You are currently viewing Γιάννης Σ. Βιτσαράς: Γιώργος Μεταξάς, ”Αθήνα μια αόρατη πόλη”, εκδόσεις Οδός Πανός, (2019)

Γιάννης Σ. Βιτσαράς: Γιώργος Μεταξάς, ”Αθήνα μια αόρατη πόλη”, εκδόσεις Οδός Πανός, (2019)

Περί των Αθηνών και άλλων τινών συναπτομένων μετ’ αυτών

 

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους

Κ .Γ. Καρυωτάκης

 

 

Εξ αφορμής τού -προ ολίγων χρόνων εκδεδομένου- βιβλίου ”Αθήνα μια αόρατη πόλη” [εκδόσεις Οδός Πανός, (2019)] που συνέγραψε ο αρχιτέκτων Γιώργος Μεταξάς και στο οποίο θίγονται τα ”κακώς κείμενα” τού εν πολλοίς ”ετοιμόρροπου” αρχιτεκτονικού παρελθόντος των Αθηνών, προέκυψε το ακόλουθο αθηναιοκεντρικό κείμενο.

 

Παρά την (πολυ)αναμενόμενη (και πραγματωθείσα εντέλει την 12η Οκτωβρίου) Απελευθέρωση τού σωτηρίου έτους 1944, η πρωτεύουσα των Αθηνών (ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα) ”υπήχθη” στην ολέθρια συνθήκη τών αιματηρών ”Δεκεμβριανών”.

 

Αψευδή τεκμήρια τής -πενταετούς διάρκειας- εμφύλιας σύρραξης, παραμένουν ακόμη  ορατά και διά γυμνού οφθαλμού, στις διάσπαρτες οπές (εξαιτίας ενσφηνωθεισών σφαιρών) στις προσόψεις κτιρίων (όπως συμβαίνει λόγου χάριν στα διάτρητα ”προσφυγικά” τής Λεωφόρου Αλεξάνδρας), υπενθυμίζοντας την ένταση και την οξύτητα  τών – εκ τού συστάδην – γενομένων  μαχών.

 

Το μετεμφυλιακό  (μεταπολεμικό) ”πρόσωπο” τής αθηναϊκής μεγαλούπολης (από το 1949 και αφότου έχει λήξει, ο  αδελφοκτόνος σπαραγμός) επικαθορίζεται  αφενός από την ολοένα αυξανόμενη αστυφιλία και αφετέρου από την επέλαση τού ”πολιτισμού τής αντιπαροχής”.Τα προλεχθεντα διαρκώς επιδεινούμενα  κοινωνικοοικονομικά  φαινόμενα προκάλεσαν  την διάρρηξη  τής  (όποιας, έστω ελάχιστης) ρυμοτομικής ”ισορροπίας” καθώς και τις σωρευτικές παραμορφώσεις τής αστικής τοπιογραφίας.

 

Κι έτσι, η τσιμεντοποίηση τής Αθήνας, δε θ’αργήσει να πραγματοποιηθεί, με αποτέλεσμα η καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη, με την ανεξέλεγκτη οικονομική δραστηριότητα, να επιφέρουν την αισθητική υποβάθμιση τής πόλης, τον βιασμό τού Αττικού τοπίου, με κατασκευές εκτός κλίμακος, με άθλια ”εκ μπετόν πολυόροφα και σχεδόν πανομοιότυπα κακόγουστα μεγαθήρια” όπως έγραφε ο Δημ. Σκουζές, τα οποία ήσαν καρπός ενός απαράδεκτου συνεχούς συστήματος δόμησης. Η υποβαθμισμένη ποιότητα ζωής, η έλλειψη αστικού πρασίνου, η καταστροφή των αρχιτεκτονικών μνημείων, η κυκλοφοριακή συμφόρηση, η ρύπανση τού περιβάλλοντος αλλά και η απουσία κοινοχρήστων χώρων, είναι πλέον γεγονός.

Οι πλατείες τής πόλης είναι χωρίς χαρακτήρα, χωρίς οικειότητα, λειτουργούν περιστασιακά, (και) δεν αγαπήθηκαν από τους πολίτες, διότι δεν χωροθετήθηκαν ως κοινωνική  αναγκαιότητα, με διακριτή αισθητική κατεύθυνση, αλλά ως τυχαία επιλογή.

