Ο ποιητικός «αμητός» του Μίλτου Σαχτούρη
Οι άνθρωποι νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα. Έτσι κανένας δε θα’ θελε να υποθέσει πως ένα καύκαλο μέσα στην οστεοθήκη του είναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά. Γι’ αυτό δεν έτρεμε καθόλου το χέρι τού παράξενου ποιητή όταν ήρθε μια μέρα να ταράξει τον ύπνο των αιώνων που κοιμόμουν μέσα στο μαύρο μου κασονάκι, όξω από την εκκλησία του νεκροταφείου.
Κ.Γ. Καρυωτάκης {Το καύκαλο}
Αν υποτεθεί πως έπρεπε να διατρέξουμε (εποπτικά) τον ποιητικό ”αμητό” τού Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005), τούτο θα επιτυγχανόταν -μεταξύ άλλων- και χάρη στο (προ ολίγων ετών) εκδεδομένο ποιητικό βιβλίο τού Γιώργου Μεταξά με τίτλο: ”Καλημέρα σας Κύριε Σαχτούρη”(Οδός Πανός, 2022).
Ο Σαχτούρης ως μεταϋπερρεαλιστική ποιητική περσόνα, εξύφανε (συν τω χρόνω, χάρη στην ιδιάζουσα κοσμοαντίληψη και αναγνωστική του αυτοκαλλιέργεια) ένα ”αρχέτυπο” τρόπον τινά ή πιο ευανάγνωστα ένα αρραγές πρότυπο αισθητικών και ποιητικών οριζουσών, που διατήρησε (καθ’ όλη την μακρά ποιητική του διαδρομή) ηθικά ανέπαφο σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ευλόγως θα αναθυμόταν κανείς, την καίρια φράση τού Αρθούρου Ρεμπώ ( κάλλιστα θα λειτουργούσε και ως ποιητικό credo) :”Στις ώρες τής πίκρας φαντάζομαι σφαίρες από σάπφειρο, από μέταλλο” (Αρθ. Ρεμπώ, Εκλάμψεις, μτφρ. Αλέξης Ασλάνογλου, Ηριδανός 1981).
Ο ηλικιακά ακμαίος και καλλιτεχνικά δραστικός ποιητής, τής υπαρξιακά καθημαγμένης ”Λησμονημένης”(1945), ανδρώνεται κατά την διάρκεια τής ασφυκτικής μεταξικής δικτατορίας (4η αυγούστου 1936) με όλα τα συμπαρομαρτούντα των θεσμοποιημένων λογοκριτικών πρακτικών, τής γενικευμένης ανελευθερίας, καθώς και τής ολοσχερούς σύνθλιψης τής όποιας (έστω πρωτύτερα αποκτηθείσας) υποτυπώδους μορφής κοινωνικής ομαλότητας.
Σε αυτή την δυστοπική και ολέθρια δομούμενη ανθρωπογεωγραφία ”εγγράφεται” ο Σαχτούρης, όμηρος μίας βραχείας ψυχονοητικής ταλάντευσης, μεταξύ νομικών σπουδών και ποιητικής γραφής, ήτοι μεταξύ δύο ακραία αντιστικτικών, αντιθετικών και ουδέποτε συνυπαρχόντων ”πόλων”.
Ακολουθεί η ορμέμφυτη (εξ ενστίκτου) απόφασή του να εγκαταλείψει οριστικά και αμετάκλητα τα νομικά (καίγοντας -σημειωτέον- στην ξυλόσομπα τα πανεπιστημιακά του συγγράμματα) προσηλωνόμενος έκτοτε αποκλειστικά στην ποίηση και επαληθεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, την απόφανση τού Οράτιου: ”genus irritabile vatum”(αναφορικά με το ευερέθιστο -τού ψυχισμού- τών ποιητών).
Οι καθοριστικοί και αναφαίρετοι παράγοντες που συνέθεσαν το βιωματικό υπόστρωμα τού ποιητή τού ”Σκεύους”(1971) και των αρκετά μεταγενέστερων ”Εκτοπλασμάτων”(1986), υπήρξαν (όσο και αν ως εμπειρικό υλικό ποιητικώς διηθημένο, έχει καταστεί δυσδιάκριτο, στο τελικό σαχτουρικό corpus) οι φρικαλέες κατοχικές εμπειρίες θανάτου (σχεδόν καθημερινό ήταν το θέαμα νεκρών εκτελεσθέντων, απαγχονισθέντων ή θανόντων εξ ασιτείας, τα πτώματα τών οποίων στοιβάζονταν σε φορτηγά ή χειροκίνητα καρότσια και εν συνεχεία θάβονταν -άνευ λοιπών στοιχείων- σε πρόχειρους ομαδικούς τάφους), ο φόβος και η αγωνία (εν μέσω ζοφερού πολέμου) καθώς και οι συνακόλουθες (τής πολυπόθητης πλην βραχύβιας Απελευθέρωσης τού 1944) εμφυλιοπολεμικές αναθυμιάσεις τού ημεδαπού αδελφοκτόνου σπαραγμού (κατά το επίμαχο διάστημα 1945-1949). Οδυνηρή κλιμάκωση τών προαναφερθέντων αιματηρών και επονείδιστων συμφραζομένων υπήρξε η παγίωση ενός απανθρωποποιημένου και αποκτηνωμένου μετεμφυλιακού ”ανθρωπότυπου”.
