Οι λέξεις ταξιδεύουν. Για να περάσουν απαρατήρητες τα σύνορα κρύβονται από τους μεθοριακούς φρουρούς, στο στόμα και στις καρδιές των ανθρώπων. Αν δεν ταξίδευαν ίσως να με φωνάζατε ακόμα με το παλιό «μέθυσος» και δεν θα ευχαριστιόταν η γλώσσα σας με το «μπεκρής» των Αγαρηνών, που μου το κοπανάτε όλη την ώρα. Για την ακρίβεια ο Άγγελος ο Μπεκρής. Με αυτό το όνομα είμαι γνωστός στην πόλη που μένω. Πόλη – πόλη δεν το λες. Κάποτε ήταν! Με άπαρτα τείχη, με εκκλησίες, καπηλειά, αγορές και με εμπόριο με όλες τις άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας.
Άραζαν τα εμπορικά στο λιμάνι. Αχθοφόροι και ναύτες ξεφόρτωναν και φόρτωναν εμπορεύματα αμφορείς και δέματα τυλιγμένα σφιχτά σε καραβόπανο. Κατέβαιναν από τα χωριά της Ροδόπης οι χωρικοί κουβαλώντας την πραμάτεια τους, την φτώχεια και τις γλώσσες τους. Η πόλη γινόταν σαν την Βασιλεύουσα, ένας Πύργος της Βαβέλ. Τι σημαίνει «Πύργος της Βαβέλ»; Που να ξέρω εγώ; Μπεκρής είμαι. Να ρωτήσετε των πάτερ Σωτήρη. Και αυτός μπεκρής είναι ,αλλά δεν του το λέτε, κρατάει στα χέρια του τα κλειδιά της εισόδου σας στον Παράδεισο. Είναι παπάς και την συγχώρεση για τα κρίματα σας, αυτός την δίνει. Αυτό δεν σκέφτεστε; Ξεχνάτε όμως πως άλλος είναι ο πραγματικός κριτής και η γνώμη του πάτερ Σωτήρη εκεί πάνω ελάχιστα μετράει. Αν μου πληρώνατε και εμένα το κρασί και εγώ θα σας συγχωρούσα τα κρίματα. Έτσι δεν θα αναγκαζόμουν να λέω τραγούδια και ιστορίες στο καπηλειό του Αντώνη . Είναι το μόνο που έχει απομείνει στην πόλη . Κολλημένο στα τείχη πλάι στην πόρτα του λιμανιού. Αν ξεπέσει κανείς έμπορος η ναυτικός να μην παιδεύεται με τις ώρες να βρει το πραγματικό απάγκιο του λιμανιού. Και εμένα εκεί θα με βρει, πλάι στην πόρτα καθιστό με το ούτι ακουμπισμένο στα γόνατα μου. Με το μπράτσο του οργάνου στον ώμο και το ηχείο τούρλα μπροστά στην κοιλιά , μοιάζω να εγκυμονώ. Έτσι είναι. Κάθε βράδυ γεννάω την διασκέδαση αυτών που περνούν το κατώφλι της ταβέρνας του Αντώνη. Αυτά γίνονται τα βράδια. Τις μέρες εκτός από μπεκρής γίνομαι και άλλα πράγματα. Σκαλίζω με την τσάπα , κλαδεύω, οργώνω, θερίζω, τρυγώ, ζέχνω κοπριά και προβατίλα. Ό,τι και εσείς.
