You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Τρία έργα της αρχαίας τέχνης στην ποίηση  του Κώστα Ουράνη.

Φάνης Κωστόπουλος: Τρία έργα της αρχαίας τέχνης στην ποίηση  του Κώστα Ουράνη.

         Μας ξαφνιάζει κάπως ο Κώστας  Ουράνης, όταν στις τέσσερις μεγάλες  «Αγάπες» του, που αναφέρει σε ένα ποίημα του, οι τρεις είναι έργα που ανήκουν στην αρχαία ελληνική τέχνη. Και το λέω αυτό γιατί τον ποιητή των Νοσταλγιών  δεν τον είχαν συγκινήσει πολύ ούτε η τέχνη των αρχαίων  προγόνων, ούτε και εκείνη της βυζαντινής εποχής. Την καρδιά του  – όσο κι αν φαίνεται παράξενο –  την  είχε δώσει εκεί που ήταν το πνευματικό του κλίμα, στον κόσμο του δυτικού πολιτισμού. Και αυτό δεν είναι κάτι που το υποθέτουμε,  το είπε πολλές φορές ο ίδιος σε διάφορες συνεντεύξεις του.  Το είπε ακόμα και με στίχους του:

                 Πρέπει να είμαι απόγονος των ιπποτών εκείνων,

                γιατί ούτε αυτός ο Παρθενών, ούτε η Αγία Σοφία

                δε μου γεννήσαν τη γλυκιά εκείνη νοσταλγία         

                που ένιωσα, όταν κάποτε είδα στην Αχαϊα

               ένα καστέλι Φράγκικο, σιωπηλό  και μόνο,

              να υψώνει τις επάλξεις του – προκλητικά – στο χρόνο. 

Παρ’ όλα αυτά ο ποιητής επιμένει.  Και όταν επιμένει ένας ποιητής , δεν μπορείς να του αλλάξεις τη γνώμη – και μάλιστα όταν αυτή η γνώμη έχει  διατυπωθεί με στίχους.  Πράγματι, οι τρεις από τις τέσσερις  «Αγάπες » του, όπως τις λέει, είναι έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ποια  είναι όμως αυτά τα έργα.  Η  απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι τόσο εύκολη  όσο φαίνεται. Γι’  αυτό πρέπει να δούμε τα πράγματα με τη σειρά και με την προσοχή που τους αξίζει.

Στις  Αποδημίες   μια ποιητική συλλογή που την είχε έτοιμη από καιρό, αλλά δεν πρόλαβε  να τη δημοσιεύσει –  ο  Ουράνης περιλαμβάνει και ένα ποίημα, που το εμπνεύστηκε από ένα παρεκκλήσι στην Πορτογαλία, αφιερωμένο  στην Παναγία των «Γιατρικών και του καλού Θανάτου», που δίνει και τον τίτλο στο ποίημα. Μάλιστα  ο ποιητής προτίμησε (δείγμα  κι αυτό της αγάπης του για τη Δύση) να μας δώσει τον τίτλο αυτού του ποιήματος στα πορτογαλικά, μια από τις γλώσσες που ήξερε, γιατί όχι μόνο είχε χρηματίσει Γενικός Πρόξενος στη Λισαβόνα, αλλά και αλληλογραφούσε, όταν γύρισε στην Ελλάδα, σε αυτή τη γλώσσα με Πορτογάλους λογοτέχνες. Επιπλέον πλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πρώτη του σύζυγος ήταν η Πορτογαλίδα Μανουέλα Σαντιάγκο. Η  συλλογή  Αποδημίες κυκλοφόρησαν,  μετά τον θάνατο του ποιητή, στα Άπαντα που δημοσιεύτηκαν, με την εκδοτική επιμέλεια, της συζύγου του Ελένης Ουράνη. Εκεί, σε αυτή τη συλλογή,  υπάρχει το εν λόγω ποίημα με τον ξενόγλωσσο τίτλο: ‘SENHORA  DOS REMEDIOS E DA BOA MORTE.  Σε  αυτό λοιπόν το ποίημα ο ποιητής αναφέρεται στις τέσσερις μεγάλες αδυναμίες του, στις τέσσερις, με κεφαλαίο άλφα ,  «Αγάπες» του.  Οι τρεις πρώτες, για τις οποίες γίνεται λόγος στις  τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος , είναι έργα που θυμάται από την αρχαία ελληνική τέχνη. Οι υπόλοιπες στροφές είναι αφιερωμένες  στο πορτογαλικό παρεκκλήσι, που στάθηκε αφορμή για να γράψει το ποίημα.