Περπατώντας λοιπόν, στο ιστορικό κέντρο τής πόλης, εκεί που κτυπά αληθινά η καρδιά της, έρχεσαι αντιμέτωπος με ανθρώπους που θεωρούν ανοίκειο τόπο, τήν κατοικία τους . Αισθάνονται γι’αυτήν μιαν αποξένωση, μιαν μοναξιά,μιαν απέραντη μονοτονία. Αδιαφορούν γι’αυτήν, δεν τήν φροντίζουν, δεν τήν σέβονται, τής συμπεριφέρονται με αγριότητα.

 

(Γ. Μεταξάς, Αθήνα μια αόρατη πόλη)

 

 

Η ενσκήψασα λαίλαπα τής αντιπαροχής  ισοπέδωσε (κυριολεκτικώς) τις (ηπίως ”αναπνέουσες”) μονοκατοικίες και εν ταυτώ τα νεοκλασικά αρχοντικά οικήματα (που κάποτε εγγράφονταν με τη μορφολογική τους ”ιδιόλεκτο”, στο φιλέρευνο βλέμμα, ενίων ευαισθήτων).

 

Οι ομοειδώς δύσμορφες πολυκατοικίες, κατασκευασμένες εξ οπλισμένου σκυροδέματος πολλαπλασιάστηκαν με ταχύτατους ρυθμούς, επιδεινώνοντας την αρχόμενη αίσθηση ”πνιγμονής” (τών συνωθούμενων ενοίκων) και ”σαρώνοντας” -ταυτοχρόνως-  τον  άκτιστο δημόσιο χώρο (που δυνητικά, ίσως διαδραμάτιζε ρόλο πνεύμονα πρασίνου ή πάρκου αναψυχής).

 

Είναι αλήθεια πως από την εποχή εκείνη τής ασέβειας, όπου τα τοπόσημα τής πόλης αφήνονταν στο έλεος τής μπουλντόζας και τής αντιπαροχής με αποτέλεσμα η πόλη των Αθηνών να παραμορφωθεί ολοκληρωτικά καθώς μεταλλάχθηκε σε μια υδροκέφαλη τσιμεντούπολη έως τήν σήμερον όπου η εγκατάλειψη,η φτωχοποίηση, η ασχήμια κα ο φόβος από την βίαιη εισβολή μεταναστών έχουν επικρατήσει, έχει παγιωθεί ένα μελαγχολικό κλίμα, κι η πόλη έχει χάσει τον χαρακτήρα της.

Οι νεοέλληνες δημότες τής πρωτεύουσας, ως νεοραγιάδες πλέον, βιώνουν υπομονετικά την παρακμή χωρίς να αντιδρούν, χωρίς αξιοπρέπεια, υποχείρια τής ανοιχτής κοινωνίας, θλιβερά ανδρείκελα μιας δειλής και αναλώσιμης μάζας που βουλιάζει στη σήψη.

Εάν, όμως, με αυτοκριτική ματιά εξετάσουμε την εξέλιξη αυτή θα αντιληφθούμε ότι ”Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία πως τα χάλια των Αθηνών εκφράζουν αυτό που είμαστε, νευρικοί, αγχώδεις, επιπόλαιοι… πειθήνια όντα και μαϊμούδες των πιο ανόητων πραγμάτων…” όπως έλεγε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.

 

(Γ. Μεταξάς , Αθήνα μια αόρατη πόλη)

 

Η περιήγησή μας, στα διεσπαρμένα νεοκλασικά (με την ευπρόσωπη αστική αισθητική) εκκινεί από την  πολυεθνική Ομόνοια και το υπεραιωνόβιο (ήτοι 120 και πλέον ετών) υπόγειο καπηλειό (και κρασοπουλειό) με το λαϊκότροπο προσωνύμιο: ”Το Δίπορτο”. Στο ιδιάζον ταβερνείο (που κείται στην γωνία τής οδού Θεάτρου με την Σωκράτους) θρυλείται -μεταξύ άλλων- η ”σύλληψη” τού πλέον γνωστού βαρναλικού ποιήματος ”Οι μοιραίοι” (το οποίο -εν συνεχεία-  μελοποιήθηκε άψογα  από τον Μίκη Θεοδωράκη).

