Στο βιβλίο του «Επιστροφή στη Ρενς» (2009) ο Ντιντιέ Έριμπόν αναρωτιέται «Ποιος φταίει… που η σημασία ενός τόσο δυνατού και συγκροτημένου «εμείς» άλλαξε τόσο πολύ, ώστε να δηλώνει «τους Γάλλους» σε αντιδιαστολή με τους «ξένους» αντί να δηλώνει τους «εργάτες» σε αντιδιαστολή με τους «αστούς»; Ή, μάλλον, που η αντίθεση μεταξύ εργατών και αστών απέκτησε εθνική και φυλετική διάσταση και επικράτησε η αντίληψη ότι τα ανώτερα στρώματα βλέπουν θετικά τη μετανάστευση και τα χαμηλότερα υφίστανται καθημερινά τα πάνδεινα εξαιτίας της; Και παρακάτω αναρωτιέται πώς διαγράφηκε από τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς κάθε ιδέα συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
Όλα τα παραπάνω είναι διαπιστώσεις που κάνει όταν μετά από χρόνια σπουδών και ζωής στο Παρίσι επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, στη Ρενς, μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας και προσπαθεί να αντιληφθεί πώς οι γονείς του που χρόνια ψήφιζαν Κομμουνιστικό Κόμμα έχουν αρχίσει να ψηφίζουν Εθνικό Μέτωπο. Μόνο που οι διαπιστώσεις που κάνει ο Εριμπόν δεν αφορούν την Γαλλία μόνο. Σε όλη την Ευρώπη λίγο πολύ ισχύουν τα ίδια πράγματα, για να μην μιλήσουμε και για την Αμερική με το φαινόμενο Τραμπ, που πια δεν το αντιμετωπίζεις ως φαινόμενο! Είναι μία πραγματικότητα που τείνει συνεχώς να επεκτείνεται και να κυριαρχεί στην πολιτική ζωή του ελεύθερου κόσμου.
Μέσα λοιπόν σε αυτή την θλιβερή πραγματικότητα υπάρχει ένας κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια που προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό που δημιουργεί η απουσία της αριστεράς, παρουσιάζοντας την ζοφερή εικόνα μιας κοινωνίας σε απόλυτη κρίση.
Μεταξύ αυτών δύο περιπτώσεις δημιουργών ξεχωρίζουν: οι αδελφοί Νταρντέν στη Γαλλία και ο Άγγλος σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, για τον οποίο αξίζει να γίνει ιδιαίτερος λόγος μια που πλησιάζει τα 90 και ίσως η ταινία του «Η τελευταία παμπ» είναι η τελευταία της ανεπανάληπτης καριέρας του.
Το 2021 εκδόθηκε «Ο Διάλογος για την Τέχνη και την Πολιτική», διάλογος μεταξύ του Κεν Λόουτς και τους Εντουάρ Λουί, νέου Γάλλου λογοτέχνη. Στην ερώτηση «ποια είναι κατά τη γνώμη σας η αξία της Τέχνης, ιδίως σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης», ο Κεν Λόουτς απαντά… «Πιστεύω ότι όταν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ταινίες ή να γράφουμε βιβλία ή οτιδήποτε άλλο, μπορούμε να υπερασπιστούμε τις θεμελιώδεις αρχές ενός τρόπου ζωής. Τις μεγάλες αξίες της ισότητας, της αδελφότητος και της ελευθερίας».
Ο Κεν Λόουτς λοιπόν που γεννήθηκε το 1936 και έζησε από κοντά όλη αυτή τη μεγαλειώδη προσπάθεια του στησίματος ενός κοινωνικού Κράτους που βοήθησε τους απελπισμένους της χώρας του και εξ αντανακλάσεως και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης που προσπαθούσαν να σταθούν όρθιες μετά την λαίλαπα ενός καταστροφικού πολέμου.
