You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ / Ελισσαίος Βγενόπουλος: Ο Όρκος της Ευρώπης / Le Serment d’Europe  του Wajdi Mouawad. Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – Théâtre national de la Colline  Παγκόσμια Πρεμιέρα – Διεθνής συμπαραγωγή

Ανθούλα Δανιήλ / Ελισσαίος Βγενόπουλος: Ο Όρκος της Ευρώπης / Le Serment d’Europe του Wajdi Mouawad. Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – Théâtre national de la Colline Παγκόσμια Πρεμιέρα – Διεθνής συμπαραγωγή

Η Επίδαυρος ως τοπόσημο έχει ταυτιστεί με το αρχαίο θέατρο. Όταν, λοιπόν, αποκαλούμε την Επίδαυρο Ναό εννοούμε το αρχαίο  θέατρο, το οποίο γεννήθηκε, όπως κάθε μαθητής  μαθαίνει στο σχολείο, από τον  θρησκευτικό κύκλιο χορό, τον Διθύραμβο, ο οποίος ήταν  χορός προς τιμή του θεού Διονύσου. Από τον Διθύραμβο προέκυψε η τραγωδία και όλα τα έργα που παίζονταν αρχικά είχαν σχέση με τον Διόνυσο∙ ήταν δηλαδή θρησκευτικά. Αργότερα οι ποιητές αντλούσαν τα θέματά τους από τους μύθους, οπότε απομακρύνθηκαν από τον Διόνυσο, αλλά προς τιμήν του πάντα είχαν  κάποιο χορικό∙ Ο Διόνυσος είναι ο πολιούχος θεός  και προστάτης του θεάτρου. Π.χ. το «Ακτίς αελίου φάος φανέν…» από την Αντιγόνη του Σοφοκλή που θα καταλήξει «ο Θήβας ελελίχθων Βάκχιος άρχοι».

«Διόνυσε μου και Χριστέ μου», λέει ο Σικελιανός. Όταν λοιπόν λέμε Ιερός Ναός εννοούμε Εκκλησία και όταν λέμε  «ναός του θεάτρου» εννοούμε κάθε αρχαίο θέατρο και ειδικά το θέατρο της Επιδαίρου. Η Επίδαυρος είναι η Εκκλησία του Βάκχου, του Διόνυσου, του θεάτρου.

Να πω ακόμα για κείνους που δεν θυμούνται, το έχουν όμως διδαχτεί, ότι η λέξη «ναός» προέρχεται από το ρήμα «ναίω» που σημαίνει οικοδομώ-χτίζω. Ο Ναός είναι κτήριο που προορίζεται για λατρευτική και γενικότερα για θρησκευτική χρήση, όπως είναι η τέλεση μυστηρίων, η προσευχή κλπ. Ο Παρθενώνας π.χ. είναι ναός προς τιμήν της Παρθένου Αθηνάς πολιούχου της Αθήνας. Το θέατρο της Επιδαύρου είναι ο ναός του θεάτρου. Το θέατρο κάτω από την Ακρόπολη στην Αθήνα είναι αφιερωμένο στον Διόνυσο τον Ελευθερέα. Κανένα αρχαίο θέατρο δεν είναι απλώς «ένα θέατρο»  και ειδικά η Επίδαυρος, όπως θέλουν πολλοί να λένε, ξέροντας και οι ίδιοι ότι σφάλλουν. Κι ακόμα να θυμίσω πως οι αρχαίοι ποιητές παρουσίαζαν τα έργα τους – τα δίδασκαν- στις γιορτές προς τιμή του θεού Διονύσου. Στο τέλος τέλος, τα πράγματα έχουν την αξία που εμείς τους δίνουμε, πέρα από όσα έχουν κατακυρωθεί και κατοχυρωθεί από τον χρόνο. Και η Σημαία ένα κομμάτι ύφασμα είναι, αλλά ο ρόλος της την αναβαθμίζει σε εθνικό σύμβολο.

Εκεί, λοιπόν,  που άλλοτε ακουγόταν η φωνή του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη ακούστηκε ο Όρκος της Ευρώπης, της σημερινής, μέσα από τη φωνή του Λιβανέζο-Καναδού  Wajdi   Mouawad,  όπως τον φαντάστηκε, δηλαδή, με το ειδικό «λεξιλόγιο» που απέδιδε ακριβώς τη γλώσσα της προσωπικής του ψυχοσύνθεσης (σε τρίγλωσση εκδοχή: Αγγλικά, Γαλλικά, Ελληνικά) αποδεικνύοντας πόσο βαθύ είναι το τραύμα που βιώνει, όπως είπε ο ίδιος….

Παρεκκλίνοντας και πάλι, να υπενθυμίσω πως όποιος καταφθάνει στην Επίδαυρο -κατά τη δική μου αίσθηση- θα πρέπει να έχει προσευχηθεί, νηστέψει, και κοινωνήσει των μυστηρίων του αρχαίου δράματος∙ μιλώ κατ’ αναλογίαν. Ο χώρος είναι ιερός και ο λόγος οφείλει να είναι ιεροτελεστικός. Ωστόσο, ο δημιουργός προτίμησε να διεθνοποιήσει το δικό τραύμα, με  έναν λόγο οργισμένο, ένα  vocabulaire en Français, in English και Ελληνιστί, πολυεθνικό και βάρβαρο. Η λέξη «χυδαίο» είναι πολύ ωραιοποιητική για την περίσταση.

