Οι άντρες κοντοστέκονται για λίγο μπρος στο πορτόνι του κήπου, να θαυμάσουν τα δυο παράξενα πουλιά, τις κρεμασμένες στο μπουγαδόσκοινο ως τους μηρούς αραχνοΰφαντες κάλτσες της, π’ ανεμίζουν στο απογευματινό αεράκι. Ονειρεύονται τη ρόδινη σάρκα που πιστεύουν πως θα υποδεχτούν. Ήδη με τη φαντασία τους προχωρούν πιο ψηλά, αγγίζουν το μαλακό δέρμα που αναπουπουδιάζει και μεταδίδει την έξαψη στα δικά τους δάχτυλα. Το κορμί τους ανατριχιάζει, οργιάζει το φύλο τους. Έντρομοι και κάθιδροι κοιτούν δεξιά κι αριστερά, μήπως τους εντοπίσει κανένα περαστικό μάτι, στη χειρότερη περίπτωση, η φιλενάδα ή η γυναίκα τους.
Μα εκείνη, η ακριβή κάτοχος, κρυμμένη πίσω από τις λεπτές δαντελένιες κουρτίνες, τους αφήνει να σιγοκαίγονται, άντρες και γυναίκες μαζί, να ζηλεύουν, να θαυμάζουν, ν’ απορούν, να ερωτεύονται τις φτιαγμένες απ’ το καλύτερο μετάξι κάλτσες της, δώρο ανεκτίμητο στα δέκατα έκτα γενέθλιά της, χωρίς να υποψιάζονται ότι καθόλου πια δεν τις χρειάζεται, καθώς κομμένες σύρριζα απ’ τα γόνατα οι πρώην ζυμαρένιες γάμπες. Μαζί κι όλες οι προσδοκίες και τα σχέδια για το μέλλον. Κυρίως, εκείνο το όνειρο να χορέψει στη λίμνη των κύκνων.