Εσείς όμως θα τα λέγατε όλα αυτά βλαστημώντας την φτώχεια, τον άρχοντα, τον καπνικάρη και τον Αυτοκράτορα ακόμα. Και εγώ τα λέω. Αλλά τραγουδιστά. Δεν σας αρέσουν όμως αυτά τα τραγούδια, δείχνετε να τα φοβάστε. Τα κρατάτε μέσα σας φυλακισμένα. Και όταν δραπετεύουν από μέσα σας την ώρα που σκάβετε με μίσος το χώμα, έχουν χάσει την μελωδία τους, βγαίνουν σαν άναρθρες κραυγές και βρισιές. Στο καπηλειό του Αντώνη προτιμάτε να ακούτε τα άλλα τραγούδια Χαρούμενα, ερωτιάρικα, ακόμα και ηρωικά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα ηρωικά, τα ζητάτε όταν είναι παρών και ό Άρχοντας Καστροφύλακας στο καπηλειό. Έχετε την εντύπωση πως του αρέσουν επειδή αραιά και που φοράει πανοπλία;
Και αυτός μόνιμος θαμώνας του καπηλειού . Δικαιολογείται πως οι ψητές σουπιές του Αντώνη είναι οι καλύτερες της Αυτοκρατορίας και τις συνοδεύει μόνο με ντόπιο λευκό κρασί. Από αυτόν το αγοράζει ο Αντώνης. Ας τολμήσει να αγοράσει από αλλού. Λοιπόν και ο Καστροφύλακας είναι συνάδελφος. Όχι δεν οργώνει, δεν θερίζει, δεν τσαπίζει, δεν αρμέγει, δεν κλαδεύει, τα κτήματα του και ας έχει πολλά. Ούτε τραγουδάει σε ταβέρνα. Μπεκρής είναι και αυτός. Ούτε σε αυτόν όμως τολμάτε να του το πείτε. Και αυτός κρατάει κλειδιά και καταλόγους, τα κλειδιά της φυλακής και τους φορολογικούς καταλόγους. Έτσι ο επισκέπτης στην πόλη επηρεασμένος από τα λόγια σας, νομίζει πως ο μόνος Μπεκρής της είναι η αφεντιά μου. Μπαίνει στην ταβέρνα και με κοιτάει με λύπηση. Αυτό δεν με πειράζει, αρκεί να ακουμπήσει ακόμα και να πετάξει το κέρμα του στο μαυρισμένο πιατάκι στα πόδια μου. Θέλει γάνωμα και αυτό. Όποιος πίνει το κρασί του μόνος του στην ταβέρνα κατά την άποψη σας, είναι μπεκρής. Όποιος αδειάζει ασκούς και αμφορείς σπίτι του είναι ότι άλλο θες, αλλά δεν είναι μπεκρής. Όλοι σας με φωνάζετε ο Άγγελος ο Μπεκρής. Ό,τι δείχνει κανείς έξω από το σπίτι του αυτό μετράει. Για τους ανήμπορους μπορεί να είμαι και ο Άγγελος ο Αγαθός ή όπως με φωνάζει η θεία η Λάμπραινα Αγαθάγγελος. Ειλικρινά το απεύχομαι να με προσφωνήσετε και εσείς έτσι.
Μου αρέσει το καπηλειό του Αντώνη. Έχει να βαφτεί από την εποχή του αυτοκράτορα του Μιχαήλ του Τραυλού. Πότε βασίλεψε αυτός; Έ δεν θα έχουν περάσει καμιά τρακοσαριά χρόνια. Από τότε οι τοιχογραφίες έχουν χαθεί κάτω από την καπνιά, και οι σοβάδες έχον φουσκώσει και πέσει από την υγρασία. Έτσι ο τοίχος έχει αποκτήσει κόκκινα μπαλώματα των τούβλων χαραγμένα με τις άσπρες γραμμές του κονιάματος.
Το καπηλειό του Αντώνη νωρίς το πρωί μαζεύει τους ψαράδες. Ρουφούν φασκόμηλο και λένε τις όλο αλήθεια ψαράδικες ιστορίες τους . Εκείνη την ώρα περνώ και εγώ . Έχω την άσχημη συνήθεια να θέλω παρέα όταν τρώω. Στο σπίτι δεν έχω! Κάποτε είχα.. . Βουτάω σε νερωμένο κρασί ένα κομμάτι ψωμί, το μασουλάω αργά μαζί με τυρί , ξεραμένο σύκο και ψαράδικες ιστορίες. Το ΄φχαριστιέμαι! Μου αρέσει να ακούω το κρυμμένο τραγούδι στις συζητήσεις των ανθρώπων. Μετά φορτώνω στον ώμο τον μπόγο με το προσφάι μου και τις κλεμμένες από τις συζητήσεις μελωδίες και αναχωρώ. Όπου με βγάλει η μέρα μου, αν όχι στα δικά μου κτήματα, υπάρχουν οι άνθρωποι με ανάγκες, πηγαίνω και τους δίνω το χέρι βοήθειας που χρειάζονται, χήρες, ορφανά, ηλικιωμένοι, άνθρωποι που έχασαν το στήριγμα τους. Δεν έχασαν όμως τις υποχρεώσεις προς τον Αυτοκράτορα, ακόμα και αυτοί που το στήριγμά τους χάθηκε υπηρετώντας τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας. Συχνά ακούω να λένε πως η ζωή τα παλιά χρόνια ήταν αλλιώς. Τα παλιά χρόνια όλοι οι άνθρωποι ζούσαν με αφθονία και ευτυχισμένοι.
