Χαράματα σηκώνεσαι, είναι τα μάτια κατακόκκινα –λες και σκοπιά φυλούσες, με ένα στριφτό στο στόμα σου καμένο. Οληνυχτίς, το σώμα σου απάγκιο να μην βρίσκει. Πότε η κύστη ”καταδίκη” για τα φτερά της νιότης, πότε το πονεμένο πόδι, Οιδίποδας την μοίρα του που κλαίει. Αίφνης, παντού σκιές φαρμακερές στους τοίχους, και ας έχεις κατεβάσει τα ρολά, ούτε μια σπιθαμή απ΄ το σκοτάδι μην φωτίσει.
Και εγώ, δυο πεταλούδες παίζω με τα χέρια μου, αθώο παραμύθι για παιδιά. Πάντα στον ίδιο στίχο σταματώ, τάχα να ξεδιψάσω. Ζητάω και ανταλλάγματα για την παράσταση, τον θησαυρό που έχεις στο μπαούλο σου κρυμμένο.
Μα εσύ κάτι μπακίρια αγυάλιστα απ’ τους προγόνους μοναχά έχεις φυλάξει, και ένα ασημένιο κουταλάκι χαρισμένο.
*
μήπως οι άνθρωποι είναι μόνο χώμα και βροχή
μήπως οι άνθρωποι είναι πέρασμα;
τότε πως γίνεται και στην ανάσα σου ανθίζω και διασπείρομαι;
Ειρήνη Ιωαννίδου
