Η Βάλια Τσάιτα-Τσιλιμένη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΣ) της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, στο Παρίσι (Paris-Sorbonne IV), όπου μελέτησε όψεις του έργου του ποιητή Κώστα Ουράνη σε σύγκριση με τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ. Είναι Επίκουρη (Chargee de cours) στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, στη Φιλοσοφική Σχολή, στο τμήμα Νέων Ελληνικών, στο οποίο εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή πάνω σε θέματα ταυτότητας, κοινωνικής κριτικής και λογοτεχνικής γραφής στη λεγόμενη Γενιά του ’20 στην Ελλάδα (2017). Διδάσκει λογοτεχνία, γλώσσα και μετάφραση. Εκτός από τα ακαδημαϊκά της καθήκοντα, ασχολείται με την ποίηση, τη μετάφραση και τη φωτογραφία. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Άγρια χόρτα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη (2017) και διακρίθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή Jean Moreas. Ήταν, επίσης, υποψήφια για το βραβείο του περιοδικού ο αναγνώστης (2017-2018), καθώς και για το βραβείο Γιάννης Βαρβέρης της Εταιρείας Συγγραφέων (2018). Από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφόρησε το 2025, η ποιητική της συλλογή με τίτλο Είδη πρώτης ανάγκης.
Τα Είδη πρώτης ανάγκης (Κέδρος, 2025) είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Βάλιας Τσάιτα -Τσιλιμένη. Πιάνοντας την στα χέρια μου και διαβάζοντας τον τίτλο μου φάνηκε πως με παραπέμπει σε υλικά αγαθά απαραίτητα για την επιβίωση. Όμως διαβάζοντας τα πρώτα της ποιήματα κατάλαβα πως ο τίτλος είναι συμβολικός. Η ποιήτρια μας μιλά για την αντοχή της ψυχής στην καθημερινή ερήμωση, για την επανεκτίμηση της ανάγκης του έρωτα, της μνήμης και της τρυφερότητας. Στους στίχους της ζυμώνεται, μεταπλάθεται, ψάχνει εκείνα τα στοιχεία που θα την κρατήσουν ορθή στους δυστοπικούς καιρούς. Η γυναίκα δεν κραυγάζει αλλά τελετουργεί με μια μυστική γλώσσα που διασώζει ό,τι δεν άντεξε αλλού να ειπωθεί. Είναι η ποίηση του καθημερινού, η επιμονή του άγραφου, ο χορός εκεί που δεν υπάρχει πια σώμα. Δεν είναι πάντοτε ιερές οι τελετουργίες. Πολλές φορές είναι γεμάτες οργή, ντροπή ή επιβίωση. Εδώ, η ποίηση λειτουργεί σαν τελετουργία. Κάθε στίχος ένας ψίθυρος, κάθε ποίημα μια επιστροφή, μια προσφορά, ένα ξόρκι. Αλλά καλύτερα να μας τα πει η ίδια η ποιήτρια, που μόνο αυτή ξέρει από ποια ποιητικά μονοπάτια πέρασε ώστε να μας φέρει αυτή τη δεύτερη συλλογή στα χέρια μας.
Ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Ο τίτλος της συλλογής, «Είδη πρώτης ανάγκης», παραπέμπει σε κάτι επείγον και αναγκαίο. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα ‘είδη πρώτης ανάγκης’ στην ποίηση και στη ζωή;
Ακριβώς όπως το αναφέρετε και η ίδια, ο τίτλος, σκόπιμα αντιποιητικός, παραπέμπει σε μια επείγουσα κατάσταση όπου ψάχνει κανείς, ένας άνθρωπος, ένας πληθυσμός, ένα κράτος, ό, τι βασικότερο προκειμένου να σωθεί, να κρατηθεί στη ζωή. Τα τελευταία χρόνια οι ειδήσεις που μας περιβάλλουν και μας αφορούν είναι συχνά δυσοίωνες και μαρτυρούν έναν κόσμο θρυμματισμένο, σε επείγουσα συνθήκη. Και δεν είναι μόνο οι κυριολεκτικές ελλείψεις, οι τρομακτικές συνθήκες που απειλούν την αρμονία του ατόμου, των λαών, του πλανήτη… Είναι και η κρίση των ανθρώπινων αξιών, το βύθισμα στην ανεξέλεγκτη ακόμα τεχνολογική ταχύτητα, η απομάκρυνση από τη βαθύτερη σκέψη, από το διάβασμα, τη μελέτη, τον στοχασμό. Σε μια τέτοια εποχή, παρατηρώντας γύρω μου την παγκόσμια ανάγκη για ισορροπία, σε πολλαπλά επίπεδα: ειρήνης, περιβάλλοντος, οικονομίας, εξέλιξης, κλπ., σκέφτηκα πως ήρθε ο καιρός να θυμηθούμε πως είδη πρώτης ανάγκης δεν είναι μονάχα το νερό, τα τρόφιμα, τα ρούχα, τα φάρμακα. Είναι και η φαντασία, η παράδοση, τα συναισθήματα και οι συναισθησίες, η ευαισθησία, η φροντίδα της σκέψης, ο σεβασμός προς ό, τι αποκλείνει από το ιδιωτικό, κ.ά. Θέλησα επομένως να πραγματώσω ένα κάλεσμα, με τον τίτλο της νέας αυτής συλλογής, να θυμίσω πως ό, τι την περιέχει, θεματικά, οφείλει να κατέχει καίρια θέση στα καθημερινά ανθρώπινα ζητήματα.
Ποιητικές μορφές όπως η “Κοκκινοσκουφίτσα” και ο “Σιμιγδαλένιος” φέρουν συμβολικό φορτίο. Τι ρόλο παίζουν οι μύθοι ή οι αφηγήσεις της παιδικής ηλικίας στο έργο σας;
Είχα την τύχη να μεγαλώσω ανάμεσα σε αφηγήσεις πολλαπλών φωνών που περιτριγύριζαν και συνόδευαν την παιδική μου ηλικία. Πρώτη απ’όλες η φωνή της μητέρας μου όταν μας διάβαζε παραμύθια πριν κοιμηθούμε, καθώς και οι επιστημονικές τις γνώσεις επί του θέματος, παράλληλα τα παραμύθια που είχε συλλέξει από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας ο δάσκαλός της, ο Β. Αναγνωστόπουλος, τα οποία διαβάζαμε κατά καιρούς κι έπειτα οι παππούδες μου και η εμπειρική τους γνώση, οι αφηγήσεις τους, καθώς φυσικά και το σύνολο των βιβλίων που διάβασα ως παιδί, που μ’ έμαθαν να τ’ αγαπώ και να τα εμπιστεύομαι… Όλα αυτά και πολλά ακόμη, παρεμφερή σκέλη της παράδοσης και του παραμυθιού στελέχωσαν μέσα μου μια αίσθηση πολυτιμότητας της αφήγησης, με διάσταση συλλογικού υποσυνειδήτου. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Σιμιγδαλένιος, κι άλλοι ήρωες λαογραφικών και μη παραμυθιών κουβαλούν μέσα τους στοιχεία που μας αφορούν όλες και όλους σε διαφορετικά ηλικιακά στάδια της ζωής μας. Οι μύθοι είναι πάντα σοφοί, γεμάτοι από εμπειρίες και πάντα έτοιμοι να μας μάθουν, κατά κάποιο τρόπο, ζωή, ή για να το πω κάπως αλλιώς: να μας συνοδέψουν στη ζωή ως μια γνώση που προϋπάρχει της δικής μας διαμόρφωσης και εξέλιξης και που μας αφορά, εφόσον ατομικά ανήκουμε στο ευρύτερο σύνολο της ανθρώπινης υπόστασης.