Ο Καβάφης πέθανε περιμένοντας τους βαρβάρους. Αν ζούσε σήμερα θα τους έβλεπε στην Επίδαυρο, όπου όλοι βαρβαρίζουν ο καθένας με τον τρόπο του.

Η προσέλευση του κοινού αθρόα, η περιέργεια εξημμένη, το όνομα της μεγάλης Γαλλίδας, αγαπημένης στο ελληνικό κοινό, Ζακλίν Μπινός, μέγας κράχτης.  Αλλά και οι συνεργάτες της -οι «αδελφές» της, ο «γιος» της , η «μικρή Ευρώπη»  και η «μητέρα» της-   στάθηκαν στο ίδιο ύψος και υπηρέτησαν σωστά την περίσταση.

Το σημείωμα του Wajdi Mouawad έχει ως εξής:

«Το ταξίδι επιστροφής είναι πάντα ταξίδι αλλά ποτέ επιστροφής. Είναι πένθος, εσωτερικός νεκροθάλαμος όπου εισερχόμαστε για να αναγνωρίσουμε το πτώμα ενός πράγματος που θεωρούσαμε ακόμα ζωντανό. Αυτό συμβαίνει για κείνες που θεωρούν ότι θα ξαναβρούν κάποτε τη μητέρα τους αλλά και για τη μητέρα που θεωρεί ότι κάποτε θα ξαναβρεί τις κόρες της. Είναι μια αρχαία ιστορία που επαναλαμβάνεται διαρκώς από τα βάθη του χρόνου: ένα κορίτσι παίζει στην ακρογιαλιά όταν ξαφνικά βλέπει να εμφανίζεται ένας λευκός ταύρος. Θαμπωμένη από την ομορφιά και τη δύναμή του, η κοπέλα καβαλά ανυποψίαστη τον ταύρο που, μεμιάς, ξαναγυρνά προς τη θάλασσα παρασύροντάς την μια για πάντα μακριά από την πατρίδα της».

(Εδώ ο Γιώργος Σεφέρης  γράφει:

«Η κυματόφερτη κόρη φόρεσε το πετσί της αγελάδας για να την ανεβεί το ταυρόπουλο». Ο ποιητής που ξέρει καλά,  ρίχνει  άλλη ματιά στον μύθο)

Συνεχίζει ο Mouawad:

«Αιώνες, χιλιετίες αργότερα, μέσα απ’ την ίδια τη σάρκα των παιδιών και των παιδιών των παιδιών των παιδιών εξακολουθούν να αντηχούν τα τραγούδια, τα κλάματα και οι χοροί των αρχαίων τραυμάτων, που κανείς ποτέ δεν είπε και κανείς ποτέ δεν αφηγήθηκε. Κι από συμφορά σε συμφορά, από βιαιότητα σε βιαιότητα, οι πηγές των βασάνων χάνονται στο πηγάδι του χρόνου. Πρέπει, λοιπόν, κάποια στιγμή, αφού δεν μπορείς να μιλήσεις, δεν μπορείς να αναπνεύσεις, όταν όλα αρχίζουν ψελλίζοντας να επανέρχονται, με υπομονή, να μπεις στον λαβύρινθο της μνήμης ακολουθώντας το αόρατο νήμα του έρωτα, όσο οδυνηρό κι αν είναι, για να ξαναβρείς το πρωταρχικό τραύμα που αιμορραγεί ακόμα και να δοκιμάσεις να το επουλώσεις. Να επινοήσεις έναν χαρακτήρα για να ψηλαφίσεις τη φρίκη των συμφορών του δικού σου παρελθόντος».

(Πολλά θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε στο παραπάνω σημείωμα για να πούμε ότι  ο συντάκτης του  δεν γνωρίζει καλά, ή κάνει πως δεν γνωρίζει γιατί έτσι θα στηρίξει την δική άποψη).

Αυτά αποτελούν την διήκουσα ιδέα και κρύβονται πίσω από την παράσταση, γιατί μπροστά στα μάτια και στα αφτιά του κοινού,  όταν χαμηλώνουν τα φώτα και φτάνει η ώρα για το περιώνυμο φονικό (λέει ο Σεφέρης), αποκαλύπτεται εκείνο που καλά κρυμμένο κρατά η Ευρώπη κάτω από το σελοφάν της επιφάνειας: καρέκλες τραπέζια, κουζινικά, άτακτως ερριμμένα και πάλι διευθετημένα και αενάως γκρεμιζόμενα, επαναδιευθετούμενα και επανερχόμενα. Η μια αταξία διαδέχεται  την άλλη και κάθε πρόσωπο αναλαμβάνει τη σκυτάλη,  για να βρίσει την Ευρώπη-μάνα … Κι εκείνη, υπομονετική, ακούει, αφήνει το υπονοούμενό της και συνεχίζει, γιατί ο Όρκος, θα πρέπει -αν και δεν είμαι σίγουρη ότι είναι στις προθέσεις του συγγραφέα- η Ευρώπη με όλα τα στραβά της, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ και θα υπάρχει.