 

Παραμένοντας στην πληθωρικά παλίμψηστη Ομόνοια, αιχμαλωτίζει (το βλέμμα μας) η θέαση τού (νεοκλασικής τεχνοτροπίας και ευρείας κόσμησης) πάλαι ποτέ χρηματίσαντος ξενοδοχείου ”Μπάγκειον”, που οικοδομήθηκε περί  τα τέλη τού 19ου αιώνος (χωρίς ωστόσο να έχει προσδιορισθεί η ακριβής χρονολογία) με σχέδια τού διακεκριμένου αρχιτέκτονος και εκ Γερμανίας ορμώμενου Ερνέστου Τσίλλερ (1837-1923).

 

Στην διάρκεια τού μεσοπολέμου, στο ”Μπάγκειον” συστεγαζόταν και υπόγειο λουκουματζίδικο – ”στέκι” τού αυτόχθονος λογοτεχνικού ”σιναφιού” με  πελάτες όπως : τον αποκλίνοντα δανδή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον πλάνητα αιθερομανή Τεύκρο Ανθία, τον περιπαικτικά σαρκάζοντα  Στέφανο Μπολέτση, τον ελεγειακά χαμηλότονο  Μίνω Ζώτο ( κ.ά. ποιητές, ζωγράφους, καλλιτέχνες  εν γένει). Το διακαλλιτεχνικό αυτό μωσαϊκό, λειτουργώντας εν είδει  αστικού τοποσήμου, προσέδωσε με τις ζυμώσεις και την διάδραση, μιαν υφή intellectual στην φαινομενικά ”άτεγκτη” έννοια, τού ακραιφνούς αθηναϊκού καφεζαχαροπλαστείου.

 

Από τον σταθμό Πελοποννήσου (που μάς φέρνει στο νού τον σταθμό Chemins de fer Orientaux τής Κωνσταντινούπολης) έως το υπέροχο νεοκλασικό κτήριο τού 1872-75, τού αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκου, που στεγάζει σήμερα την Δημοτική Πινακοθήκη και από εκεί, στο επιβλητικό Πιλοποιείο Πουλοπούλου γνωστό ως Πιλ-Πουλ, (λιθοδομημένο βιομηχανικό κτήριο τού 1886), έως την επί τής οδού Πειραιώς μοναδική Σοκολατοποιία Παυλίδη (έργο τού 1876) αντιλαμβάνεσαι, ότι όχι μόνον το πνεύμα σου, αλλά και η ψυχή σου, χάνεται στον 19ο αιώνα.

Αλλά και δίπλα σχεδόν στην κακοποιημένη σήμερα πλατεία Ομονοίας μπορούμε να θαυμάσουμε αφ’ενός το μεγαλοπρεπές Εθνικό Θέατρο (που οικοδομήθηκε με σχέδια τού Ερνέστου Τσίλλερ) και αφ’ετέρου το Μέγαρον Εϋνάρδου, νεοκλασικό κτήριο που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν τού Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Γαβριήλ Εϋνάρδου.

 

(Γ. Μεταξάς, Αθήνα μια αόρατη πόλη)

 

 

Μεταξύ Ομονοίας και Συντάγματος, προβάλλει (εκ τού μακρόθεν) το περίβλεπτο ”τριμερές” κομψοτέχνημα, έργο τού οξυνούστατου Δανού (νεοκλασικού) αρχιτέκτονος  Θεόφιλου Χάνσεν (1813-1891), που σήμερα τυγχάνει κυρίως γνωστός, χάριν αυτής τής -κατά παράταξη- ”Αθηναϊκής τριλογίας” (κείμενης επί τής οδού Πανεπιστημίου) με τα πάγκαλα ενδιαιτήματα  τής Εθνικής Βιβλιοθήκης, τού Πανεπιστημίου Αθηνών και τής Ακαδημίας Αθηνών.