Η γυναικεία εμπειρία ή η φωνή υπάρχει στο έργο σας με συγκεκριμένο τρόπο; Θα χαρακτηρίζατε την ποίηση σας φεμινιστική;
Έχει πάντα ενδιαφέρον μια τέτοια ερώτηση. Η πρώτη μου σκέψη είναι να πω πως όχι, δε γράφω μια στρατευμένη φεμινιστικά ποίηση, δε σκέφτομαι πως επιθυμώ σκόπιμα και συνειδητοποιημένα να γράψω για τη γυναίκα, προκειμένου να την υπερασπιστώ σε ό, τι τελικά την αφορά. Ωστόσο, η στάση μου στη ζωή είναι, θεωρώ, φεμινιστική, με τρόπο ωστόσο που να μη μειώνει και το κάθε είδους άλλο φύλο. Πιστεύω πως κάθε φωνή στον κόσμο έχει και πρέπει να έχει τη θέση της. Το ιδανικό για μένα βρίσκεται εκεί όπου το κάθε φύλο συναντά τον άλλο και του ανοίγει χώρο προκειμένου να λάβει χώρα η αλληλεπίδραση, ο διάλογος, η από κοινού δημιουργία. Ωστόσο, όλες και όλοι λίγο πολύ ξέρουμε πως αυτή η συνάντηση πραγματώνεται σε ποικίλα επίπεδα τόσο άνισα στην κοινωνία. Αυτό με κάνει πολλές φορές να διαπιστώνω το πόσο πολύπλευρα έχει αδικηθεί η γυναίκα στους κοινωνικούς ιστούς, και πόσο λάθος δυστυχώς μερικές φορές θάβει και η ίδια τις δυνατότητές της, πέφτοντας θύμα των διαφόρων στερεοτύπων που κυκλοφορούν. Απέναντι σε αυτό το καίριο ζητούμενο, η γυναικεία εμπειρία ή φωνή, όπως λέτε, στο έργο μου εκφράζεται δίχως φίλτρα ή σκοπιμότητες. Επιθυμεί να εκθέσει, με την θετική έννοια του όρου, όψεις της ύπαρξής της, που έχουν ίσως παραμεριστεί κι από την ίδια τη γυναικεία ύπαρξη, ανά τους αιώνες, σ’ έναν δύσκολο αγώνα για την κοινωνική ισότητα.
Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης στην ποίησή σας; Είναι ένα αρχείο, ένα καταφύγιο, μια παγίδα;
Θυμάμαι είχα διαβάσει πριν χρόνια το βιβλίο «Μίλησε, μνήμη» του Β. Ναμπόκοφ και μου είχε αρέσει πολύ ο τρόπος με τον οποίο στο βιβλίο αυτό συγχέεται η έννοια της μνήμης με την ταυτότητα. Μου είναι πολύ δύσκολο να διανοηθώ τη μνήμη μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο κι αυτή είναι, θαρρώ, η γοητεία της. Συμβάλλει έτσι με διάφορους τρόπους σε όψεις της ατομικής και συλλογικής μας ταυτότητας. Από τις τρεις εκδοχές που μου προτείνετε εδώ, θα επέλεγα ευκολότερα εκείνη του καταφύγιου, απλά και μόνο γιατί θεωρώ πως περιέχει την έννοια της φροντίδας και για μένα, η μνήμη είναι και φροντίδα προς ό, τι την αφορά, την περιέχει, την αντανακλά. Από εκεί και πέρα, θα χρησιμοποιηθεί και ως αρχείο, θα λειτουργήσει ίσως κι ως παγίδα – σε περιπτώσεις όμως που της γυρνάμε κάπως την πλάτη ή επιλέγουμε να την αγνοήσουμε, να την παρα-νοήσουμε. Κατά βάθος πιστεύω πως η μνήμη είναι κάτι το διαυγές. Δεν της αρέσει το κρυφτό και τη συναντά κανείς εύκολα, στην προσωπική του πορεία. Της αρέσει να προσφέρεται, να συνοδεύει την ωρίμανση της ζωής μας. Όλα τα υπόλοιπα, που καταλήγουν τελικά να τη χαρακτηρίζουν, αφορούν κατά κύριο λόγο τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος τη χρησιμοποιεί, τη διαχειρίζεται, την παραμερίζει.