Η έκθεση του Sir William Beveridge στις 20 Νοεμβρίου 1942 έθεσε τις βάσεις του διευρυμένου Κράτους Πρόνοιας καθολικής κάλυψης. Ενός Κράτους που θα παρέχει φροντίδα σε όλους, από το λίκνο μέχρι τον τάφο. Στην ταινία ντοκιμαντέρ του 2013[1] ο Λόουτς σημειώνει ότι κάτω από την χαρά και την ευγνωμοσύνη μας για την νίκη υπήρχε μία δυσάρεστη ερώτηση: τι γίνεται με το μέλλον; Τι θα γίνει τώρα; Εμείς οι άνθρωποι που κέρδισαν τον πόλεμο θα διώξουμε τη νίκη μας ενάντια στο φασισμό νικώντας τους προπολεμικούς εχθρούς της φτώχειας και της ανεργίας;
Η ιστορία του Κεν Λόουτς και του κινηματογράφου που εκπροσωπεί αρχίζει από παλιά. Κατά την διάρκεια των 10ετιών του 1950 και του 1960, ένα βρετανικό Νέο Κύμα εμφανίσθηκε στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο επηρεασμένο από ιταλικές ταινίες νεορεαλισμού, όπως το «Κλέφτες Ποδηλάτων» (1948) του Βιτόριο ντε Σίκα και το βρετανικό κίνημα ντοκιμαντέρ της 10ετίας του 1950, γνωστό ως free cinema και πρωτοπόρους τους Λίντσεϊ Άντερσον, Τόνι Ρίτσαρντσον, Τζον Σλέσιντζερ και Κάρις Ράις.
Σε όλες του τις ταινίες ο Κεν Λόουτς, αρχίζοντας από το «Kes» προσπάθησε μέσα στο κύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού να παρακολουθήσει τα προβλήματα του ανήμπορου ανθρώπου. Του ανθρώπου που χάνεται μέσα στο πλήθος της μεγαλούπολης, όχι όμως μεταφυσικά παρουσιάζοντας τα προβλήματά του, αλλά κάνοντας αδυσώπητη κριτική στο σύστημα του νεοφιλελευθερισμού που επικράτησε στη Μ. Βρετανία με την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία και κατόπιν σ’ ολόκληρο τον λεγόμενο ελεύθερο κόσμο.
Οι τρεις τελευταίες του ταινίες, δηλ. «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (2016), «Δυστυχώς απουσιάζατε…» (2019) και η τελευταία του «Η τελευταία παμπ» (2023), η οποία ίσως είναι και η τελευταία του ταινία ως δημιουργού, ακριβώς παρουσιάζουν την προσπάθεια του Λόουτς, μαζί πάντοτε με τη βοήθεια του σεναριογράφου Πος Λόβερτι, να δείξει την φρικτή πραγματικότητα του σημερινού κόσμου.
Με τις τρεις προαναφερόμενες ταινίες ο Κεν Λόουτς είναι σαν να βάζει ένα μεγεθυντικό φακό για να προβάλει προβλήματα που έχουν καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου ελεύθερου κόσμου.
Μπορεί πολλοί κριτικοί του κινηματογράφου να τον κατηγορούν ότι τέτοιες ταινίες έχουν σκοπό την ιδεολογική χειραγώγηση του θεατή αλλά ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι τα θέματα που θίγει στην κυριολεξία απασχολούν βασανιστικά τους ανθρώπους που ζουν γύρω μας.
Με το «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ» ο Λόουτς αναφέρεται σε μια πτυχή του νεοφιλελευθερισμού και συγκεκριμένα περιγράφει την παραγωγή της υποκειμενικότητας. Σε μια απόλυτα ανταγωνιστική κοινωνία, κάθε αποτυχία στη ζωή δεν οφείλεται στο Κράτος αλλά στην αδυναμία του ατόμου. Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι άρρωστος από έμφραγμα αλλά για να πάρει το επίδομα που του αναλογεί μπλέκει σε ένα κυκεώνα γραφειοκρατίας ιδιωτικής εταιρείας που έχει αναλάβει την εξυπηρέτηση ενός ανύπαρκτου Κράτους.