Θα μας απασχολήσουν εδώ οι τρεις πρώτες στροφές, όπου αναφέρονται τα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά όσο φαίνονται. Γι’ αυτό και κανένας από τους μελετητές του έργου του δεν μπήκε στον κόπο να τα κατονομάσει. Γιατί;  Αυτό το «γιατί» θα φανεί στην ανάλυση της κάθε στροφής. Λέει λοιπόν ο  ποιητής στην πρώτη  στροφή του ποιήματος:

Αγάπες μου! Αγάπες μου! Συ, νεαρή Αμαζόνα,

                 που ένα νευρώδη Κένταυρο, καβάλα, πολεμάς

                 και που μ’ ολόρθα τα βυζιά κι ανεμισμένους πέπλους

                απάνω του –  πόσο όμορφη και τρομερή  – χυμάς×

Είναι αλήθεια ότι ένας αρχαιολόγος  ή τέλος πάντων ένας άνθρωπος που αγαπά και ασχολείται με την τέχνη των προγόνων μας δεν θα δυσκολευτεί, νομίζω, να καταλάβει πως οι γνώσεις του ποιητή γύρω απ’ την αρχαία ελληνική τέχνη είναι πολύ λίγες και συγκεχυμένες, για να μπορέσει να εκφράσει, με κάποια επιστημονική ακρίβεια,  αυτό που είδε κάποτε και τον εντυπωσίασε ή τον  συγκίνησε. Έτσι πέφτει στο λάθος να βλέπει άλλα πράγματα και να καταλαβαίνει άλλα. Τη νιότη του ο Ουράνης την έζησε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θαυμάζοντας έργα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής και όχι την Αφροδίτη της Μήλου  ή τη Νίκη της Σαμοθράκης.  Πάντως, μη φανταστείτε ότι  είναι ο μόνος ποιητής που βρίσκεις στο έργο του μια ανακρίβεια. Έτσι, για να μη νομίσετε ότι θέλω να τον δικαιολογήσω άδικα, στη μνήμη μου έρχεται ένας από τους  μεγάλους ρομαντικούς ποιητές της αγγλικής ποίησης, ο Τζον  Κητς, ο οποίος στο υπέροχο σονέτο (που παρά το λάθος, δεν παύει να είναι  υπέροχο) On First Looking into Chapman’s  Homer  λέει μεταξύ άλλων πως ο θαλασσοπόρος που ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που αντίκρισε τον Ειρηνικό ωκεανό ήταν ο Κορτές × η ιστορία όμως λέει πως ήταν ο Μπαλμπόα. Γιατί λοιπόν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση ο Ουράνης ;

