Η Όλγα Κομνηνού-Κακριδή (1901-1975) γεννήθηκε στο Μπαλτσίκι της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πολύ νωρίς η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη όπου τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές. Αποφοίτησε με «άριστα» από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παντρεύτηκε τον Ιωάννη Κακριδή και μαζί παρακολούθησαν μαθήματα φιλολογίας και παιδαγωγικής σε Βιέννη, Βερολίνο και Λειψία. Το 1923 διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση και μέχρι το 1949 που παραιτήθηκε, υπηρέτησε σε Γύθειο, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ν. Σμύρνη, Πειραιά, κ.α. Η Κατοχή την βρήκε να διδάσκει στο Γυμνάσιο Νέας Σμύρνης. Όταν το Φεβρουάριο του 1943 πέθανε ο Κωστής Παλαμάς, αψήφησε την αντίδραση του γυμνασιάρχη, πήρε τις μαθήτριές της και πήγαν στην κηδεία του μεγάλου νεοέλληνα ποιητή. Παρά τις οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις έβρισκε τον χρόνο να βοηθά 2-3 φορές την εβδομάδα μία τυφλή και φτωχή φοιτήτρια φιλολογίας σε θέματα Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών. Το πλούσιο συγγραφικό της έργο με κέντρο τον άνθρωπο, περιλαμβάνει ομιλίες, άρθρα, κριτικές, μεταφράσεις και μελέτες.
Τα βιβλία της: «Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας» (1947, εκδ. Ίκαρος), «Σχέδιο και Τεχνική της Οδύσσειας» (Θεσσαλονίκη 1969) αποτελούν εμπνευσμένα βοηθήματα για την καλύτερη κατανόηση και διδασκαλία των ομηρικών επών. Στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου πληροφορεί ότι άρχισε να το γράφει το 1940. «Από το 1940 ως τώρα πέρασαν έξι χρόνια· λίγος καιρός μέσα σ’ αυτά μου έμενε για τον Όμηρο. Περίμενε και αυτός υπομονετικά μέσα στις μπόρες της πατρίδας, που χτυπούσαν όλους μας και σαν άτομα, και με παράστεκε όσες φορές ευκαιρούσα δυναμώνοντάς μου την ψυχή με της δικής του ψυχής τη ρώμη. Και όμως έτσι γράφτηκε σιγά σιγά τούτο το βιβλίο. Τώρα που τα άμεσα δεινά του πολέμου κόπασαν, νόμισα χρέος μου να το εκδώσω. Για την ανοικοδόμηση της πατρίδας πρέπει να δουλέψουμε όλοι με όσο μόχθο και στέρηση, περισσότερο από κάθε άλλον οι πνευματικοί εργάτες· γιατί το δικό τους λιθάρι θεμελιώνει πιο στερεά, όταν μάλιστα βαστάει από τις ρίζες της γενιάς» (σσ. ζ-η΄).
Η προσφορά της στον Όμηρο δεν εξαντλείται εδώ. Το 1954 στις εκδόσεις «Ι. Ζαχαρόπουλος» κυκλοφόρησε η πεζή μετάφραση όλης της Ιλιάδας. Πρόκειται για την πιο εύστοχη μετάφραση ομηρικού έπους που έχει εκπονηθεί σε στρωτό νεοελληνικό λόγο.
Ακολουθούν κάποια παραδείγματα:
- Στο Α 349-356 ο Αχιλλέας πληγωμένος από την άδικη προσβολή του Αγαμέμνονα, καλεί σε βοήθεια τη θεά μητέρα του: «Δάκρυσε τότε ο Αχιλλέας και αμέσως αποτραβήχτηκε από τους συντρόφους του και κάθισε στην άκρη της σταχτιάς θάλασσας, βλέποντας κατά τον απέραντο πόντο. Τότε απλώνοντας τα χέρια προσευχήθηκε θερμά στη μητέρα του: ‘Μητέρα, μια και με γέννησες τόσο λιγόζωο, ας μου έδινε τουλάχιστο τιμή ο Ολύμπιος ο Δίας που βροντά στα ψηλά· τώρα ούτε τόσο δα δεν με τίμησε· γιατί αλήθεια ο Ατρείδης Αγαμέμνονας με τη μεγάλη εξουσία με ντρόπιασε, γιατί μου άρπαξε και μου κρατά το τιμητικό δώρο, παίρνοντάς το μοναχός του’».
