You are currently viewing Ασημίνα Ξηρογιάννη: Τρία μικρά πεζά

Ασημίνα Ξηρογιάννη: Τρία μικρά πεζά

Μαμά

 

Την μαμά μου ποτέ δεν την καταλάβαινα. Μας άφηνε μόνους μας για να πηγαίνει με τις λέξεις. Εμείς πάντα έπρεπε να σωπαίνουμε ή να περιμένουμε. Οι λέξεις ποτέ. Ήταν ηχηρές και ανυπόμονες, έβγαιναν από μέσα της. Δεν άντεχαν άλλο. Ούτε και κείνη άντεχε τη ζωή της. Κάτι ανέγγιχτο υπήρχε μέσα της, αλλά όσο κι αν πάλεψε, ποτέ δεν βρέθηκε τρόπος να αγγιχτεί.

 

 

Ο κύριος στην παραλία

 

Καθόταν κι αγνάντευε τη θάλασσα. Με τις ώρες. Μέχρι που έδυε ο ήλιος στον Μαραθώνα στην Αίγινα. Κατάφερνα να του ρίχνω κλεφτές ματιές τα καλοκαίρια στην γνωστή παραλία. Μου άρεσε ως ηθοποιός και η τελευταία του διαφήμιση είχε κάνει θραύση. Κάθε φορά έλεγα να τον πλησιάσω να του πω πως θαυμάζω τη δουλειά του και να του χαρίσω το βιβλίο μου με τα ποιήματα. Κάθε φορά το ανέβαλα για το επόμενο καλοκαίρι. Είχα δει από την πρώτη στιγμή εκείνη τη βαθιά γραμμή κατά μήκος της κοιλιάς του, αλλά μόνο να υποθέτω μπορούσα. Το χειμώνα δεν το σκεφτόμουν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι που τον ξανασυναντούσα κι έκανα τις ίδιες σκέψεις. Έμπαινα στη διαδικασία να τον προσεγγίσω (και τα λοιπά) ίσως να του ζητήσω και μια συνέντευξη για τη στήλη μου στο ηλεκτρονικό περιοδικό που αρθρογραφούσα. Μα δεν το έκανα. ‘Ωσπου εκείνο το καλοκαίρι δεν φάνηκε καθόλου στο νησί. Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του γι΄ αλλού, όπως έμαθα αργότερα. Δεν τον ξαναείδα. Κανείς.

 

Πόλη από ποίηση

 

Συγκεντρώθηκαν σε ένα καλλιτεχνικό μπαράκι στο κέντρο. Ποιητές και ποιήτριες, νέα παιδιά, ψαγμένα. Ηπιαν ποτά, διάβασαν στίχους τους, κάπνισαν, ξαναδιάβασαν στίχους τους. Υπήρχε και μικρό κοινό να τους ακούσει. Ηταν μια όμορφη βραδιά. Σχεδόν καλοκαιρινή. Έκανε ζέστη, οι ποιήτριες φορούσαν τιραντάκι μαύρο-σχεδόν όλες και είχαν μπλε χείλια. Δεν απήγγειλαν τα ποιήματά τους. Τα έκαναν ανάγνωση, δεν είχαν στόμφο. Ναι, ήταν μια τρυφερή βραδιά. Με αλληλεγγύη. Τράβηξε ως τις δύο, με τα ποτά και την κουβέντα. Έπειτα χωρίστηκαν. Με γερό feedback όμως από ομοτέχνους, με γεμάτη καρδιά, με νέα στιχάκια γραμμένα στα πακέτα των τσιγάρων. Με την αίσθηση πως κάτι αλλιώτικο συνέβη. Χάθηκαν, σκορπίστηκαν μέσα στην πόλη, λίγο ζαλισμένοι, σιωπηλοί κι ανώνυμοι πάλι. Και ως επί το πλείστον, μόνοι.

 

 

 

 

Ασημίνα Ξηρογιάννη

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.