Στο έργο σας η γυναικεία παρουσία δεν φωνάζει αλλά ενεργεί μέσα από ήσυχες, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις. Ποια σημασία έχει για εσάς αυτή η μορφή προσφοράς;
Είναι μια συνειδητή στάση απέναντι στον θόρυβο του κόσμου ή ένας αρχαϊκός τρόπος επιβίωσης; Πιστεύω στον χρόνο του εαυτού και των πραγμάτων. Πιστεύω στον Χρόνο γενικότερα, τρέφω βαθύ σεβασμό για ό, τι τον αφορά. Για ν’απαντήσω άμεσα, θα πω πως πράγματι, πρόκειται για μια στάση συνειδητή ναι, απέναντι στον θόρυβο του κόσμου που παρουσιάζεται τόσο συχνά και επιφανειακά ειδήμων των πραγμάτων και κατακλύζεται από στερεότυπα απλά και μόνο γιατί τα στερεότυπα ξέρουν να μας «χαϊδεύουν», όπως ξέρουν και ν’αναδεικνύουν πάντα τις αδυναμίες όλων όσων δε μας μοιάζουν. Το βάθος της γυναικείας ύπαρξης, η πολυδιάστατη φύση της λειτουργούν συχνά ως κάλεσμα προς ό, τι αισθητικό μας περιβάλλει και μας χαρακτηρίζει, προς μια συνειδητότητα της αξίας και της ζωής. Πέρα από αυτό, και για να επανέλθω στην έννοια του Χρόνου, νομίζω πως οι «ήσυχες, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις» στις οποίες αναφέρεστε αντιπροσωπεύουν και μια ανάγκη μου προσωπική να θυμίσω πως ο κόσμος, η ανθρώπινη σκέψη, το συναίσθημα, η συνειδητότητα, η κάθε αναζήτηση ισορροπίας, χρειάζονται έναν αργό ρυθμό στα πράγματα, και νομίζω πως σ’ αυτό το σημείο τα παγκόσμια γεγονότα δεν είναι πολύ αισιόδοξα. Μου φαίνεται πως διαγράφουμε, με μεγάλη επιτυχία, τα τελευταία χρόνια, ως ανθρώπινο είδος όψεις της βραδύτητας κι αυτό, σ’ένα εγγύς μέλλον, θα μας κοστίσει ακριβά, αν κάπως δε το προλάβουμε, αν δε βρούμε δίοδο η σκέψη να μην είναι μόνο εξέλιξη, αλλά να είναι και ανάπτυξη. Ένα παράδειγμα φέρνω…
Τα χέρια, πιο πολύ από κάθε άλλο σημείο του σώματος, γεφυρώνουν τη σκέψη με την πράξη. Για εσάς είναι φορείς μνήμης, εργαλεία της στοργής, μάρτυρες της βίας, ή φορείς τελετουργίας;
Είναι κυριολεκτικοί και κατά καιρούς συμβολικοί φορείς της πράξης, πράγματι. Και τείνουμε να το ξεχνάμε. Όπως κάθε σημείο του σώματός μας, είναι μάρτυρες των όσων μας αφορούν. Από το ελάχιστο, στο μέγιστο. Ωστόσο, έχουν τη δυνατότητα, ως εξωτερικά μέλη του σώματός μας και ως εκφραστές των πρακτικών πράξεών μας, για να το πω κάπως ανορθόδοξα, να εκτίθενται συχνότερα ως πηγές από τις οποίες αρχινά η κίνηση προς τον εαυτό ή προς τον άλλον. Αυτό τους το χαρακτηριστικό με αφορά πολύ και μ’ενδιαφέρει. Με ποιο τρόπο το χέρι μπορεί να εκφράσει το χάδι, να ξυπνήσει τη μνήμη, να καλέσει, να φροντίσει, να σώσει, να δώσει, συχνά, μορφή στη σύλληψη της δημιουργίας, κλπ.
