Άνθη φουντώνουνε στην μελανή Παγόδα
κι εγώ ανέστιος τις νύχτες σε προσμένω
να φύγω τώρα πια μακριά σου δεν μπορώ
μια αγκαλιά ψυχές με έχουνε δεμένο.
Πόλη απρόβλεπτη στις όχθες του Μεκόνγκ
αρπαχτικά πουλιά σχίζουνε το φεγγάρι
αναλαμπή κρυφή που ξεχυλίζεις φως
και στ’ όνειρο γλυκά λικνίζεσαι με χάρη.
Άλλοτε πάλι αγριότητα σκορπίζεις
με μια φρενήρη αίσθηση πικρή μα τρυφερή
λευκοντυμένη στο γαλάζιο φτερουγίζεις
κύκνο θυμίζεις, αοιδό, γυναίκα, Κινναρί.