Γιατί, άλλωστε, θαλασσοπνίγονται, με σαπιοκάραβα, τόσοι και τόσοι για να φτάσουν στην Ευρώπη; Γιατί να θέλουν να έρθουν όλοι στην αμαρτωλή Ευρώπη; Και,  οι τρεις κόρες που δεν ξέρουν τίνος κόρες είναι και έρχονται από την δύση ή την ανατολή, οργισμένες και φορτισμένες εναντίον της Ευρώπης από την οποία απαιτούν μια εξήγηση, την οποία δεν θα πάρουν ποτέ;

Μας το έχει πει ο Αρθούρος Ρεμπώ ότι η χώρα του δεν εξεγέρθηκε παρά μόνο για να λεηλατήσει. Μας το είπε με σκληρή γλώσσα αλλά όχι χυδαία. «Δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι», είπε κάποτε στη Βουλή ο βουλευτής και ποιητής Λορέντζος Μαβίλης. Ναι, αλλά οι χυδαίοι άνθρωποι μετατρέπουν σε χυδαία τη γλώσσα. Γιατί τότε μόνο νιώθουν καλά με την κληρονομικότητά τους, τις ρίζες τους, την παράδοσή τους  και το περιβάλλον που μεγάλωσαν.

Και το ερώτημα είναι: Έχει καταγραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας εξέγερση χωρίς λεηλασία; Εμφύλιος χωρίς αδελφικό αίμα; Προφήτης που δεν σταυρώθηκε, αρχής γενομένης από τον Ναζωραίο;  Βωμός του θεάτρου χωρίς Διόνυσο; Ιερός Ναός χωρίς  λείψανο Αγίου;

Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους, λέει ο ποιητής

 

Αυτή ίσως θα ήταν η απάντηση στα ερωτήματα και αφού ο συγγραφέας λέει πως αντλεί από την αρχαία τραγωδία, ας πούμε τη μαγική λέξη: «Ανάγκη»Η «Ανάγκη» που γίνεται μοίρα και δεν μπορείς να την αποφύγεις βρίσκεται στη ρίζα της τραγωδίας.

Αλλά, ας αφήσουμε την ουσία που άλλωστε επί σκηνής έρπει, χωρίς  συνοχή, για να αποδώσει αυτό που τελικά και στην κανονική ζωή κανείς δεν καταλαβαίνει, και  ας περάσουμε στην εκτέλεση: Καρέκλες και τραπέζια που πετιούνται από εδώ και από εκεί, ουρλιαχτά και άπειρες ανατριχιαστικές βωμολοχίες, εξομολογήσεις για πεπραγμένα που δεν τα σηκώνει ο νους του ανθρώπου∙ έτσι αισθάνεται το «αόρατο νήμα του έρωτα» ο Mouawad; Κάθε στερημένος και το δικό του σύνδρομο. Και πού να βρω τοίχο μέσα στο χάος του αρχαίου θεάτρου να κρύψω το πρόσωπό μου, να προσποιηθώ πως δεν είμαι εγώ που ακούω;

Τα ουρλιαχτά, οι βιαιοπραγίες, τα σκυλογαυγίσματα, οι ανίερες εξομολογήσεις… οι σαδομαζοχιστικές θηριώδεις βδελυρές συνουσίες… όλα με λόγο που βεβηλώνουν την ελληνική γλώσσα.  Η ελληνική γλώσσα έχει ήθος, ενώ αυτή που ακουγόταν τρίγλωσση στην Επίδαυρο αναδυόταν από τον  υπόνομο ενός άρρωστου μυαλού. Ο οχετός του Παρισιού, όπως τον περιέγραφε ο Βίκτωρ Ουγκό πριν από 200 χρόνια ήταν λιγότερο αηδιαστικός. Ο διάσημος δημιουργός του Όρκου όμως, δεν έχει σχέση με το Παρίσι και την Γαλλία και την Ευρώπη παρά μόνο με τον Λίβανο και το  Κεμπέκ του Καναδά. Οι καταβολές του δεν βρίσκονται την αρχαία τραγωδία, ξεπερνούν κατά πολύ και τις Βάκχες του Ευριπίδη και τις θυσίες όλων των μαρτύρων για την πίστη τους. Αλλού έχει τις ρίζες του ο Mouawad, όμως για να μπει στην Επίδαυρο έπρεπε να επικαλεστεί την αρχαία τραγωδία. Και μετά έρχεται στην ορχήστρα  το «παραστρατημένο παιδί»,  ο Ζάκαρι- Emmanuel Schwartz – που θα  «ξεράσει» όλα όσα διέπραξε και όσα ΔΕΝ αντέχει άνθρωπος να ακούσει. Θα φέρει τα πάνω κάτω στην ορχήστρα, θα κάνει χαλασμό. Θα ομολογήσει όλα τα ανόσια  που χαιρότανε να κάνει. Θα επαναλάβει δυο φορές πώς έχωσε το μαχαίρι από πού ως πού, στο κορίτσι που βίασε και τι άλλο τού έκανε. Στο τέλος θα πλυθεί και το πρόσωπό του θα καθαριστεί. Θα καθαριστεί; Θα είναι αυτό «κάθαρσις», όπως λέγεται στην τραγωδία; Θα είναι λυτρωμένος, όπως ο δαιμονισμένος στην Ευαγγελική περικοπή (Κατά Λουκά 8, 27 – 39); Όχι, δεν μας πείθει και δεν δίνουμε άφεση.  

