Αφού αναριγήσαμε μπρος στο χυμένο αίμα, κι αφού τις τακτικές βαρβάρων αποδοκιμάσαμε και τις ακρότητες κάθε είδους στηλιτεύσαμε με μέτωπα και χέρια καθαρά, κι αφού τη θέση μας ρητά διαχωρίσαμε απ’ όσα δεν εξέφραζαν τη θέασή μας των πραγμάτων, κι αφού μετά σιωπήσαμε μουδιασμένοι απ’ το ουρλιαχτό τ’ ανίερο των θηρίων, κι αφού τα σπίτια μας σφραγίσαμε με τα παράθυρα κλειστά απέναντι στον άνεμο, κι αφού ακροπάτησε ο καιρός πολύ αργά κάτι να είναι για να γίνει (κι αφού μόνο εφικτό δείχνει πλέον το μοιραίο –και τίποτε το σπουδαίο δεν μοιάζει να ‘ναι εφικτό), προχωρήσαμε και, με κάθε επισημότητα, την αγανάκτησή μας εκφράσαμε για το αδιάκριτο του θανάτου, τον αποτροπιασμό μας για το μέγεθος της σφαγής, την οδύνη μας για το δυσθεώρητο του τρόμου.
Λοιπόν, να πει κανείς πως δεν υπήρξαμε άνθρωποι δεν το μπορεί. Γιατί τι είναι ο άνθρωπος παρά σταγόνες μιας συμπόνιας ιερής; Εμείς άλλο δεν κάναμε παρά το καθήκον μας, όταν τη σημαία των παιδιών υψώσαμε (υφάδι απ΄ το αίμα τους, κλωστές απ’ τις κραυγές τους) σε κάποιον ουρανό, διαβοώντας την τόση αθωότητά τους.
Α ναι, την αθωότητα. Ω ἀθῳότης, που μες στα χρώματα όλα χάνεσαι γινόμενη του καθενός κομμάτι! Ἀθῳότης, ἀθῳότης, σε νοσταλγούν οι ορίζοντες, σε λαχταρούν οι ανθρώποι! Ἀθωότης, ἀθῳότης, ἀθῳότης! Στο σάλπισμά σου σκύβουμε ταπεινοί.
(Στ’ αλήθεια, δεν κάναμε τίποτε άλλο παρά ό,τι θα περίμενε κανείς από εμάς· μονάχα το καθήκον μας).