Από το 2016, έτος δημιουργίας της παραπάνω ταινίας, μέχρι σήμερα έχουν περάσει αρκετά χρόνια όπου διαπιστώσαμε ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει επικρατήσει ο απόλυτος νεοφιλελευθερισμός, το Κράτος έχει υποχωρήσει σε όλους τους τομείς και ο θρίαμβος της ελεύθερης οικονομίας είναι απόλυτος.
Το 2019 με την ταινία «Δυστυχώς απουσιάζατε» προσπάθησε να κάνει ένα σχόλιο στον καπιταλισμό της πλατφόρμας, όπως έχει ονομασθεί, ο οποίος έχει μεγάλες επιπτώσεις στις πόλεις, στην καθημερινή μας ζωή, κυρίως όμως στη ζωή των εργαζόμενων που εμπλέκονται στις διαδικτυακές πλατφόρμες και θέτουν την εργατική τους δύναμη στη διάθεση των πλατφορμών. Είναι μια οικονομία που έχει επικρατήσει απόλυτα σήμερα, αρκεί να κάνεις μια βόλτα το βράδυ στο κέντρο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης, όπου τα μηχανάκια και τα πατίνια τρέχουν στους δρόμους για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες.
Η τριλογία τελειώνει το 2023 με την ταινία «Η τελευταία παμπ» που θίγει το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της μετανάστευσης. Σε μια χώρα, όπως είναι η Αγγλία, που η πλειοψηφία αποφάσισε τον απομονωτισμό ο Κεν Λόουτς ιδεαλιστικά εξακολουθεί να πιστεύει ότι «when you eat together, you stick together».
Το 2016 όταν η Κριτική Επιτροπή έδωσε τον Χρυσό Φοίνικα στον Κεν Λόουτς για την ταινία του «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ» στον ευχαριστήριο λόγο του κατέληξε στα παρακάτω λόγια «…Είναι καταπληκτικό να κάνει κάποιος ταινίες… Μπορεί να μας ταξιδέψει στον κόσμο της φαντασίας, αλλά και στον κόσμο που ζούμε. Κι ο κόσμος που ζούμε βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις και μία από αυτές είναι εκείνη όπου εκπροσωπεί το δίκαιο της κοινωνίας απέναντι στα συμφέροντα των ισχυρών. Ελπίζω να μπορέσουμε να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την παράδοση.»
Ο Κεν Λόουτς λοιπόν δεν κάνει κινηματογράφο χαρακτήρων αλλά όλα αυτά τα χρόνια προσπαθεί να κάνει πολιτικές παρεμβάσεις και να θίγει καταστάσεις που βασανίζουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Μπορεί να τον κατηγορούν για αφέλεια, φτηνή συγκίνηση και απλοϊκότητα για τον τρόπο που αναφέρεται στα θέματα που επιλέγει αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτά είναι από τα βασικά προβλήματα που δεν μπορεί να αγνοήσει ο κοινωνικός ρεαλισμός.
Εκφράζει μια γενιά καλλιτεχνών, κυρίως σκηνοθετών, που γεννήθηκαν στον πόλεμο, στην καταστροφή και πίστεψαν ότι ένα κοινωνικό κράτος θα μπορούσε να βοηθήσει την τάξη των αποκλεισμένων που συνεπάγεται την εξάλειψη των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Το κοινωνικό κράτος ήταν η ελπίδα μιας ολόκληρης κοινωνίας, όχι μόνο της αγγλικής, που έβγαινε από τον πόλεμο.
Το 2016 ο Κεν Λόουτς θεωρούσε ότι ο κόσμος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Σήμερα το 2025 η καμπή του 2016 έχει περάσει πια σε μία καινούργια φάση της ιστορίας που αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε και πολύ περισσότερο να διευκρινίσουμε…
Δήμος Κόντος