- Στο Θ 300-308 το βέλος του τοξότη Τεύκρου αντί να χτυπήσει τον Έκτορα, πλήττει θανάσιμα τον νεαρό και όμορφο γιο του Πριάμου Γοργυθίωνα. Ο ποιητής παρομοιάζει τον νέο καθώς ξεψυχά με το κεφάλι μιας παπαρούνας που γέρνει βαρύ από τους σπόρους της και από τις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες: «Είπε, κι έριξε άλλη μια σαΐτα από τη νευρά του αντίκρυ στον Έκτορα, και η καρδιά του λαχταρούσε να τον πετύχη. Εκείνον δεν τον πέτυχε, χτύπησε όμως με το βέλος του τον αψεγάδιαστο Γοργυθίωνα, το δυνατό γιο του Πρίαμου, κατάστηθα. Αυτόν τον γέννησε μάνα που είχε έρθει νύφη από την Αισύμη, η όμορφη Καστιάνειρα, στο κορμί όμοια με τις θεές· κι έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά, σαν παπαρούνα μέσα σε κήπο, που έχει βαρύνει από το σπόρο της και από τις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες. Έτσι από τη μια μεριά έγειρε το κεφάλι του, καθώς το βάρυνε η περικεφαλαία».
- Στο Τ 282-300 η Βρισηίδα θρηνεί τον νεκρό Πάτροκλο: «Τότε η Βρισηίδα, όμοια με τη χρυσή Αφροδίτη, μόλις είδε τον Πάτροκλο σπαραγμένο με το κοφτερό χάλκινο δόρυ, έπεσε απάνω του θρηνώντας δυνατά, και έσκιζε με τα χέρια της τα στήθη και τον απαλό λαιμό και το όμορφο πρόσωπο, και είπε κλαίγοντας η γυναίκα που έμοιαζε με τις θεές: ‘Πάτροκλε, πάρα πολύ αγαπημένε από μένα τη δύστυχη, όταν έφευγα από τη σκηνή σε αφήκα ζωντανό, και τώρα που ξαναγυρίζω σε βρίσκω σκοτωμένο, κυβερνήτη των πολεμιστών. Πώς μου έρχεται το ένα κακό απάνω στο άλλο πάντα. Τον άντρα που σ’ αυτόν με έδωσαν ο πατέρας και η σεβαστή μου μητέρα, τον είδα μπροστά από την πόλη μας σπαραγμένο με κοφτερό χαλκό· το ίδιο είδα και τα τρία αδέρφια, που μου είχε γεννήσει η ίδια μάνα, τα αγαπημένα· όλα τους βρήκαν το θάνατο. Όμως εσύ δεν με άφηκες να κλαίω, όταν ο γρήγορος Αχιλλέας σκότωσε τον άντρα μου και κυρίεψε την πόλη του θείου Μύνητα, μόνο μου έλεγες πως θα με κάνης νόμιμη γυναίκα του θείου Αχιλλέα, και πως θα με φέρης μέσα στα καράβια στη Φθία, και θα κάμης το τραπέζι του γάμου μας μέσα στους Μυρμιδόνες. Γι’ αυτό σε κλαίω ακατάπαυτα, που πέθανες, εσύ που ήσουν πάντα γλυκομίλητος’».
Η Όλγα Κομνηνού-Κακριδή υποστήριζε ότι η πίστη και η υποταγή στο νόημα του κειμένου αποτελούν απαραίτητο γνώρισμα μιας καλής μετάφρασης. Ο μεταφραστής «γυρεύοντας να μείνει πιστός στο κείμενο, κινδυνεύει να χρησιμοποιήσει φράσεις και σύνταξη ανύπαρκτες στη γλώσσα του. Από το άλλο μέρος, θέλοντας να γράψει στρωτά στη δική του γλώσσα, κινδυνεύει να πέσει σε παράφραση και να μην ξαναδώσει ορισμένες λεπτότητες του κειμένου». Γι’ αυτό θεωρούσε απαραίτητο να κατέχει ο υποψήφιος μεταφραστής καλά «και των δύο γλωσσών τις γραμματικές κατηγορίες και τη χρήση τους, τις συντακτικές σχέσεις και το λεξιλόγιο».
Έχοντας αφιερώσει τη ζωή της στην αύξηση ποιότητας της παιδείας, η Όλγα Κομνηνού-Κακριδή κατάφερε να σμιλέψει μία από τις καλύτερες νεοελληνικές μεταφράσεις της Ιλιάδας που έχουν εκπονηθεί μέχρι σήμερα.
Αλεξάνδρα Ροζοκόκη
Διευθύντρια Ερευνών στην Ακαδημία Αθηνών

