You are currently viewing Ελένη Κοφτερού: Μιχάλης Μακρόπουλος, Άμμος, (εκδ. Κίχλη, 2025)

Ελένη Κοφτερού: Μιχάλης Μακρόπουλος, Άμμος, (εκδ. Κίχλη, 2025)

Μερικές σκέψεις από την αντήχηση της ανάγνωσης του βιβλίου Άμμος του Μιχάλη Μακρόπουλου

Στο πρόσφατο βιβλίο του  με τίτλο Άμμος (εκδ. Κίχλη, 2025), ο Μιχάλης Μακρόπουλος προτείνει μια γραφή που αναδεικνύει τη σιωπή σε πρωταγωνιστή και την καθημερινότητα σε πεδίο υπαρξιακής στοχαστικότητας. Η άμμος –ως τίτλος, ως υλικό και σύμβολο– δεν επιλέγεται τυχαία. Είναι το υλικό που δεν έχει σταθερή μορφή, ξεγλιστρά, τρυπώνει παντού και κάποτε  χάνεται με τον άνεμο.  Στο αφήγημα του Μακρόπουλου, η άμμος λειτουργεί ως αλληγορία του χρόνου, της φθοράς, της ζωής που ανεπαίσθητα αποσυντίθεται  και του θανάτου που διαρκώς παραμονεύει, αλλά και της μνήμης που παραμένει παρούσα ακόμη και όταν όλα γύρω χάνουν τη σταθερότητά τους. Η ένταση  αυτής της φθοράς αποτυπώνεται  με υπομονή, παρατήρηση και ακρίβεια και όχι με δραματικές εξάρσεις.  Με ποιητική γλώσσα ο συγγραφέας περιδιαβαίνει τη φύση, τη θάλασσα, δίνει ονόματα στα βότσαλα και μεταφέρει στον αναγνώστη το αμμώδες τρίξιμο της ζωής και των συναισθημάτων μιας οικογένειας που μοιάζει με τη δική του.

Με λιτή σχεδόν τελετουργική αφήγηση ο συγγραφέας αποτυπώνει μια κατάσταση όπου “η  άμμος μπαίνει από παντού στο σπίτι” και   καταφέρνει να αποδώσει τη διττή φύση της άμμου: ύλη της διάλυσης αλλά και ίζημα της μνήμης, ξεφεύγει από τις χρονικές συμβάσεις, λειτουργεί υπόγεια και αποκαλυπτικά. Οι χαρακτήρες αφήνονται σε αυτή τη διαδικασία χωρίς αντίσταση· η φθορά γίνεται μέρος μιας ήρεμης αποδοχής της κυριαρχίας του νοτιά: «Ο νοτιάς ήταν σαν ακούρντιστο ρολόι, η άμμος στις τσέπες, στα παπούτσια, στα μαλλιά και στα ματόκλαδα, στις σωλήνες, στους αρμούς-παντού-ήταν σκουπίδι σκαλωμένο στα γρανάζια του χρόνου. Το τότε ήταν ποτέ. Το σταματημένο τώρα ήταν πάντα και από πάντοτε»  Αυτό οδηγεί τους ήρωες σε στοχασμό, σε μια κατάσταση άχρονη όπως είναι ο έρωτας ή ο θάνατος. Όλα αυτά διαδραματίζονται σ’ ένα σπίτι  αλλιώτικο  και μαγικό: «Η πλαγιά ήταν πολύ κατηφορική. Πρώτος όροφος το σπίτι μας από τη μια μεριά, ισόγειο από την άλλη. Από κείνη τη μεριά, την ισόγεια είχαμε μια δίφορη λεμονιά, με γάτες και λεμόνια πάντα στα κλαριά της»  Ένα παραθαλάσσιο σπίτι ποτισμένο από την υγρασία και την αλμύρα δεν είναι απλώς ένα φόντο, αλλά ένας χώρος με έντονη φυσική φθορά και, ταυτόχρονα, μια αίσθηση γαλήνης μέσα στην παρακμή. Λειτουργεί ως ζωντανός οργανισμός, συμμετέχοντας στο θυμικό των ηρώων. Η λεμονιά στον κήπο, οι γάτες που άλλοτε περιφέρονται σαν σιωπηλές μικρές θεότητες κι άλλοτε μεταμορφώνονται σε καρπούς του δέντρου, συνθέτουν μια τοπιογραφία που λειτουργεί ταυτόχρονα αλληγορικά και αισθητηριακά.

Ο συγγραφέας αγγίζει με τρυφερότητα  τα μικρά πράγματα της καθημερινότητας αλλά και τα άλλα τα μεγάλα, τη βαθιά αγάπη, τη σύνδεση με τους άλλους, με τη φύση και τα πλάσματά της. Με μεταφυσικές αναφορές οδηγεί τον αναγνώστη σε μια καταβύθιση στον κάτω κόσμο μέσω του ευρήματος του ονείρου.

Τα ποιήματα της Εύης Λιακέα εναρμονίζονται απόλυτα με την ατμόσφαιρα του βιβλίου, συμβάλλοντας στην ομορφιά του κειμένου υπογραμμίζοντας τη σημασία της γραφής για τους ήρωες. Οι λέξεις τους, σαν τους κόκκους της άμμου, γίνονται γυαλί και οι ιστορίες αποκρυσταλλώνονται με τη γραφή. Σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργούν ως καθρέφτες του αφηγήματος, φωτίζοντας με λεπτότητα τις ανείπωτες όψεις του.

Η παρουσία της φύσης είναι έντονη, αλλά ποτέ εξωραϊσμένη. Δεν υπάρχει ειδυλλιακή διάθεση· κυριαρχεί η αίσθηση της εντροπίας. Όλα φθείρονται – το σώμα, ο χρόνος, οι σχέσεις. Ωστόσο, αυτή η φθορά δεν παρουσιάζεται ως τραγωδία, αλλά ως μέρος μιας αλυσίδας αλλαγών που μπορεί να είναι και λυτρωτική.

Η οικογένεια στο αφήγημα δεν εμφανίζεται ως τυπική κοινωνική δομή, αλλά ως ένα εσωστρεφές σύμπαν με τη δική του δυναμική και τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας. Πάνω απ’ όλα, χαρακτηρίζεται από το αδιάρρηκτο κέλυφος της αγάπης. Οι ήρωες κινούνται μέσα στη σιωπή, στη ρουτίνα της φροντίδας, στη διαρκή διαφύλαξη αυτού του μεταξένιου κουκουλιού της στοργής που νιώθουν ο ένας για τον άλλον.

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, χωρίς περιττές θριαμβολογίες, προσφέρει ένα αφήγημα εσωτερικής έντασης, μια ελεγεία για τη φθορά, τη μνήμη και την αθέατη τρυφερότητα της κοινής ζωής. Με ποιητικότητα και ακρίβεια, μας καλεί ν’ αφουγκραστούμε όχι μόνο τη φωνή των ηρώων αλλά και τη σιωπή που τους περιβάλλει. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει την προσοχή μας.

 

 

 

Ελένη Κοφτερού

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.