Στο τέλος,  η υπομονετική Ευρώπη θα χαρίσει γυάλινα γοβάκια, και στις τρεις σιντερέλες της, τις  σταχοπούτες της, οι οποίες θα επιχειρήσουν να μπουν «στα παπούτσια της Ευρώπης» (έχει ήδη ειπωθεί καθαρά ότι αυτό πρέπει να γίνει) θα προσπαθήσουν να σηκωθούν και θα περπατήσουν στρεβλά, γιατί οι γυάλινες ψηλοτάκουνες γόβες είναι μεν φαντασμαγορικές, αλλά τελείως άβολες για περπάτημα και μάλλον είναι το ανάλογο των γυάλινων μπιχλιμπιδιών που χάριζαν οι  Ευρωπαίοι στους ιθαγενείς με  αντάλλαγμα την ψυχή, το σώμα και την περιουσία που τους έκλεβαν. Ωστόσο, θα τις φορέσουν και  θα σηκωθούν και θα περπατήσουν στρεβλά

Η γηραιά Ευρώπη, 75 ετών, η θαυμάσια Leora Livlin,  σηκώνει με υπομονή το βάρος των παθών της και των παιδιών της, όντας το μόνο φως στον κόσμο. Σαν να επαναλαμβάνει τη φράση του Λουδοβίκου ΙΗ΄ (;), ο οποίος, μετά την παλινόρθωση,  έλεγε: «Είμαι το στομάχι της Γαλλίας.   Τα χωνεύω όλα». Ο κόσμος δεν είναι τέλειος, αλλά η Ευρώπη είναι ο κόσμος.

Η μουσική απελπιστικά εκκωφαντική, τα ουρλιαχτά των σκύλων,  τα κοστούμια ό,τι  πιο περιθωριακό έχει να επιδείξει η under ground culture. Όμως, το μικρό κοριτσάκι, η  Adéle Réto-Lefort – η Ευρώπη 8 ετών-  μια όαση πάνω στη σκηνή, χαριτωμένο, χόρευε, περπατούσε, διευθετούσε τις καρέκλες στον χώρο, ήταν  μια ανάσα καθαρή μέσα στη μπόχα. Ήταν η νεαρή Ευρώπη, όταν έδινε τον Όρκο για δικαιοσύνη, ανθρωπιά και ελπίδα στον κόσμο.

Το φως που ξεκινούσε από τον ουρανό και  σαν χωνί έπεφτε πάνω στην ορχήστρα έμοιαζε με το άστρο της Βηθλεέμ. Θέλω να πιστεύω πως ήταν σκόπιμο για να έχει και κάποιο νόημα μια τέτοια παράσταση με τόση ανοσιο-βωμολοχία στην Επίδαυρο, να υπάρχει  κάπου, κάποια αχτίνα κάθαρσης, αφού ο δημιουργός ισχυρίζεται πως έχει ελληνικές τραγικές ρίζες που βέβαια δεν έχει και αν είχε, από την τραγωδία κράτησε μόνο το διονυσιακό στοιχείο και δεν έλαβε καθόλου υπόψιν του το απολλώνιο.

Κι επειδή κριτικός θεάτρου «άνευ χαρτοφυλακίου» μπορεί να είναι  και ο κάθε θεατής, ακόμα και αυτοί που γελάνε με την καρδιά τους, όταν ακούνε κάτι γαργαλιστικό, λες και δεν  ήξεραν ή θεωρούν ότι είναι για γέλια ό,τι η φύση μας έδωσε, αν λοιπόν ακόμα και εκείνοι που «γράφεις δράματα γελούνε, γράφεις κωμωδίες κλαίνε» ασκούν  κριτική, κριτικοί είναι, αλλά οπωσδήποτε, κριτικοί είναι και οι αποσβολωμένοι θεατές άνθρωποι που δεν σχολίαζαν, ως είθισται,  μετά την παράσταση, και αυτό είναι ένα δείγμα της μεγάλης αμηχανίας μπροστά στο αχαρακτήριστα σκληρό  συνονθύλευμα λόγου και πράξης επί σκηνής. Καλύτερα θα ήταν να πούμε πως απαιτούνταν χρόνος προσαρμογής στα δεδομένα μέχρι να κάνει κάποιος την αρχή για να αρχίσουν και οι άλλοι να λένε… «Ποιος είστε εσείς, Κύριε, που ήρθατε στον βωμό της τραγωδίας για να μας βρίσετε; Πού τη διδαχτήκατε αυτή την βέβηλη γλώσσα σας; Κι εσείς κύριοι του Φεστιβάλ, δεν ακούσατε τι έχει να μας πει για την Ευρώπη, πριν πείτε το ΝΑΙ και του του δώσετε το βήμα της Επιδαύρου;

Πώς ντύσατε έτσι τη Δανάη Ευθυμιάδη, την Ελληνίδα που υποδύεται την «Ελληνίδα Μεγάρα». Αλήθεια, η «όψις» της Ελλάδας, όπως λέμε στην τραγωδία, σαν της Μεγάρας είναι, σαν αυτό το βέβηλο φρικιό, ή μήπως ισχύει το σεφερικό «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη»; Ή ο δημιουργός δανείζει στοιχεία του χαρακτήρα του στους ήρωές του και τους πλάθει κατ’εικόνα και ομοίωσίν του; Θου, Κύριε φυλακήν τω στόματί μου! Ο κόσμος έσκασε στα γέλια μόλις άκουσε το όνομα «Μεγάρα» σαν να έλεγε MERDE. Η Μεγάρα βωμολοχεί γιατί δεν μπορεί να κάνει παιδί. Τι το θέλει το΄παιδί  να διαιωνίσει το σόι της, τη φάτσα της, τη γλώσσα της; Κανείς δεν κατάλαβε την προσβολή στην Ελλάδα; Όλοι έχουν «βαθύ τραύμα», όπως ο δημιουργός; «Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή», έλεγαν οι αρχαίοι…