Επιστρέφοντας στο ποιητικό ”μετάλλευμα” τού Σαχτούρη, θα παρατηρούσαμε πως μεταστοιχειώνει ποιητικά (εξ ου η εικονοποιητική ”τερατογονία”, το παράλογο και η διάρρηξη τής οιασδήποτε λογικής ακολουθίας) την εφιαλτικώς νοσηρή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, ισορροπώντας στην ολισθηρή επικράτεια τού (διαφαινόμενου) οντολογικού κενού, χάρη στις ονειρικά παράδοξες και σωτήριες (αυτοτροφοδοτούμενες) ποιητικές του εισπνοές.
Ας παραθέσουμε, μία στροφή από ένα ποίημα ποιητικής τού -υπό κρίση- βιβλίου:
Θα φτιάχνει λέξεις στα σκοτάδια
με τέχνη θα κεντά τα βράδια
το μεγαλείο της ζωής
και με το αίμα του Παρθένη
τον πόνο μας θα ομορφαίνει
ως ερημίτης της ζωής
[ Γ. Μεταξάς, Ιοστεφές άστυ]
Ο γνόφος τού εκμαυλισμένου και πολλαπλά αλλοτριωμένου ανθρώπου σε συνδυασμό με την ασύστολη παντοκρατορία τού χρήματος και την εξαχρειωτική επενέργεια τής (παντοιοτρόπως επιδιωκόμενης) υλικής ευμάρειας εντείνουν την αίσθηση ενός in perpetuum (υπαρξιστικών αποχρώσεων) θανάτου που επικαθορίζει ολόκληρη την σαχτουρική ”ενδοχώρα”.
Ας δούμε, πως συμβολοποιεί ο Σαχτούρης, τον ποιητή εαυτόν του και την -πέριξ αυτού-φυόμενη ”φρίκη”, στο γνωστό ποίημά του με τίτλο ”Ο τρελός λαγός”:
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγκαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
[Μ. Σαχτούρης, Ποιήματα άπαντα 1945-1998, Κέδρος 2014]
Επιστρέφοντας στο συζητούμενο βιβλίο, αντιλαμβανόμαστε ότι η αφιερωματικά μονοθεματική συλλογή τού Μεταξά είναι ένα ευλαβές, τιμής ένεκεν πορτραίτο τού ποιητή (τής πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς) και ”αναχωρητή” τού άστεως, εκείνου που βδελύσσεται την τύρβη τών μεταπρατικών ”λογοτεχνικών” ηθών, παραμένοντας ένας ανεξαγόραστος Υδραίος που ”ατάραχος πάντα χτίζει / γκρεμίζει πύργους / στην Ισπανία” ( Μ. Σαχτούρης, Batir des chateaux en Espagne).
Η απόπειρα τού Μεταξά, θα λέγαμε πως διακρίνεται από τις επαρκείς και αναγκαίες παραμέτρους ενός αναγνωστικά προσπελάσιμου κειμενικού σώματος, καθώς και μίας αβίαστης βιογραφικής (αισθητικά φορτισμένης) αποτύπωσης εντός των ορίων τής οποίας αναδεικνύεται ζέον και άνευ προσμείξεων, το σαχτουρικό ”εκμαγείο”, απαλλαγμένο από στρεβλωτικές αμετροέπειες ή άλλες αχρείαστες εντυπωσιολογικές αβαρίες.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό -εν είδει curriculum vitae- ποίημα τού Μεταξά :
Τα χρόνια της νιότης του,
τις νύχτες τρύπαγε
τ’ ασημένιο της σελήνης
με ποιήματα.
Πενήντα μοναχικά χρόνια αργότερα,
απ’ το λιτό του δωμάτιο,
ακόμη συνέχιζε να στέλνει ποιήματα,
μηνύματα χωρίς παραλήπτη,
κάνοντας κομμάτια τη ζωή του.
Την ίδια του τη ζωή,
ένα ατέλειωτο ποίημα
εν εξελίξει.