 

Ο Θεόφ. Χάνσεν με το πλέον ευανάγνωστο αρχιτεκτονικό του ”εντύπωμα”, παρέδωσε στούς μεταγενέστερους το  προσωπικό  του credo, αναφορικά με την αδιάσπαστη σχέση ιστορικής συνεχείας  τού νεώτερου πολιτισμικού corpus, αφενώς με την αρμονία και  αφετέρου με το κάλλος τής εύγραμμης κλασικής (ελληνικής) αρχαιότητας.

 

Επαναφέροντας τα βήματά μας,  στην περιοχή  τής κυρίως Ομόνοιας, και τής κεντρικώτατης οδικής αρτηρίας, τής Γ’ Σεπτεμβρίου, παρατηρούμε φιλοπερίεργα την (φθαρμένη) νεοκλασική πρόσοψη τού κατάκλειστου (ευμεγέθους) ξενοδοχείου με την προσωνυμία ”Ηotel Hellas” (επί τής οδού Σατωβριάνδου και Γ’ Σεπτεμβρίου). Πριν τοποθετηθούν οι λαμαρίνες και τα παραπετάσματα (προς αποφυγήν τραυματισμών) είχαμε προλάβει να δούμε τήν έγχρωμη επιγραφή στο ισόγειο, η οποία ενημέρωνε, περί υπάρξεως καταστήματος ειδικευμένου στην πώληση κηλεπιδέσμων.

 

Η κατακερματισμένη ”θνήσκουσα” υπόσταση τού εγκαταλελειμένου νεοκλασικού, με μόνες επιζώσες μαρτυρίες, τις λαθρόβιες ταμπέλες, μαρτυρά τήν γενικευμένη αδιαφορία μιας μετανεωτερικά φίλαυτης, ανιστόρητης και αναίσθητης ανθρωπογεωγραφίας.

 

Στα  μετόπισθεν τής πολυπολιτισμικής Ομόνοιας, στο τμήμα που τέμνεται από τις οδούς Σοφοκλέους, Σαπφούς και Σωκράτους, σε αρκετά  ταλαιπωρημένα νεοκλασικά, τα ισόγεια συνηθέστατα λειτουργούν ως μικροκαταστήματα κινεζικού εμπορίου ψιλικών ή  ευτελούς  ιματισμού.

 

Η γενική εικόνα που αποκομίζει ο περιπατητής, είναι αποκαρδιωτική, καθώς η μόνη δρώσα παράμετρος, ”αναλίσκεται” στην κατακλυσμιαία εμπορευματοποίηση, με αποτέλεσμα την σύνθλιψη  τής  ιστορικής  ιδιοφωνίας τού αθηναϊκού άστεως.

 

Ασχημονώντας, λοιπόν, στο ίδιο το λαμπερό της παρελθόν, η πόλη στην προσπάθειά της να αναπτυχθεί, θυσίασε στον βωμό τής άναρχης δόμησης αμέτρητα εντυπωσιακά αρχοντικά κτίσματά της.

Κτίσματα που χαρακτήριζαν την ύπαρξή της, που στόλιζαν την ιστορική της διαδρομή, που αναδείκνυαν το αστικό της κάλλος.

Θλιβερά παραδείγματα τής καταστροφικής αυτής μανίας υπήρξαν μεταξύ άλλων: η νεογοτθικού ρυθμού οικία Σαριπόλου, στην συμβολή των οδών Πατησίων και Χαλκοκονδύλη, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών τού Ερνέστου Τσίλλερ, που εγκαινιάστηκε το 1888 από τον Βασιλέα Γεώργιο Α’, στην πλατεία Δημαρχείου, η οικία Τσοποτού, Πειραιώς και Μενάνδρου, επηρεασμένη από το χορηγικό μνημείο τού Λυσικράτους, η παραμυθένια βίλλα Μαργαρίτα, μεσαιωνικής έμπνευσης κτίσμα επί τής οδού Μεσογείων και Βασ. Σοφίας, η έπαυλη Νικ. Θων στους Αμπελοκήπους, έργο τού Ερνέστου Τσίλλερ.