Τα πόδια στην ποίηση είναι ένα εξίσου δυναμικό και πολυσήμαντο σύμβολο, λιγότερο εξερευνημένο από τα χέρια, μα συχνά βαθύ, υπόγειο, γήινο και αρχέγονο. Συμβολίζουν πορεία, ρίζωμα, κίνηση, ελευθερία ή καταναγκασμό, αλλά και το βάρος της ιστορίας. Πώς διαβάζετε εσείς τη συμβολική των ποδιών; Είναι ελευθερία ή μνήμη; Είναι πράξη ή ρίζα;
Τα πόδια είναι φορείς της κίνησης, πραγματώνουν τη μετακίνησή μας, σ’ένα χορό ρυθμών που πλαισιώνουν και διέπουν την καθημερινότητά μας. Δε ξέρω αν τα φαντάζομαι ως ρίζα, νομίζω πως αυτός ο συμβολισμός θα τα περιόριζε κάπως. Νομίζω με συγκινεί περισσότερο η σκέψη της επαφής τους με τη γη και ο τρόπος που έχουν να τη διατρέχουν. Μ’ ενδιαφέρουν πολύ και οι παύσεις τους: δυο πόδια που συνοδεύουν μια στιγμή ξεκούρασης στο κρεβάτι, τα πόδια που μπλέκονται σαν κλαδιά στο πλαίσιο μιας ερωτικής πράξης, τα πόδια την ώρα του ύπνου, ως άκρα του σώματός μας, τα πόδια που μας κρατούν σε αναμονή σε φάσεις συνομιλίας μας με τον Άλλον.
Στο ποίημα για την Ειρήνη, ο στίχος τα παιδιά σκαρφαλωμένα στα δέντρα, συμβολίζει την αθωότητα, την εξερεύνηση, την ανεξαρτησία, ενώ ο στίχος Να πιάσουν περιστέρια, ως σύμβολο ειρήνης, ελευθερίας, ψυχικής ανύψωσης, ότι τα παιδιά προσπαθούν να αγγίξουν κάτι πιο υψηλό, ίσως κάτι άπιαστο. Στη δική σας ποίηση τι συμβολισμό θα δίνατε;
Για την Ειρήνη
Μάζευε ο κόσμος όνειρα
Σαν να ταν είδη πρώτης ανάγκης
Κι αυτά γλιστρούσαν κάτω απ’ τη μασχάλη
Τα παιδιά σκαρφαλωμένα στα δέντρα
Κουνούσαν δυνατά τα χέρια τους
Να πιάσουν περιστέρια
Αυτή η ερώτηση μου θυμίζει τον στίχο του Σαββόπουλου «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα» που με συγκινεί πολύ καθώς πράγματι πιστεύω πως μ’ έναν μαγικό τρόπο τα παιδιά πράγματι είναι φορείς της παγκόσμιας σοφίας μ’έναν τρόπο αβίαστο. Κι αν σκεφτεί κανείς πόσο παράδοξο ακούγεται αυτό απέναντι στον τρόπο με τον οποίο τα γνωρίζουμε όλοι ως πλάσματα εξαρτημένα από τον ενήλικο κόσμο για να γνωρίσουν την ανεξαρτησία και να «μάθουν τη ζωή»… Πιστεύω πως ο ενήλικος κόσμος τα προστατεύει μερικώς και συχνά, αντί να τους δείξει πως ν’ αναδείξουν τους τρόπους με τους οποίους γνωρίζουν ήδη τη ζωή στην απόλυτη ουσία της, τους μαθαίνει πώς να τη διαιρούν και να ζουν με τα διάφορα πηλίκα που μπορεί κανείς να επινοήσει. Για να επανέλθω στις εικόνες του ποιήματος, πράγματι τα παιδιά σκαρφαλωμένα στα δέντρα είναι για μένα μια εικόνα επαναστατική που διεκδικεί τη δύναμη του παιδιού που δεν υπακούει στο φόβο των γονιών του τύπου «μη σκαρφαλώνεις, θα πέσεις». Είναι μια δυνατότητα που οι ίδιοι οι ενήλικες χάνουν μεγαλώνοντας. Ξέρετε εσείς πολλούς να μπορούν μετά τα 25 να σκαρφαλώσουν σ’ ένα δέντρο; Είναι μια κίνηση που με κάνει πάντα να χαμογελώ. Φαντάζομαι ένα παιδικό μουτράκι να σκαρφαλώνει και το χαμόγελό του να μαρτυρά μια φράση του τύπου «στην έσκασα». Ωστόσο, η συγκεκριμένη εικόνα σε συνδυασμό με την προσπάθεια να πιάσουν περιστέρια συμβολίζει για μένα μέρος της θλίψης του κόσμου των ενηλίκων που ερμηνεύει την Ειρήνη μέσα από ένα πολυχρησιμοποιημένο σύμβολο. Ποιο είναι το κέρδος του τελικά; Έτσι θα μυηθούμε στην Ειρήνη; Αλήθεια, ποιος το πιστεύει αυτό;