Για την αλήθεια του ονόματος, θυμίζω πως είναι αρχαίο ελληνικό. Η μυθολογική Μεγάρα ήταν πριγκίπισσα, κόρη του βασιλιά της Θήβας, σύζυγος του Ηρακλή και ο Μεγαρεύς ήταν ο ιδρυτής της πόλεως των Μεγάρων. Πού είναι το γελοίο;;; Αλλά «γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον η», δείχνοντας πως επιβεβαιώνει: είμαι κι εγώ εδώ, συμμετέχω, με ακούτε;

Το ωραίο τραγούδι το «Γιουκάλι», με το οποίο έκλεισε το έργο,  μιλάει για κάποιον ανύπαρκτο  παράδεισο  «Mais c’est un rêve, une folie / Il n’y a pas de Youkali». Το τραγούδι είναι πολύ ωραίο και βαθιά ερωτικό… Οι στίχοι όμως απαισιόδοξοι. Σαν να λένε: παραιτήσου από τις ψευδαισθήσεις, συμβιβάσου.  Ωστόσο, δίνουν την απάντηση στον ΌΡΚΟ. Η Ευρώπη, που ερωτευθήκαμε τρελά και επιθυμήσαμε οι πάντες να πάμε να τη δούμε από κοντά, δεν υπάρχει. Υπάρχει αυτή που μας υποχρεώνει να περπατάμε με τις γυάλινες,   ψηλοτάκουνες, άβολες,  γόβες, σαν τα ξυλοπάπουτσα στο τσίρκο (δεν μας επιτρέπει να είμαστε σαν τον διεστραμμένο Ζάκαρι. Γιουκάλι… «Γιουκάλι, είναι ο σεβασμός για όλους τους όρκους που ανταλλάχτηκαν …». Η Ευρώπη των ονείρων μας δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και ο παράδεισος. Εδώ τελειώνουν όλα στη σκληρή πραγματικότητα. Έστω…

Αλλά έτσι; Μόνο με αηδία, χωρίς το  «δι’ ελέου και φόβου», χωρίς εξάγγελο και κάθαρση θα τελειώσει η τραγωδία; ΟΧΙ! Δεν μου αρέσουν οι θεοί που η λατρεία τους τελείται στο σκοτάδι, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης και στο ποίημα «Αιώνος είδωλον» (από τη συλλογή Τα Ετεροθαλή), επιμένει:

Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι/ Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι / Στο φως, στο φως, στο φως.

 Και αυτός είναι ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  και ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΟΡΚΟΣ της Ελλάδας που δεν είναι η προέκταση της Αφρικής ή η ουρά της Ευρώπης, όπως λέει ο Mouawad, αλλά αυτή που γέννησε την Ευρώπη, όπου γεννήθηκε το ΘΕΑΤΡΟ,που γέννησε τον ΛΟΓΟ, και  μπόλιασε όλον τον κόσμο και τον δυτικό πολιτισμό. Εμείς οφείλουμε να τηρήσουμε τον Όρκο, όχι χυδαιολογώντας, αλλά αφού κλείσουμε πρώτα πρώτα το στόμα του θηρίου που έχουμε μέσα και εξημερωθούμε…

Η Επίδαυρος είναι η συμπερίληψη όλης της Ελλάδας, όπου τα μάρμαρα λάμπουν στον ήλιο και η θάλασσα κυματίζει πάντα, δίνοντάς τη δύναμη να αντέχουμε. Σ’ αυτά τα στοιχεία της φύσης στηρίζει και ο Γιώργος Σεφέρης την ελπίδα του, λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Και η αντοχή μας στηρίζεται στις μεγάλες πέτρες που βρίσκονται στα θεμέλιά μας, τα βουνά μας, στους μεγάλους ποιητές, διανοητές, που με σεβασμό και δέος στις πανανθρώπινες ελληνικές αξίες μας στηρίζουν με σεβασμό και ήθος ελληνικό…

 

Ανθούλα Δανιήλ

Ελισσαίος Βγενόπουλος: Ο όρκος της Ευρώπης

 

Ποίηση της βίας ή βία της ποίησης;

«Σου μιλώ σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις και εσύ σωπαίνεις σ’ αυτήν τη γλώσσα που δεν τη μιλώ».

Όταν ο Λιβανοκαναδός συγγραφέας και σκηνοθέτης Ουαζντί Μουαουάντ ρίχνει το βλέμμα του στην αρχαία τραγωδία, δεν αναβιώνει απλώς τους μύθους, τους ζωοποιεί. Με τον Όρκο της Ευρώπης, που είδαμε, τη δεύτερη βραδιά, στο θέατρο της Επιδαύρου, ο Μουαουάντ  μας προσκαλεί σε μια μυθική αποπλάνηση που αποκαλύπτεται ως απαγωγή που σπέρνει μια γενιά τεράτων. Ο Μίνωας, ο Μινώταυρος, ο λαβύρινθος – αυτά δεν είναι γραφικά σύμβολα αλλά ζωντανή απόδειξη ότι από τη γέννηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η βία και η προδοσία ήταν μαίες.