 

Παρά ταύτα, υπήρξαν ωστόσο και αρκετά περικαλλή νεοκλασικά κτίσματα που -τύχη αγαθή- διασώθηκαν, γλυτώνοντας από τον εργολαβικό μεταπολεμικό ”οίστρο” τής αντιπαροχής και των κατεδαφίσεων.

 

Από το Αστεροσκοπείο, νεοκλασικό κτίσμα του 1842, και έργο τού Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν, που κυριαρχεί στο λόφο των Νυμφών, έως την Ρωσική Εκκλησία, (γνωστή ως Σωτήρα τού Λυκοδήμου, και βυζαντινό μνημείο τού 11ου αιώνα) με μοναδικές τοιχογραφίες τού Γερμανού ζωγράφου Λουδοβίκου Θείρσιου και από εκεί στο νεοκλασικό Δημαρχείο τής Αθήνας (όπου μπορούμε να θαυμάσουμε τις τοιχογραφίες τού Φώτη Κόντογλου και τού Γιώργου Γουναρόπουλου),έως  το επί τής οδού Μυλλέρου Μεταξουργείο-σηροτροφείο, έργο τού Δανού αρχιτέκτονα Χριστιανού  Χάνσεν, νιώθεις την αύρα τής πόλης.

 

(Γ. Μεταξάς, Αθήνα μια αόρατη πόλη)

 

 

Στην υποτιμημένη και πλειστάκις λοιδορούμενη περιοχή τού Μεταξουργείου η λειτουργία ”οίκων απωλείας” (αρχαϊστί  διαφθορείων) σε αρκετά  νεοκλασικά είναι εξόφθαλμα αυταπόδεικτη. Η ”συνύπαρξη”  των  ανενδοίαστων συναλλακτικών ηθών αφενός και τής  εκπεμπόμενης  αβρότητας   τών  νεοκλασικών αφετέρου (περίτεχνα φουρούσια, κεκοσμημένα κιγκλιδώματα, γύψινες προεξοχές προσόψεων, υποτονθορύζοντα ακροκέραμα) προδιαγράφει τον δυστοπικό ορίζοντα μιας εξωνημένης ”πραγματικότητας”, με κοινό παρονομαστή  την χρόνια- προκλητικά επιδεικνυόμενη – κρατική ακηδία.

 

Σ’αυτή την τελειωμένη πόλη έχουν βρει στέγη, τα τελευταία χρόνια, ορδές αλλοδαπών μεταναστών, προσφύγων, παραβατικών εποίκων, τοξικοεξαρτημένων, αστέγων, απόκληρων τής κοινωνίας, υπάρξεων που θέλουν να ζήσουν.

Η ανθρωπογεωγραφία τής πόλης έχει ολοκληρωτικά μεταβληθεί, ο χαρακτήρας της έχει αλλοιωθεί, η αίγλη της έχει ξεπέσει.

 

(Γ. Μεταξάς, Αθήνα μια αόρατη πόλη)

 

Ο Μεταξάς με το -περί ου ο λόγος- βιβλίο, επιτυγχάνει -το δίχως άλλο- να αποδώσει εύγλωττα, την κατρακύλα τού αστικού ”προσώπου” τής Αθήνας, απεικονίζοντας με την ζέουσα αφήγησή του του) μιαν αποξενωτικά απωθητική, μηχανιστική μεγαλούπολη, η οποία δεν ενδιαφέρεται -ούτε κατ’ ελάχιστον- για την ”καθημαγμένη” και  συνθλιβείσα  αρχιτεκτονική της παράδοση και ιστορικότητα (περίτεχνα φουρούσια, κεκοσμημένα κιγκλιδώματα, γύψινες προεξοχές προσόψεων, υποτονθορύζοντα ακροκέραμα) υπείκουσα αποκλειστικώς και μόνον στον θεοποιημένο βωμό τού χρήματος και τού αριβισμού.