Στο ποίημα «Το τάισμα» μιλάτε για μια γυναίκα που σήκωνε τη μπλούζα της κι έβαζε το ένα της στήθος στο στόμα του με μια κίνηση, να θρέψει τη μνήμη μη τυχόν και χαθεί. Μια πράξη απόλυτης φροντίδας και τρυφερότητας, που παραπέμπει στο θηλασμό, την τροφή αλλά και την ασφάλεια. Όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική. Η κίνηση αυτή εκφράζει το φόβο της απώλειας, αλλά και τη βαθιά αγάπη που ενώνει παρόν και παρελθόν;
Η κίνηση αυτή απενοχοποιεί αρχικά στη σκέψη μου ένα θέμα που ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να γίνεται και στην Ελλάδα λιγότερο ταμπού, αν και έχουμε πολύ δρόμο ακόμα, το θέμα του θηλασμού και μέσα από το συμβολισμό του, τονίζει πράγματι την ιεροτελεστία μιας καθολικής φροντίδας που πηγάζει από την απόλυτη δοτικότητα. Το στήθος μιας γυναίκας ως πηγή τροφής, ζωής, μνήμης, ναι, ακόμα και συλλογικού υποσυνειδήτου, η πρώτη πράξη που πραγματώνεται συνήθως μετά από έναν υγιή τοκετό, αυτή που λάμβανε χώρα από πάντα, και σ’ένα τόσο μακρινό παρελθόν, στο φάσμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο συμβολισμός ενός γάλακτος που είναι ταυτόχρονα τόσο προσωπική, αλλά και τόσο συλλογική υπόθεση. Ίσως κάτι στην κίνηση αυτή να πηγάζει από την εποχή που διάβασα τον μύθο της Περό και του Κίμωνα, της γυναίκας που θήλαζε τον πατέρα της στη φυλακή, τον καταδικασμένο να πεθάνει από ασιτία, καταφέρνοντας έτσι να τον σώσει. Μ’ ενδιαφέρει, σε όλη αυτή την εικονοποιϊα και η πολυδιάστατη φύση της γυναίκας, του σώματός της και των δυνατοτήτων της. Την έχουμε περιορίσει επικίνδυνα κι αυτό δε μπορεί παρά ν’ αποβαίνει μοιραίο κατ’ εξακολούθηση.
Πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως φεμινιστική πράξη;
Ναι, ωστόσο, όπως προανέφερα, δεν είμαι πολύ υπερ της στρατευμένης ποίησης, με την έννοια του ότι συχνά διαπιστώνω πως όταν γράφουμε έχοντας κατά νου να γράψουμε για έναν συγκεκριμένο λόγο, με αφορμή ένα συγκεκριμένο θέμα, συνήθως το αποτέλεσμα είναι λιγότερο αυθεντικό. Στα δικά μου μάτια, τις περισσότερες φορές, ένα τέτοιο αποτέλεσμα πείθει λιγότερο. Θεωρώ πως ρίζες της δημιουργίας είναι βαθύτερες και κυρίως πιο πολυδιάστατες. Δεν κινούνται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και όταν επιχειρούμε να το κάνουμε τις περιορίζουμε με κίνδυνο να στερήσουμε από το ποίημα την πνοή του.
