ΧΡΟΝΙΚΟ
Ένιωθε από μέρες
Τη μικρή απόκλιση του άξονα
Επέμενε
Όλα, σιγά σιγά
Τελείως ανεπαίσθητα,
Μετατοπίζονταν
Έγερνε έξω απ’ τη ζωή
Κατά μια μοίρα
Μια μόνο μοίρα
Άτροπο
Ένιωθε άρρωστος, δεν ήξερε τι έχει
Ήτανε πεθαμένος μόλις από χθες
*
Ανίδεος συνέχιζε
Σαν το κομμένο άνθος να ελπίζει
Από την άλλη την πλευρά
Γυάλινου χρόνου ότι ζει
Όμως,
Διαθλώμενος σε μακριές σιωπές,
Ανίδεος,
Στην αιωνιότητα
Εθιζόταν
*
…..
*
Στο στόμα της νύχτας
Όλη νύχτα
Δαγκώνεται
Αλέθεται
Σάλια
Καυστικά
Γαστρικά υγρά
Οινόπνευμα
Μασιέται
Να μαλακώσει κι άλλο
Να τακεί
Να ομογενοποιηθεί
Να πιωθεί, να καταποθεί
Να καταλυθεί
Να ενωθεί
*
Κόμπος ο κόσμος
Μέσα σε συριγμούς
Αφρούς
Κενά της μνήμης
Εκκρίσεις
Φαρμακερός
Παλινδρομεί συνέχεια
Απ’ την ψυχή
Στον οισοφάγο
Ο χρησμός
Να μην τον πει
*
Βολβοί από γυαλί
Με μυθικές σκηνές
Να εκτυλίσσονται βουβά,
Αέναα,
Στο κοίλο
Προσηλωμένο βλέμμα στο κενό
Αντανακλώντας
Παγερά φεγγάρια
Ρουθούνια με αρχαίο τρόμο
Άβουλο ζώο, παλιός θεός
Ο Ύπνος,
Μισό παράσιτο, μισό παιδί
Γέρικο,
Υποζύγιο
Βαριάς ψυχής
Με πρόσθετο ξένο φορτίο
Κρέας ανθρώπου
Ασάλευτο
Ανηφόριζε
Στην κατωφέρεια δια βίου
*
Έτοιμος για την έξοδο
Από καιρό
Κοιτάζει το ρολόι στον αριστερό καρπό του
Μισολιωμένο
Παίρνει αργά μορφή
Πυξίδας
Επτά και είκοσι
Αλλού
Στο εκκρεμές
Κειμήλιας μέρας χωρίς δείχτες
Φοράει το άδειο πανωφόρι
Το καπέλο,
Τα γυαλιά,
Οι μπότες του,
Τι περιέχουν;
Δεν έχει πού να κοιταχτεί
Μορφή στραμμένη προς τα μέσα
Χωρίς είδωλο
Κάποιος με τις δικές του δεξιότητες
Κανέναν
Από τους χαμένους στους καθρέφτες
Δε μπορεί ν’ αναγνωρίσει
Καθυστερεί λίγο ακόμα
*
Περίπατος στην εξοχή×
Ο τελευταίος
Τα δέντρα αποσβολωμένα,
Τ’ αποδημητικά, κατά ριπές,
Στον άνεμο
Μηχανικές κινήσεις διαγραφής
Πέρα, της θάλασσας τα κύματα σε επανάληψη
Ήρεμα, μετρημένα τελεσίδικα
Στα βράχια πετρωμένα τα ερίφια
Αιώνια μηρυκάζοντας τη μάταιη τροφή
Τα βλέμματά του αφαιρεί,
Μεθοδικά,
Από τα πάντα, ένα – ένα
Τα επιστρέφει στα ονόματά τους
Τίποτα δεν αγγίζει
Άλλο δεν οσφραίνεται,
Δεν αφουγκράζεται
Σε συνεχή ενεστώτα
Οπισθοχωρεί
Στο παρελθόν
*
Πίσω του,
Εκατοστό – εκατοστό
Υπόγεια,
Ύπουλη βλάστηση, επιθετική
Του βέβαιου τάφου ανταλλάξιμο είδος
Προελαύνει με φωτιές ο Αύγουστος
Παμφάγος
Καταβροχθίζοντας ό,τι έμεινε απ’ τη ζωή του
*
Κοιμόταν ξέσκεπος
Ήδη
Αθόρυβα, μεθοδικά τον αφανίζαν
Πρόγονοι και απόγονοι,
Τα σύννεφα
Χωρίς να το γνωρίζει,
Τα κύτταρά του
Ήδη,
Στο διαλυτικό του ύπνου,
Χάνονταν
Σ’ αλλότριους σχηματισμούς
Μορφές παράξενες
Λαβαίναν
Όλα εκείνα που παράξενα
Τόσο καιρό σκεφτόταν
*
Άνοιξε η νύχτα ως τα πόδια
Με σκίσιμο ανατριχιαστικό
Αχνίζοντας
Χιλιόμετρα εντόσθια
Αρχαία, με βελάσματα, με μουγκρητά,
Οδυνηρά κουλουριασμένα,
Πελώρια μάζα μυαλού
Όλα τα μοβ, τα μελανά
Τα γκρίζα
Άδειασαν ξάφνου
Πάνω από την πόλη
*
Άστραψε τότε
Στο βυθό
Αγκίστρι
Από ερωτηματικό
Συρμάτινο.
