στην ανάγνωση. Το έγκλημα στο βιβλίο δεν είναι απλά μια παραβίαση νόμων, αλλά μια πληγή στην ψυχή. Τόσο του θύτη όσο και του θύματος. Η ενοχή και η μετάνοια λειτουργούν ως μέσα για να φωτιστούν τα σκοτάδια που κουβαλάμε μέσα μας, και να αναζητηθεί η λύτρωση. Αλλά ποιο είναι το κίνητρο των φόνων; Θέλει να αποσπάσει θησαυρούς ή άλλος είναι ο σκοπός του;

Ο συνταξιούχος ιδιωτικός ερευνητής Ιούλιος Φέρτης είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Ανθρώπινος, παραιτημένος από τη ζωή, έχει ήδη φτάσει περί τας δυσμάς του βίου του, ενώ θρηνεί την απώλεια της συζύγου του. Δεν έχει να περιμένει τίποτα παραπάνω από το ταξίδι στο επέκεινα. Ένα όραμα «επιβάλει» μια αλλαγή, προσωρινή μόνο, του προορισμού, και τον κατευθύνει στο Άγιο Όρος για να εκπληρώσει ένα τάμα. Μέσα από τον ήρωα Ιούλιο Φέρτη, ξεδιπλώνονται ζητήματα πίστης, ενοχής και λύτρωσης. Ο Ιούλιος παλεύει να συμφιλιώσει τις αντιφάσεις του και μέσα από αυτόν τον αγώνα και αντιπροσωπεύει την εσωτερική πάλη που βιώνει κάθε άνθρωπος όταν προσπαθεί να συμφιλιώσει την πίστη με την αμφιβολία. Δεν είναι ένας ήρωας που αποδέχεται τυφλά τα δόγματα. Αντίθετα, η πίστη του είναι δυνατή γιατί έχει περάσει μέσα από τον φαύλο κύκλο της αμφισβήτησης, της αναζήτησης, και του πόνου. Μοιάζει άλλοτε να περιφρονεί και άλλοτε να υποκλίνεται στο ιερό. Είναι τελικά ένας άνθρωπος χωρίς πίστη ή ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να συγχωρήσει τον Θεό του; Τα οράματά του δεν είναι απλώς ψευδαισθήσεις, αλλά εκφράσεις του εσωτερικού του κόσμου, της ψυχής που προσπαθεί να βρει απαντήσεις πέρα από τα φαινόμενα. Αυτό που προφανώς ενδιέφερε τον συγγραφέα ήταν να δείξει ότι η αμφιβολία δεν είναι εχθρός της πίστης, αλλά απαραίτητο στάδιο για να γίνει αυτή βαθύτερη και πιο ουσιαστική. Πέρα από το συγκεκριμένα εγκλήματα που ερευνά ο Ιούλιος, το μεγαλύτερο “έγκλημα” είναι η σιωπή. Η σιωπή που καλύπτει την αλήθεια, που επιτρέπει να συνεχίζονται αδικίες και ψέματα. Οι άλλοι ήρωες, δηλαδή οι μοναχοί που τον περιτριγυρίζουν,  είναι άνθρωποι με αδυναμίες, λάθη και προσπάθειες. Αφού το παρελθόν του κάθε μοναχού, ακόμη και του Ηγούμενου, είναι βουτηγμένο μέσα στην ακολασία, την κραιπάλη. Κι εδώ έρχεται η φράση «Αν δεν αμαρτήσεις δεν μπορείς να αγιάσεις». Οι μοναχοί έχουν να αντιμετωπίσουν τη σύγκρουση ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει. Να ξεδιαλύνουν τις έννοιες του καλού και του κακού. Να έρθουν αντιμέτωποι με τις φοβίες τους. Να νικήσουν και να νικηθούν.

Στο μυθιστόρημα όμως εκτός από τα εγκλήματα και το μυστήριο, τους ψυχογραφικούς λεπτοδουλεμένους χαρακτήρες που σε κρατούν σε αμείωτο ενδιαφέρον, ο συγγραφέας μας οδηγεί σε μια σχεδόν ανατρεπτική σύνδεση ανάμεσα στη θεολογική ισότητα της βασιλείας του Θεού και την πολιτική ουτοπία της κομμούνας.  Σαν να υπάρχει ένας υπόγειος διάλογος ανάμεσα στον μοναχισμό και τον ριζοσπαστικό σοσιαλισμό. Διαβάζουμε στη σελίδα 146: «Στη βασιλεία του Θεού δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις. Όλοι ήταν ίσοι ενώπιον του Θεού. Σε μια άλλη κοινωνία διαφορετική από αυτή της μονής και του Αγίου Όρους θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί, με καλή ή κακή διάθεση ως ένας ακάματος προλετάριος ο οποίος μαχόταν για την εγκαθίδρυση της κομούνας».