Επιστρέφοντας στο θέμα μας, θα έλεγα ότι οι ελλιπείς γνώσεις του ποιητή  γύρω από την αρχαία ελληνική τέχνη δεν του επέτρεψαν να καταλάβει ότι στην ελληνική μυθολογία Κένταυροι με Αμαζόνες δεν πολέμησαν ποτέ και ότι αυτό που οι αρχαιολόγοι και οι άνθρωποι της τέχνης ονομάζουν Κενταυρομαχία είναι σύγκρουση ανάμεσα σε  Κένταυρους  και Λαπίθες. Επομένως, η παράσταση που είδε και  θυμάται ο ποιητής δεν είναι μάχη  Κένταυρου και Αμαζόνας, αλλά η πάλη της Ιπποδάμειας με τον Κένταυρο Ευρυτίωνα, που προσπαθεί να την απαγάγει. Πρόκειται για σκηνή που βλέπει κανείς στο δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία. Προς επίρρωση αυτής της άποψης είναι και η λεπτομέρεια που διαβάζουμε στον τρίτο στίχο: «ανεμισμένους πέπλους» που είναι πολύ φυσικό να φοράνε  οι γυναίκες των Λαπιθών στη γαμήλια τελετή που είχαν προσκληθεί και όχι οι Αμαζόνες που παριστάνονται πάντα με πολεμική στολή.

Πέρασαν δεκάδες χρόνια και κανένας από τους μελετητές του  έργου του δεν επεσήμανε το λάθος. Αν ήταν αυτό το λάθος στην ποίηση του Ελύτη ή ενός άλλου μεγάλου ποιητή, θα το είχαν βέβαια επισημάνει αμέσως. Και αυτό συμβαίνει γιατί στους ελάσσονες ποιητές της παραδοσιακής μας ποίησης οι μελετητές της εποχής τους που μελέτησαν το έργο τους όχι μόνο  δεν είχαν αρχαιολογικές γνώσεις, αλλά πολύ συχνά ούτε και την εγκυκλοπαιδική αρματωσιά του ποιητή που μελετούσαν δεν διέθεταν . Έτσι, πολλές λεπτομέρειες στο ποιητικό  τους έργο μένουν ακόμα και σήμερα σκοτεινά σημεία. Και για να μη νομίσετε ότι είμαι υπερβολικός, αναφέρω, για παράδειγμα, το σονέτο Απάμη η Βαρτάκου του Γρυπάρη, ένα σονέτο του οποίου το θέμα βασίζεται σε ιστορικές λεπτομέρειες, τις οποίες ο ποιητής άντλησε από κάποια ιστορική πηγή. Η πηγή αυτή, για τα λογοτεχνικά μας πράγματα, είναι ακόμα και σήμερα άγνωστη.

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος έχουμε τη δεύτερη αγάπη του ποιητή, ένα ταφικό ανάγλυφο μιας νέας στο αρχαίο νεκροταφείο του  Κεραμεικού. Ας δούμε τι λέει η δεύτερη στροφή, για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε για ποια νέα του Κεραμεικού  κάνει λόγο ο ποιητής :