Στο όραμα του Μουαουάντ, η Ευρώπη δεν είναι απλώς ένας μύθος αλλά μια μητρογραμμική πληγή που πάλλεται από γενιά σε γενιά. Η αφήγηση ακροβατεί μεταξύ του μυθικού και του σύγχρονου, συρράπτοντας αρχαίες κατάρες με σύγχρονα τραύματα. Οι γυναίκες του Μεγάρα, Ζοβέτ, Ουεντίχα δεν είναι στατικά αρχέτυπα αλλά σπασμένες κληρονόμοι της αρχικής παραβίασης της Ευρώπης.

Η Μεγάρα (Δανάη Επιθυμιάδη) είναι σεισμολόγος, ένα επάγγελμα που την καθιστά φύλακα των ερειπίων, επιστάτη του Παρθενώνα, του Ηρωδείου, όμως τα δικά της θεμέλια είναι ραγισμένα, κούφια από τις αποβολές που σημαδεύουν την προσωπική της κόλαση. Είναι μια οδυνηρή μεταφορά: μια γυναίκα επιφορτισμένη να σώζει πέτρες από το να καταρρεύσουν, ενώ η μήτρα της αδυνατεί να κρατήσει ζωή. Το παρελθόν στέκεται, το μέλλον πέφτει.

Η Ζοβέτ (Βαϊολέτ Σοβό) είναι η επιζήσασα από τύχη  ή θεϊκό οίκτο  που απομακρύνεται από τη δίνη της βίας στους αντισηπτικούς διαδρόμους ενός καναδικού καταστήματος ψιλικών. Είναι τραγικωμική στην επιθυμία της να συρρικνώσει την ύπαρξή της σε διαχειρίσιμα ράφια, να γίνει «βασίλισσα του ψιλικατζίδικου», ασφαλής ανάμεσα στα τετριμμένα, μακριά από τις αιματοβαμμένες παραλίες της Ευρώπης.

Έπειτα υπάρχει η Ουεντίχα (Ζιλιέτ Μπινός) η ευγενική αποστάτρια του Μουαουάντ. Επέζησε από τα χέρια της μητέρας της, αλλά κουβαλάει το δηλητήριο της προγονικής εγκατάλειψης. Η φράση της «μας εγκατέλειψε επειδή μας αγαπούσε, υπάρχει αγάπη στην εγκατάλειψη», είναι το πιο παρηγορητικό νανούρισμα του έργου. Είναι το ψέμα που λέμε για να επιβιώσουμε από τη φρικαλεότητα: ότι πίσω από την παραμέληση υπάρχει φροντίδα, ότι η τερατογένεση έχει έλεος.

Μέσα στον Όρκο της Ευρώπης, η εγκατάλειψη δεν είναι μόνο μια συμβολική παιδική σκηνή  είναι μια κατάρα που περνάει από γενιά σε γενιά, σαν σκουριασμένο μαχαίρι. Η σφαγή που κουβαλά η οκτάχρονη Ευρώπη καθρεφτίζεται ανατριχιαστικά στην ιστορία του Ζάκαρι, του γιου της Ουεντίχα. Ο Ζάκαρι (Εμανουέλ Σβαρτς) δεν είναι απλώς ένας γυναικοκτόνος, είναι ένα τέρας που ξέρει πως η κτηνωδία του δεν έχει επιστροφή. «Είναι ένα στίγμα εκ γενετής, μια κατάρα που δεν μπορείς ν’ αποφύγεις». Σ’ αυτή τη φράση συνοψίζεται η κληρονομιά της Ευρώπης: ο θάνατος, η βία, το αίμα που κυλάει αθόρυβα απ’ το ένα σώμα στο άλλο.

Η σκηνή όπου η μάνα Ουεντίχα ζητά από το παιδί της να παραδεχτεί τον φόνο και τον βιασμό στο δικαστήριο, είναι μια συντριπτική στιγμή της παράστασης και ολοκληρώνεται στην ομολογία του Ζάκαρι εκεί που ο ηθοποιός και οι θεατές έμειναν παντέρμοι γιατί εκεί  δεν υπάρχει σκηνοθετικό τρικ, ούτε μουσική, ούτε τεχνητή συγκίνηση, ούτε καν μικρόφωνο, μόνο ο  Καναδός ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας Εμανουέλ Σβαρτς, με την ανάσα του να ξεγυμνώνει την ψυχή του και να βγάζει τον δαίμονα απ’ το στόμα του. Ο μονόλογός του είναι ένα ξεκοίλιασμα, παραδέχεται το ασυγχώρητο, ξέρει πως ο χρόνος δεν γυρίζει, πως το κακό δεν ξεγράφεται κι όλο αυτό μας το αφηγείται και μας αφανίζει στοργικά.

Τοποθετώντας αυτή τη μυθική ανασκαφή στην Επίδαυρο, αυτό το τέλειο πέτρινο θέατρο που είναι σκαλισμένο στη σάρκα της Αργολίδας, ο Μουαουάντ μετατρέπει το τοπίο σε κείμενο και πετρώνει το κείμενο ανάμεσα στα πεύκα και το φως. Εδώ, η τραγωδία γεννήθηκε για να θεραπεύσει μέσα από την κάθαρση, όμως «ο Όρκος της Ευρώπης» αρνείται την εύκολη κάθαρση. Αντίθετα, εμπλέκει το κοινό. Το έγκλημα και η τραγωδία ο πόνος και πίκρα δεν είναι μόνο δικό τους, είναι δικό μας, υφασμένο στο DNA αυτού που αποκαλούμε πολιτισμό.

