Η μικρή του αδερφή, στις πλάκες απάνω αυτοσχέδιου νοσοκομείου κάπου στη γη της Γάζας, ζητάει κλαίγοντας τη μητέρα τους. Κι ο μεγάλος, ο όμορφος Ζαΐν, βαστώντας ήδη τον μικρότερό τους στην αγκαλιά, της απλώνει το χέρι.
Habibti
Μην κλαις πουλάκι μου εσύ, μην κλαις εσύ πουλί μου
και το κεφάλι γύρισε σε μένα, που ’μαι δω.
Άλλος κανείς να μην φανεί, στην κάθε ανατολή μου,
στο πρώτο μου το ξύπνημα θα τρέχω να σε δω.
Μην σε τρομάζουν οι σκιές τον ουρανό που κρύβουν
σαν κλείσεις τα ματάκια σου θα έχουν ξεχαστεί.
Να δεις· θα φτάσει ο καιρός και όσα που σε θλίβουν
θ’ αφήνεις όλα πίσω σου, καλή μου, γελαστή.
Κανέναν δεν χρειάζεσαι, habibti, εκεί θα ’μαι
στα ρείκια τα πρωτάνθιστα, στων ρόδων την αυγή
μαζί με το ημέρωμα του χρόνου θα γερνάμε
το φως σαν θα οργώνουμε αργά στη μαύρη γη.
Ποτέ της η απόγνωση σιμά σου μη κουρνιάσει
ειν’ όλεθρος ο πόνος της μες στην καταστροφή.
Της Μάνας μας στο ριζικό γλυκιά μου έχεις μοιάσει
–του κάθε θρήνου ύστερα να βγαίνεις πιο σοφή.
Σήκω! Σε ψάχνει η θάλασσα για να τη διασχίσεις,
σε θέλουν στο τραγούδι τους οι σπίνοι –κι ο φαιός
ορίζοντας τα χρώματα φορά, για σε, της δύσης:
Στο χέρι μου που άπλωσα γεννιέται ο Θεός.