Μπορώ να καυχηθώ, πως τον κόσμο τον έχω γυρίσει και γνωρίσει. Μην με τσιγκλάτε! Αυτή την στιγμή δεν υπάρχει λόγος να σας πω το πώς και το γιατί. Έχω μιλήσει με πολλούς ανθρώπους και όλοι μιλούν με νοσταλγία για αυτά τα «παλιά τα χρόνια». Αυτοί που μιλάνε Ρωμαίικα δεν έχουν απάντηση στην ερώτηση «πότε ήταν αυτά τα παλιά χρόνια;» Και οι Αγαρηνοί και αυτοί θυμούνται απλά πως υπήρχαν. Μόνο ένας γέρος στη Ροδόπη μου έδωσε κοφτή και σαφή απάντηση «Δεν έχουν περάσει πάρα πολλές γενεές. Ούτε δεκατέσσερις! Δεν είχαμε βασιλιάδες, εκκλησίες και άρχοντες να τρέφουμε. Οι παλιοί θεοί ήταν με λίγα ευχαριστημένοι» …
Μια φορά εκμεταλλεύτηκα την θολωμένη ματιά και το άστατο βήμα του Καστροφύλακα και τον ρώτησα. Είχαμε φύγει τελευταίοι από την ταβέρνα και τον στήριζα στην δύσκολη πορεία ως το Αρχοντικό του. Κάπου εκεί χαμένοι στα στενά και με τα λόγια μας να γίνονται αντιληπτά μόνο από εμάς τους δύο. Τον ρώτησα αν γνώριζε να υπήρχε εποχή χωρίς βασιλιάδες. Ακούμπησε στον μαντρότοιχο, ρεύτηκε σιγανά, και απάντησε «Ποτέ!» Τελικά η κουβέντα μας μπορεί να έγινε αντιληπτή από τα σκυλιά της πόλης . Με τα γαβγίσματα τους βιαστήκαν να διαδώσουν το «Ποτέ!» του Άρχοντα. Μπορεί απλά να μύρισαν κάποια αλεπού έξω από τα τείχη. Μπεκρής και αλλοπαρμένος δεν είμαι; …
Πέρασαν μέρες. Ο Καστροφύλακας με συνάντησε στο λιμάνι. Βοηθούσα τον Τάσο τον Ψαρά στο καλαφάτισμα της βάρκας του. Στάθηκε πάνω μας σαν μπάστακας .
-Παράξενες ερωτήσεις μου έκανες προχθές! Τα θυμάμαι! Δεν ξέρω τι έχεις στο νου σου. Να το χώσεις στην γκλάβα σου (και άλλη ταξιδιάρικη λέξη) πως ο κόσμος έτσι ήταν φτιαγμένος από τότε που φτιάχτηκε ο Άνθρωπός. Το λένε και οι Γραφές ! Να το χωρέσει η κούτρα σου καλά αυτό!
Λες και τα έφτυσε τα λόγια του και έφυγε. Ο Τάσος με κοίταξε σαν να περίμενε να του πω τα παραλειπόμενα. Του έγνεψα αρνητικά και συνεχίσαμε την δουλειά μας.
Η αλήθεια είναι πως το ερώτημα για το αν ήταν ο κόσμος πάντα έτσι φτιαγμένος, δεν μου έχει φύγει από την σκέψη. Μόνο που δεν χωράει σε εύθυμο τραγούδι. Η μήπως χωράει; Μπορεί οι λέξεις στο ατέλειωτο ταξίδι τους να έχουν την απάντηση. Μπορεί να έχουν την απάντηση και για τα χρόνια που έρχονται και όχι μόνο για τα παλιά τα χρόνια που κάπου μέσα μας είναι κρυμμένη η ανάμνηση τους.
Νίκος Χαρτοματσίδης