Το έργο του Μουαουάντ  είναι ταυτόχρονα ρηξικέλευθο και ωμό. Η γλώσσα του δεν καταπραΰνει, καταστρέφει. Η ποίηση είναι ταυτόχρονα όπλο και βάλσαμο, η ομορφιά συνυφασμένη με τη φρικαλεότητα. Τη μια στιγμή σαγηνεύεσαι από το λυρισμό, την άλλη, πνίγεσαι από την άμμο της σφαγής. Οι ερμηνευτές, ιδίως η Επιθυμιάδη και η Binoche, ισορροπούν αυτό το τεντωμένο σχοινί με καταστροφική χάρη.

Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Théâtre National de La Colline, ο Λιβανοκαναδός συγγραφέας και σκηνοθέτης Ουαζντί Μουαουάντ  δεν απέφυγε ποτέ τα δύσκολα εγχειρήματα. Αλλά εδώ, στην ελληνική γη, έρχεται αντιμέτωπος με τα αρχαιότερα φαντάσματα: τους μύθους που μας δημιούργησαν, τη βία που μας συντηρεί, τις ιστορίες που μας δικαιολογούν. Ο Όρκος της Ευρώπης δεν είναι μια παρηγοριά, είναι ένα κατηγορητήριο, μια ψαλμωδία για όσους κληρονομούν ερείπια και τολμούν να ονειρεύονται ότι μπορεί να ξαναχτίσουν.

Στον Όρκο της Ευρώπης, ο Ουαζντί Μουαουάντ ξεγυμνώνει την ιστορία  μέχρι να στάξει το μεδούλι της. Η ποίησή του δεν είναι στολίδι, είναι λεπίδα που χαράζει το δέρμα της μνήμης. Οι φράσεις του μοιάζουν με φλεγόμενες σπονδές: «Υπάρχει αγάπη στην εγκατάλειψη», ψιθυρίζει η Ουεντίχα, και το σύμπαν θρυμματίζεται  σαν ποτήρι στο πάτωμα.

Η ποίησή του ξεπηδά από στόματα ραγισμένα: η Μεγάρα ψιθυρίζει ότι «έσωσε πέτρες, αλλά έχασε σάρκες», κι όλος ο Παρθενώνας γίνεται μήτρα που ματώνει.

Η ποιητικότητα στον Μουαουάντ δεν είναι διαφυγή, είναι ανάκριση. Οι φράσεις του βγαίνουν από το στόμα σαν εξομολόγηση που δεν συγχωρεί. Κάθε λέξη είναι ένα θραύσμα από το πηγάδι της βίας  κι όμως, μέσα σε αυτή τη σκοτεινή σπείρα, λάμπει ένας στίχος, μια σπίθα, μια παρηγοριά που πονά περισσότερο από την πληγή. Ποίηση της βίας ή βία της ποίησης; Στον Μουαουάντ δεν διαλέγεις πλευρά. Η ποίηση είναι το μαχαίρι που ανοίγει τον κόσμο στα δύο για να φανεί η αλήθεια.

Γιατί η Ευρώπη, όπως την ξεσκίζει ο Μουαουάντ, δεν είναι τόπος, είναι τραπέζι ανατομής. Εδώ οι λέξεις δεν νανουρίζουν: σκαλίζουν το μέσα μας, ξεγυμνώνουν το παρελθόν, το κόβουν σε κομμάτια για να το καταπιούμε ξανά. Κι αυτό είναι το μεγαλείο της: δεν στεφανώνεται με δάφνες, δεν ποζάρει με τρόπαια, δεν σκεπάζει την ήττα με κορδέλες. Την σηκώνει στο φως, σαν παλιό τραύμα που ακόμα μολύνει — κι έτσι μένει ζωντανή. Όπως οι αρχαίοι τραγικοί, ξέρει: αν δεν πονέσεις, άνθρωπος δε γίνεσαι.

Κι είναι σπουδαίο που το βλέπεις: πως η Ευρώπη μας σώζει όσο ματώνει. Γιατί αλλού, η Ασία κυνηγά κέρδη, ιδεολογίες και φανατισμούς, μέχρι να χάσει το πρόσωπο πίσω από τους αριθμούς. Η Αφρική βογκά στους εμφύλιους, ξεσκισμένη από χέρια δικά της κι άλλων. Η Αμερική ακολουθεί κάθε φορά κι έναν μισότρελο έμπορο που πουλά όνειρα συσκευασμένα σε πλαστικό. Και η Ευρώπη; Αγκομαχά, παραπατά, ψάχνει γωνιά να ακουμπήσει, να βρει μια έξοδο απ’ τον ίδιο της τον εφιάλτη. Κι όσο στέκεται γυμνή πάνω στο τραπέζι του χασάπη, τόσο πιο πολύ μάς αντέχει. Γι’ αυτό αγωνιούμε γι αυτήν, γι αυτό πονάμε γι αυτή, γι αυτό την αγαπάμε, γιατί έχει τα κότσια να ξεγδαρθεί μπροστά μας. Και να πει: Δες με, εδώ πονάω, εδώ πεθαίνω, εδώ γεννιέμαι ξανά.

Η παράσταση αποτελεί μία διεθνή συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου με το Théâtre National de La Colline, του οποίου ο Μουαουάντ διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής εδώ και μία δεκαετία, και εντάσσεται στον κύκλο “Contemporary Ancients/Σύγχρονοι Αρχαίοι”, που έχει θεσπίσει το Φεστιβάλ με πρωτοβουλία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, και υλοποιείται με τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).