Αν μπορούσατε να δώσετε φωνή σε μια σιωπηλή γυναίκα της ιστορίας ή της ποίησης, ποια θα ήταν;
Νομίζω πως το έκανα, στην περίπτωση του ποιήματος με τίτλο «Η Βασίλισσα», όπως προανέφερα (αν και πρόκειται για μύθο), αλλά εν τω μεταξύ θα μπορούσα να σκεφτώ κι άλλες πολλές περιπτώσεις: τη Jeanne Barret (βοτανολόγος του τέλους του 18ου αιώνα), την Emeline Pankhurst, τη Rosalind Franklin, κλπ.
Έχει η φωνή της γυναίκας άλλη μουσική; Ποια είναι η μελωδία της ποίησης όταν γράφεται με γυναικείο στόμα;
Δε ξέρω αν θα στεκόμουν στην πλευρά της γυναικείας φωνής φανατικά. Είμαι συχνά δύσπιστη απέναντι σε τέτοιους όρους, όχι επειδή είναι αβάσιμοι, αλλά επειδή διαπιστώνω πως όταν δημιουργούμε μια τέτοια έννοια, δυστυχώς παγιδεύομαστε εύκολα στη συνέχεια, στις διάφορες προσπάθειες του ορισμού της. Κι έτσι, ειδικά αν σκεφτούμε το συγκεκριμένο θέμα μέσα από όλους τους περιορισμούς ή τα στερεότυπα που έχει υποστεί η γυναίκα ανά τους αιώνες, τελικά η εκδοχή της γυναικείας γραφής (έναντι της ανδρικής) προδιαγράφει δυστυχώς μια διάκριση που δεν υποστηρίζω. Είναι μεγάλη συζήτηση. Προφανώς και μπορώ να εντοπίσω ορισμένες διαφορές, αλλά μεγάλο μέρος των περαιτέρω διαφορών για μένα ορίζονται εκτός φύλου. Η ανθρώπινη ποικιλία, σε προσωπικό κυρίως επίπεδο, είναι ασύλληπτη. Έτσι, προτιμώ να διακρίνω και ν’αφουγκράζομαι κάθε φορά το ύφος της κάθε καλλιτέχνιδας/ του κάθε καλλιτέχνη ξεχωριστά.
Αν η ποίηση ήταν καταφύγιο, πώς μοιάζει το δωμάτιο εκείνο για εσάς;
Δε ξέρω αν η ποίηση μπορεί να είναι καταφύγιο. Δε μου αρέσει πολύ αυτή η εκδοχή, γιατί την αποκόβει από την καθημερινότητα. Για μένα η ποίηση είναι φλέβα ζωτική, είναι όψη της ίδιας της ζωής, της ύπαρξης, της ανυπαρξίας, του κόσμου ολόκληρου. Οπότε σ’ αυτή τη περίπτωση θα πρέπει μάλλον να σας αφήσω να φανταστείτε το τι σημαίνει (για την καθεμία/ καθένα ξεχωριστά) ένα προσωπικό παράθυρο του κόσμου.
Αν η ποίηση είναι τρόπος να μη χαθεί τίποτα, ποιο κομμάτι του εαυτού σας σώζετε κάθε φορά που γράφετε;
Νομίζω πως μέσω της ποίησης αφήνω ίχνη της αυθεντικότητας του είναι μου. Δε ξέρω αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να εξηγηθεί αναλυτικότερα. Ή αν επιθυμώ να εξηγηθεί αναλυτικότερα. Πάντως με κάθε ποίημα νιώθω απόλυτα συντονισμένη με όψεις του εαυτού μου και του κόσμου.
Ευχαριστώ για το ποιητικό ταξίδι και την κουβέντα μας και σας εύχομαι να είναι καλοτάξιδη!
Εγώ σας ευχαριστώ για τις τόσο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και για την ευκαιρία που μου δώσατε να επικοινωνήσω μαζί σας και με τις αναγνώστριες/ αναγνώστες!