Κι ανέβηκε απ’ τα σπάραχνα
Άγρια σπαρταρώντας
Το ξημέρωμα.
*
Τότε,
Το εκδηλωμένο σύμπαν
Ακόμα ωραίο,
Καθρεφτίστηκε για μια στιγμή
Στο άδηλο
Και πέτρωσε
*
……………………..
*
Στο πρώτο στάσιμο της μέρας
Σύγκορμος τραντάζεται
Ανοίγει μάτια από πάχνη
Ν’ αναγνωρίσουν μια στιγμή το αδιανόητο
Γδούπος βαρύς, κι ευθύς,
Από τεράστιες φτερούγες πανικός αδειάζει τον αέρα
Σκορπίζουν έντρομες όλες οι λέξεις
Σαν για πάντα
Μια μαύρη τρύπα στο ταβάνι
Παρόν το παρελθόν,
Από μεγάλο ύψος χύνεται στο πάτωμα
*
…………………………
*
Στοές από κρυμμένα βλέμματα,
Βαθιά και σκοτεινά,
Το βλέμμα του απορροφούν
Σ’ ανάστροφο διάστημα,
Με όλων των φυτών τις ρίζες
Κατεβαίνει αόμματος
Υποχωρεί ο κόσμος×
Όλος μέσα του ξανά,
Σε ήχο διπλασιάζεται
Συριστικοί ίσκιοι ψαλμών μακραίνουν
Σε δέντρα μουγκά ξεφυτρώνουν
Ίουλοι ένρινοι
Ουρανικά αρπακτικά της νύχτας εφορμούν
Χθόνιοι, μαύροι στεναγμοί ανεβαίνουν
Οδοντικά χορτάρια
Σαρκοφάγα, αλαλάζοντα
Υπνωτισμένο σμήνος ονομάτων
Σηκώνεται έντρομο απ’ τα πράγματα
Φεύγει παραληρώντας
Μες στην αχλύ των προσδιορισμών
*
Η σκέψη του διασπά την κρύπτη της
Ουά, ουαί,
Μωρό ταυτόχρονα και γέρος
Κλάμα αιχμηρό
Το εγώ
Διαπερνάει το δονούμενο κενό
Συλλογισμοί από σκοτάδι ατόφιο,
Αβάσταχτοι, βουλιάζοντας αργά,
Τα ορατά
Εξαφανίζουν
Φυτρώνουν, μεγαλώνουν
Κόκκινα ξανά τα γένια του, τόσο νεκρός
Καθώς οι ερωτήσεις έχουν λείψει, όλα είναι η απάντηση.
*
…….
Δεν είναι τίποτα,
Τίποτα,
Θα περάσει
Υπήρξε ξανά
Τέλεια έλλειψη,
Θυμάμαι
Σπείρα ατέρμονη
Συλλογισμοί θεού
Που δεν
Ασύμπτωτες τροχιές
Ουράνιων σωμάτων
Λαβύρινθος κουφού αυτιού
Σιωπή
*
Δεν είναι τίποτα
Ένα ο από ον
Από γιοντ
Κύκλος
Άτομο στο κέντρο
Εγώ άλλο
Μαύρο σημείο πάλι
Θ’ αναβλύσει ίαμα
Θειούχο στο νου από θείο
Δε θα θυμάται μετά
Το σώμα δεν πειράζει, δεν υπήρχε
Δεν υπάρχει
Πια, τώρα, ακόμα
Δεν είναι τίποτα
Μια άνω στιγμή
………………………..
Χίλιες αντένες, τσακισμένες, για το σήμα
Και σήματα είναι όλα
Του ακατανόητου
Οι ερωτήσεις έχουν λείψει, όλα είναι η απάντηση
*
Καθώς απομακρύνονται
Σημεία, ολοένα, σημαινόμενα,
Ευρύνεται το σύμπαν, είπα,
Τυφλό, ακαταλόγιστο, τον εξαρθρώνει
Πού κατατείνουν τα όριά του;
Ποιος τάχα είναι τώρα,
Πού το τώρα;
Άλλος, αλλού,
Σε τόπο μυστικό
Κήπο βαθύ, περίκλειστο στο χάος,
Το ακατάληπτο παλίμψηστο των εαυτών του
Μελετά
Λύπη
Διάφανο έντομο,
Με διαπερνά×
Εξατμίζεται
Πυρακτωμένο
Χωρίς πληγή το ορατό μου στήθος
Συνομιλώ με την ασώματή μου οικογένεια
Γάτα στοχαστική, προγονικό τοτέμ με παραστέκει
Ευρύνεται το σύμπαν, είπα
Η μνήμη μεταλλάσσει τους νεκρούς της σε άστρα-