Επίσης χρησιμοποιεί μια σειρά από μεταφορές – “καλοκουρδισμένες μηχανές”, “πειραματόζωα με λοβοτομή”, “πρόβατα με βοσκό” – που συγκλίνουν στην εικόνα της απόλυτης υπακοής και υποταγής. Ο μοναχισμός, ακυρώνει την ανθρώπινη βούληση; Ή μήπως πρόκειται για μια κριτική στο πώς η πειθαρχία μπορεί να μεταμορφωθεί από εσωτερική αρετή σε εξουσιαστικό μηχανισμό; Γράφει στη σελίδα 156: «Οι μοναχοί αντέδρασαν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές μετά την εντολή του κεντρικού υπολογιστή, σαν πειραματόζωα με λοβοτομή, σαν πρόβατα που τους φωνάζει ο βοσκός…»

Κι επειδή προσωπικά μου αρέσει το ιστορικό μυθιστόρημα στέκομαι στη σελίδα 194: «Ακόμη την περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι μοναχοί είχαν φροντίσει, στέλνοντας επαίσχυντη επιστολή στον Φύρερ να μείνουν απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τι κι αν αργοπέθαινε όλη η Ελλάδα»; Οι αναγνώστες/αναγνώστριες πληροφορούνται, αν δεν ξέρουν, για την επαίσχυντη επιστολή μοναχών προς τον Χίτλερ ώστε να μείνουν απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Μέσα από τη γραφή του αναδύεται η εικόνα ενός μοναχισμού αποκομμένου από την ιστορική ευθύνη και την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Ο χριστιανισμός –ειδικά στο Άγιον Όρος– υπήρξε σε κρίσιμες στιγμές περισσότερο προπύργιο διατήρησης προνομίων παρά αληθινής πίστης. Ενώ στην ίδια σελίδα πληροφορούμαστε πως «Κάποια στιγμή οι αντάρτισσες του ΕΛΑΣ είχαν καταλύσει προσωρινά το άβατο. Όμως ο σοφός Κύριος είχε φροντίσει για το τόλμημα της βεβήλωσης. Οι αντάρτες, οι κομμουνιστές,  οι ληστοσυμμορίτες είχαν κατατροπωθεί. Ο Κύριος είχε δώσει το πανανθρώπινο μήνυμα του». Η αναφορά του στην προσωρινή κατάλυση του άβατου από τις αντάρτισσες, προκειμένου να προστατευτούν από τον κατακτητή, και στην “απάντηση του Κυρίου” ως συντριβή των κομμουνιστών μοιάζει να σαρκάζει τη μεταπολεμική αφήγηση περί “θείας δικαιοσύνης”. Εδώ βλέπουμε πως το θρησκευτικό αφήγημα, περί του καλού Θεού στο Άγιο Όρος εργαλειοποιήθηκε στον Εμφύλιο ως μηχανισμός ιδεολογικής νομιμοποίησης της κρατικής καταστολής. Είναι δυνατόν μοναχοί που αγαπούν τον Θεό και τον υπηρετούν, να τον θεωρούν τόσο κακό; Μου άρεσε πολύ που ο συγγραφέας το έγραψε στο μυθιστόρημά του.

Συμπερασματικά: Τι θα κρατήσει ο αναγνώστης μετά το τέλος του βιβλίου; Την αίσθηση ότι, όσο σκοτάδι κι αν υπάρχει, το φως της αναζήτησης και της αλήθειας είναι αυτό που μας κρατά ανθρώπους. Κάτι που δεν τελειώνει με την τελευταία σελίδα, αλλά συνεχίζει μέσα μας. Το μυθιστόρημα θα αρέσει πολύ σε όποιους αναζητούν κάτι πέρα από την απλή πλοκή. Σ’ αυτούς που αγαπούν τα μυστήρια, αλλά και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις. Καλοτάξιδο να είναι Άγγελε Χαριάτη!

 

 

 

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.