η νέα του Κεραμεικού, που έχει ακουμπήσει αγάλια

                το πρόσωπο στο χέρι της και σκεφτικά κοιτάει,

                θαρρείς, να φεύγουν η ζωή, η αγάπη, η νιότη, η μέρα,

                καθώς κοιτάμε ένα γοργό ποτάμι να κυλάει×

Ένα ποίημα δεν είναι βέβαια επιστημονικό σύγγραμμα, για να μας δίνει πλήρη στοιχεία που  μας επιτρέπουν να καταλάβουμε, με βεβαιότητα , σε ποιο  συγκεκριμένο έργο τέχνης του Κεραμεικού αναφέρεται. Στη στροφή αυτή όμως, πέρα από την πληροφορία ότι αυτό το έργο βρίσκεται στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, δεν μας δίνεται κανένα άλλο στοιχείο που να βοηθάει για τον προσδιορισμό του έργου τέχνης.  Ο  Παλαμάς, επί παραδείγματι, όταν γράφει τους Τάφους του Κεραμεικού και ξεχωρίζει τρεις απ’ αυτούς, για να εκφράσει τη συγκίνηση  που αισθάνθηκε βλέποντας αυτά τα έργα τέχνης, τους αναφέρει με τα ονόματα με τα οποία  αυτοί  οι τάφοι είναι γνωστοί:  «εμέ Δεξίλεο με λένε»,  λέει για τον πρώτο× «εγώ είμ’ η αγαπημένη γυναίκα εγώ του Αγάθωνα» λέει για τον δεύτερο και για τον τρίτο λέει:  « Εμέ  με  κράζουν Ηγησώ». Θεωρούνται μάλιστα και τα τρία αυτά έργα αριστουργήματα της Αρχαίας ελληνικής τέχνης.  Τα στοιχεία όμως που δίνονται στο ποίημα του Ουράνη είναι ελάχιστα και αν δεν υπήρχε η λέξη Κεραμεικός, θα ήταν αδύνατο να καταλάβεις αν πρόκειται για άγαλμα, ανάγλυφο ή αγγειογραφία. Πάντως  το ότι βρίσκεται αυτό το έργο στον Κεραμεικό  αυξάνει τις πιθανότητες, αν δεν μας εξασφαλίζει τη βεβαιότητα, ότι πρόκειται για ένα ταφικό ανάγλυφο.   Έτσι η μόνη μας ελπίδα, το μόνο δηλαδή στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά σε τούτη  την έρευνα, είναι η περιγραφή του έργου που δίνει ο ποιητής.  Αν αυτή η περιγραφή είναι πιστή, τότε μπορούμε να πούμε ότι ανοίγει ο δρόμος για την εξακρίβωση του έργου που μας περιγράφει.

Και πράγματι, η περιγραφή του ταφικού ανάγλυφου είναι τόσο πιστή, ώστε να μη χωράει καμία αμφιβολία ότι αυτή η «Αγάπη» του ποιητή στη δεύτερη στροφή  είναι το  ταφικό ανάγλυφο του  Ζωσίμου και της Βλαστής ( 1ος μ.Χ. αι.). Κοιτάζοντας κανείς αυτό το ταφικό ανάγλυφο σε εικόνα  βιβλίου,  με θέμα τον Κεραμεικό., βλέπει μια γυναικεία μορφή να στέκεται όρθια στη δεξιά πλευρά της επιτάφιας στήλης.  Έχει γείρει ελαφρά το κεφάλι της προς τα κάτω.  Το δεξί της χέρι, λυγισμένο προς τα πάνω, δίνει από μακριά την εντύπωση ότι με την ανάποδη της παλάμης στηρίζει το κεφάλι και συγκρατεί το βάρος του. Και αυτή η στάση του χεριού που δείχνει άνθρωπο να σκέπτεται, θυμίζει σε πολλούς που γνωρίζουν  το έργο του Ροντέν τον Στοχαστή του, που με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στηρίζει κι αυτός το κεφάλι του. Κι όμως, όταν   πλησιάσεις κοντά στη γυναικεία μορφή και την παρατηρήσεις με προσοχή, βλέπεις ότι  το  κεφάλι δε στηρίζει το βάρος του πάνω στο χέρι της αλλά όπως λέει ο ποιητής ακουμπάει «αγάλια». Πάντως, είτε από μακριά κοιτάξεις αυτή τη μορφή, είτε από κοντά δίνει την εντύπωση ανθρώπου που σκέπτεται. Και καθώς έχει γείρει το κεφάλι ελαφρά προς τα κάτω, σ’ αφήνει να καταλάβεις ότι και το βλέμμα της έχει την ίδια κατεύθυνση, λες κι έχει, όπως λέει ο ποιητής, μπροστά της « ένα γοργό ποτάμι να κυλάει».