 

Ο καταγωγικά πολεοδομικός και όψιμα κοινόχρηστος όρος gentrification (ελληνιστί αποδιδόμενος, ως αστικός ”εξευγενισμός” ή ”ανάπλαση”) αφορά στην σκόπιμη, ad hoc υποβάθμιση,  περιθωριοποίηση και εντέλει γκετοποίηση συγκεκριμένων αθηναϊκών γειτονιών (π.χ. Βικτώρια, Μεταξουργείο) οι οποίες, αφότου καταστούν αβίωτες, συμπαρασύρουν στην  πτώση, την αξία τών (εκεί) αστικών μονοκατοικιών ή νεοκλασικών, που πωλούνται σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές (από τούς δολίως εκδιωγμένους ιδιοκτήτες τους) και αγοράζονται -εν συνεχεία- από ελλοχεύοντα κερδοσκοπικά (μεγαλο)επενδυτικά (funds), με μελλοντικό σκοπό, την κατεδάφιση και την έγερση (στην θέση τους) είτε  ξενοδοχείων πέντε αστέρων, είτε άλλων προσοδοφόρων βραχυχρόνιας μίσθωσης ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων,  διαρρηγνύοντας και διαβρώνοντας  την  αρχιτεκτονική ιδιοσυστασία τής εκάστοτε ισοπεδωτικά ομογενοποιούμενης και ψευδεπίγραφα ”εξευγενισμένης” συνοικίας.

 

Ό, τι υποστήριζε στο έργο του, ”Ελληνική Γραμμή”, το 1903, ο υμνητής τού Ελληνικού μεγαλείου Περικλής Γιαννόπουλος, στις μέρες μας δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτό. Έγραφε τότε, ο αριστοκράτης αυτός τού πνεύματος, θαμπωμένος από την Αττική γη, την φορτισμένη με αριστουργήματα πνευματικής δημιουργίας:

 

”Πουθενά μαυρίλα, πουθενά θηριωδία, πουθενά πάλη, πουθενά μίσος, πουθενά κτηνωδία, πουθενά οξύτης, πουθενά χολή, πουθενά απαισιοδοξία, πουθενά τεραστιότης, πουθενά όγκος, πουθενά κόμπος, πουθενά ανάμιξις, πουθενά σύγχυσις, πουθενά θεομανία, βαρυσοφία, πουθενά απελπισία, πουθενά βαρυθυμία, πουθενά καρηβαρία, πουθενά συλλογισμός.

 

Παντού φως, παντού ημέρα, παντού τερπνότης, παντού ολιγότης,άνεσις, αραιότης, παντού ευταξία, συμμετρία, ευρυθμία παντού ημερότης, χάρις, ιλαρότης παντού παίγνιον ελληνικής σοφίας, διάθεσις γελαστική, ειρωνεία Σωκρατική, παντού φιλανθρωπία, συμπάθεια, αγάπη, παντού ίμερος, πόθος άσματος, φιλήματος, παντού πόθος ύλης, ύλης ύλης, παντού ηδονή Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ωραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος, παντού πέρασμα αέρος θουρίου, αέρος ορμής, αέρος αλκιμότητος, σφριγηλότητος και παντού μαζύ πέρασμα αέρος μελαγχολίας καλλονής, λύπης καλλονής, θρήνου θνήσκοντος Αδώνιδος. Και παντού αήρ φωτεινού θουρίου δένων τα μέλη και μαζύ αήρ φλογέρας λύων τα μέλη με ηδυπάθειαν”.

 

(Γ. Μεταξάς, Αθήνα μια αόρατη πόλη)

 

Τελευταίο αλλά όχι έλασσον, το εξώφυλλο όπως και τα ενδιάθετα  γλυπτά στο υπό συζητηση βιβλίο τού Μεταξά, αποτελούν έργα τού Τήνιου γλύπτη Πραξιτέλη Τζανουλίνου, ο οποίος εκκινώντας από τα εμπνευστικά νάματα τής αρχαιοελληνικής μυθολογικής παράδοσης, παραδίδει εξόχως δημιουργικές ”αναβιώσεις” με έκτυπες τις ρηγματώσεις συνυποδηλώνοντας τον αδήριτο Χρόνο και την αμφιθυμικά στρεβλή και μετέωρη- εντέλει- σχέση των Νεοελλήνων με το  πολιτισμικό τους παρελθόν.

 

 

 

Γ,Σ,Βιτσαράς

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.