Για τη σύλληψη του έργου, ο δημιουργός εξήγησε: “Αυτό που θα ήθελα να πω είναι πως, είτε το δούμε ως μύθο είτε ως παραμορφωμένο είδωλο μιας αληθινής ιστορίας, η αρπαγή της Ευρώπης αποτελεί την πρώτη μεγάλη σφαγή, την αρχική βία. Μια γυναίκα αρπάζεται και μεταφέρεται αλλού, και πάνω σ’ αυτήν την αρπαγή θεμελιώνεται ένας ολόκληρος πολιτισμός. Από αυτή την πράξη ξετυλίγεται ένα νήμα βίας — ένα νήμα που διαχρονικά απλώνεται πάνω στα σώματα των γυναικών. Κι αυτό το νήμα ήθελα να αγγίξω και να μιλήσω γι’ αυτό· όχι μέσα από τη λογική της εξιστόρησης, αλλά μέσω της μετάδοσης μιας εμπειρίας. Γιατί, από γενιά σε γενιά, δεν φτάνει πάντα η αφήγηση — πολλές φορές το μόνο που περνά είναι το τραύμα, η σιωπή του, το άρρητο. Ένα βάρος που κληροδοτείται όχι με λέξεις, αλλά με βλέμματα, σκιές και σώματα που κουβαλούν μνήμη, χωρίς να την εκφέρουν. Αυτή την αίσθηση προσπάθησα να αποτυπώσω στο έργο και την κουβαλώ στη διαδικασία της παράστασης. Δεν υπάρχει παραδοσιακή δομή —αρχή, μέση και τέλος— αλλά ένα παζλ, ένα σύνολο εικόνων, φωνών, σιωπών και σπασμένων κομματιών, που μπορούν να κλειδώσουν αναπάντεχα μεταξύ τους”.

Στην παράσταση όλα μαζί  σκηνικό, φως, ήχος δημιουργούν ένα τοπίο που δεν είναι απλώς θέατρο: είναι ανοιχτή τομή, χώρος εξομολόγησης και επί τόπου θυσίας. Μέσα σ’ αυτόν τον λιτό καμβά, ο Μουαουάντ αφήνει την ποίησή του να στάζει στάλα, στάλα μαζί με τις ανάσες, το φως και τη σκιά.

Το λιτό, σκηνικό του Emmanuel Clolus λειτουργεί σαν μια ουδέτερη μήτρα όπου το φως, ο ήχος και η κίνηση αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί του Laurent Schneegans ζωγραφίζουν διαρκώς νέα τοπία πάνω στην ίδια γυμνή σκηνή: εναλλαγές φωτός και σκιάς, κοφτερές εστιάσεις που καρφώνουν το βλέμμα σε λεπτομέρειες, κόκκινες εκρήξεις, φωτιστικά ξαφνιάσματα με ανακριτικούς προβολείς, όλα συντονισμένα στις απαιτήσεις του έργου.  Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη και το ηχητικό πλαίσιο της Annabelle Maillard πλέκουν μια ακουστική παλίρροια: κοφτές μουσικές φράσεις δένουν απόλυτα με την κίνηση των σωμάτων, υπογραμμίζοντας ρήξεις και τα ξαφνικά, υπέροχα τινάγματα του κειμένου.

Στο τέλος αυτής της σπαρακτικής τελετουργίας, Ο Όρκος της Ευρώπης μένει μαζί μας σαν ανοιχτή πληγή, αλλά και σαν χάδι. Δεν είναι μόνο η λατρεμένη Ζιλιέτ Μπινός που θα κρατήσουμε στη μνήμη, όσο κι αν η παρουσία της φώτισε τη σκηνή σαν θραύσμα σελήνης. Είναι κάθε σώμα που στάθηκε εκεί η Ευρώπη, η Μεγάρα, η Ζοβέτ, ο Ζάκαρι, φωνές που έφτιαξαν έναν χορό από ψίθυρους και κραυγές, μια χορωδία ανθρώπινου πόνου και ανεξιλέωτης τρυφερότητας.

Θα θυμόμαστε τα αιχμηρά φώτα που πάλλονταν  μαζί με την ανάσα των ηθοποιών, τις λάμψεις που έπεφταν σαν μαχαίρια ή σαν δάκρυα στις πέτρες της Επιδαύρου. Τους ήχους και τα τραγούδια που στάθηκαν κόντρα στην αγριότητα, ειρωνικά κι όμως τόσο αληθινά. Θα θυμόμαστε τη μουσική που κυλούσε σαν ποταμός, άλλοτε γλυκιά, άλλοτε κοφτερή σαν ξυράφι.

Κι από πάνω απ’ όλα, σαν ομπρέλα από αστέρια, η ποίηση του Μουαουάντ. Μια ποίηση που δεν ζητά να λυτρώσει, μόνο να πει την αλήθεια, να ψάξει στα σωθικά, να βρει εκεί το παιδί που χάθηκε, τη μάνα που θρήνησε, τον ένοχο που ομολογεί. Αυτή η παράσταση μάς υπενθυμίζει πως το θέατρο, όταν είναι ζωντανό, είναι μια υπόσχεση: όσο οι λέξεις αντέχουν, κι εμείς μπορούμε να πονάμε και να αγαπάμε λίγο πιο αληθινά.

 

Ελισσαίος Βγενόπουλος

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.