Στην τρίτη στροφή ο ποιητής των Νοσταλγιών είναι πιο σαφής και πιο ενημερωμένος. Μπορούμε να πούμε, με βεβαιότητα, ότι η τρίτη του « Αγάπη» είναι μια από τις κανηφόρους στη ζωφόρο του Παρθενώνα και της αφιερώνει αυτή τη στροφή, για να υμνήσει τη χάρη και την ομορφιά του νεανικού και λυγερού κορμιού της:

           Κι εσύ, Αθηναία , με καρπούς κι ανθούς στο κάνιστρό σου,

           όπου ανεβαίνεις ήρεμα κι αργά  στον Παρθενώνα

           και που το νέο σου κορμί  –  καρπός κι ανθός αντάμα –

           είναι μια αναθηματική προς τη ζωή κολόνα…

Είναι αλήθεια πως θα μπορούσε κανείς εδώ να παρατηρήσει ότι τα κάνιστρα που έφερναν στην πομπή των Παναθηναίων οι  κόρες  της Αθήνας, οι περίφημες κανηφόροι που αποθανάτισε η σμίλη στη ζωφόρο του Παρθενώνα, δεν είχαν μέσα «ανθούς» και «καρπούς», όπως λέει ο ποιητής, αλλά τα ιερά σκεύη που χρησιμοποιούνταν στις γιορτές του Διονύσου, της Δήμητρας ή της πολιούχου θεάς, της Αθηνάς.  Ο ποιητής όμως δεν είναι αρχαιολόγος  και πολύ σωστά η σκέψη του πήγε στους ανθούς και στους καρπούς, που του χρειάστηκαν, όπως φαίνεται σ’ αυτούς τους στίχους , για να υμνήσει τη γυναικεία  ομορφιά και χάρη των κανηφόρων της πομπής των  Παναθηναίων.

     Λείπει όμως από  τους στίχους αυτούς εκείνη η πηγαία, λυρική διάθεση που τον χαρακτήριζε, όταν η συγκίνηση για ένα τοπίο, έργο τέχνης ή μια όμορφη γυναίκα (ο Ουράνης  ήταν ερωτικός ποιητής)  ήταν αληθινή και  όχι επιτηδευμένη. Και λέω «επιτηδευμένη» γιατί οι τρεις  «Αγάπες» του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επινόηση για ν’ αρχίσει το ποίημα που ήθελε να γράψει. Οι στίχοι αυτοί έδειξαν όχι μόνο τις ελλιπείς και συγκεχυμένες γνώσεις του σχετικά με την αρχαία τέχνη , αλλά κυρίως (και αυτό ήταν το χειρότερο)  ότι αναφέρθηκε με τρόπο τηλεγραφικό στις τρεις «Αγάπες» του, για να φτάσει, θα ‘λεγε κανείς,  γρηγορότερα στο επίμαχο θέμα  που έγινε αφορμή για να γράψει το ποίημα. Κατά τη γνώμη μου έκανε λάθος. Οι τρεις αυτές «Αγάπες» του  ποιητή θα έπρεπε να εκπροσωπούνται από έργα της αναγεννησιακής τέχνης, την οποία  θαύμαζε αληθινά και γνώριζε καλά,   από μια μαντόνα του Ραφαήλ, γα παράδειγμα, ή από την αναδυομένη Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, τον κόσμο δηλαδή της τέχνης που τον σφράγισε και τον διαμόρφωσε. Εντύπωση, όμως, κάνει ότι και οι τρεις «Αγάπες» του από την αρχαία τέχνη ήταν γυναίκες, λες και δεν υπήρχε ένας Απόλλων, ένας Ερμής, ένας Ηρακλής, ένας Θησέας ή ένας Οδυσσέας στη γλυπτική ή  στην αθηναϊκή αγγειογραφία  να προκαλέσει τον θαυμασμό του. Το πάθος του, κανείς δεν αμφιβάλλει, ήταν το ωραίο φύλο. Θυμηθείτε στους στίχους του από τις  «Περαστικές» με τι πάθος μιλάει για τις γυναίκες:

                         να ξέρατε με πόση νοσταλγία,

                         στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,

                         σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,

                         γυναίκες που περάσατε  μιαν ώρα    

                        απ’ τη ζωή μου μέσα – και που τώρα      

                        κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου.    

                                     ———————–

           

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.