[Γ. Μεταξάς, Με το πρόσωπο στον τοίχο]
Φθάνοντας στην ηλικιακή περιοχή τής ”περίσκεπτης” ωρίμανσης διαπιστώνουμε σταδιακά πως εκλείπουν επικίνδυνα οι ανυστερόβουλες φιλίες μεταξύ ομοτέχνων ποιητών (συνηθέστατα τείνουν να εκπίπτουν σ’ ένα αδίστακτο συναλλακτικό ”αλισβερίσι”).
Στην προκείμενη περίπτωση (τού Σαχτούρη) προβάλλει η εξαίρεση τού απογοητευτικού ”κανόνα”, καθότι συμπορεύτηκαν μαζί του ως φίλοι, συνομιλητές και συνάδελφοι διά βίου, αφ’ ενός ο πληθωρικός φροϋδικός ψυχαναλυτής, ακραιφνής υπερρεαλιστής και δημιουργός τής προορατικής ”Υψικαμίνου”(1935) Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) και αφ’ ετέρου ο ”Διόσκουρος” τού εν Ελλάδι σουρρεαλισμού, εμμανής ζωγράφος και εκλεκτός ποιητής τού ”Μπολιβάρ” Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985).
Πέραν τών φιλικών ”ομίλων” που συναπάρτιζε η χορεία τών ομοτέχνων ποιητών (που κατά Μεταξά ”τώρα έχουν γίνει σύννεφα”) ο χαλκέντερος Σαχτούρης ανέπτυξε σχέσεις ”εκλεκτικής συγγένειας” με το εικαστικό έργο τού ιδιότροπου Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967), με τον προωθημένο εξπρεσιονιστικό μοντερνισμό που εκπροσωπεί αρτίως ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959) καθώς και με την εικαστική εργασία τού επιστήθιου φίλου του και αξιόλογου ζωγράφου Αλέκου Φασιανού (1935-2022), επαναφέροντας στην μνήμη μας, την γνωστή ρήση τού λυρικού ποιητή Σιμωνίδη τού Κείου που θεωρούσε ”τήν μέν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, τήν δέ ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν”.
Θα ήταν ασύγγνωστη παράλειψη να μην αναφέρουμε στο σημείο αυτό τής διακαλλιτεχνκής συνεύρεσης, την -επί χρόνια- σύντροφο τού Σαχτούρη και σημαντική ζωγράφο τής αφαίρεσης Γιάννα Περσάκη (1921-2008), υπομνηστική μνεία τής οποίας, ενυπάρχει στο παρατιθέμενο απόσπασμα ποιήματος τού Μεταξά.
στο σκοτεινό διάδρομο
πάνω από το σερβάν
ένας εκφραστικός πίνακας
της Γιάννας Περσάκη
μας κοιτούσε αινιγματικά
[Γ. Μεταξάς, Ένα δωμάτιο στην καρδιά του χειμώνα]
Ας αναφερθούμε τώρα στον πίνακα τού εξωφύλλου (τού βιβλίου) με εικονιζόμενο, τον ώριμο πλέον ποιητή τής αστικής Κυψέλης και τής Φωκίωνος Νέγρη, που φιλοτέχνησε εντελέστατα η διακεκριμένη εικαστικός Ρένα Παπασπύρου, οι έντονες χρωματικές τονικότητες τής οποίας, μνημειώνουν τον εμπύρετο και ασίγαστο ”ίλιγγο” (τής -εν τω γίγνεσθαι- ποιητικής πράξης) σε συνάρτηση και αλληλεξάρτηση με τη διασπειρώμενη έλξη-άπωση, από την φασματική ”εκκόλαψη”, μέχρι την γραπτή ”περάτωση” τού εκάστοτε συλλαμβανόμενου ποιήματος.
Τέλος, όσον αφορά στον εντιθέμενο δίσκο (cd), αξίζει να λεχθεί ότι τα ποιήματα τού Μεταξά (σε αψιμυθίωτη ανάγνωση τού ποιητή Γιώργου Χρονά) συλλειτουργούν και συμβαδίζουν με την ευφυέστατη (συμφωνικής υφής και βάσεως) πειραματική μουσική ”εκτύλιξη” τού δεινού συνθέτη Νίκου Χαριζάνου.
Η μουσική ”ύφανση” (τού Χαριζάνου) επέχει ρόλο περιβάλλοντος ή συνοδείας (τονίζοντας μελωδικά ή ηχητικά στίχους ή επιλεγμένα μέρη αυτών) χωρίς ωστόσο να υπονομεύει -ούτε κατ’ ελάχιστον- τον προέχοντα ποιητικό λόγο.
Γιάννης Σ. Βιτσαράς
19.08.2025
