Φθινοπώριαζε. Ο Άλτιν καθόταν σ ένα βραχάκι κι έστριβε τσιγάρο. Ωραίος τόπος συλλογίστηκε. Κάθε λογής οπωροφόρα και λιόδενδρα τριγύρω. Μα η γης του φάνηκε στεγνή και γκρίζα. Μέρες έχει να θυμώσει ο θεός ψιθύρισε. Αναλογίστηκε την πατρίδα, τα παιδιά του, την γυναίκα του. Μα τάκανε πέρα. Θα ταν καλή η κυρά; Κι ο κύρης; Παντού οι ανθρώποι ίδιοι ψιθύρισε. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί. Του πονούσε το σώμα και μια ζάλη του θόλωσε τον νου. Θες απ’ τον καπνό θες απ την πείνα. Αργούσε η κυρά!
Η Μαριγώ πλησίασε τον μεγάλο καθρέφτη. Τα μαλλιά της τραβηγμένα σε κότσο της ελευθέρωναν τον δυνατό λαιμό της. Ένα λευκό μαργαριταράκι στην άκρη του λοβού. Τα βραχιόλια της κουδούνισαν. Του γάμου ολόχρυσα. Ήταν έτοιμη. Κίνησε για την πύλη. Το μονοπάτι άχνιζε .Βαστούσε η ζέστη.
Ο Άλτιν καθόταν ακόμα στο βραχάκι και έστριβε το τρίτο τσιγάρο.
-Καλώς τονε. Σε περίμενα εδώ και δυο μέρες. Ο άνδρας μου λείπει στην πόλη. Αλλιώς θα ανέβαινε εκείνος να σ’ φέρει.
-Άργησα κυρά. Περπάταγα να περάσω τα σύνορα δυο μερόνυχτα με άλλους πέντε. Με χτυπούσαν και οι ρημάδες οι αρβύλες. Κρύωνα εκεί στα ψηλώματα, που να σταθείς, φυσούσε δαιμονισμένα, μαστίγωνε μέχρι που τρυπώσαμε σ ένα καταφύγιο. Βρήκαμε και κάτι κονσέρβες χαλασμένες κι ένα φλασκί με κρασί και τόκοψα στον ύπνο. Αξημέρωτα κινήσαμε πάλι κορυφή- φαράγγι, φαράγγι –κορυφή, μας κυνηγούσαν οι αστυνόμοι και πιάσαμε τ’ άγρια βουνά. Είχαμε τυλίξει με εφημερίδες τα ποδάρια μας που είχαν πρηστεί κι η πείνα μας θέριζε. Άγρια θεριά γινήκαμε. Δεν είμαστε ανθρώποι εμείς; Τα ποδάρια δεν με βαστούσαν πια. Αλλά τι σε κουράζω, άλλης ώρας ιστορίες.
Φορούσε στρατιωτικά άρβυλα με σπασμένα κορδόνια ενώ τα ρούχα κρέμονταν σαν σκιάχτρο.
-Έλα πάμε κάτου να πλυθείς να σδώκου και ρούχα να γίνεις άνθρωπος. Ετοίμασα ζεστό φαί και ζύμωσα.
Σταυροκοπήθηκε κάνα δυο φορές στην Άγιο Νικόλα.
-Θα δεις ο χειμώνας εδώ δεν είναι βαρύς όπως στα δκα σας τα μέρη. Πρόβατα είχε η πατέρας ;
-Ναι κυρά.
-Κι είσαι κι αγράμματος;
-Ναι κυρά.
-Άντε ξεκουράσου και πέσε να ξαποστάσεις στην δεύτερη κουκέτα σιμά στη σόμπα, από πάνου κοιμάται η άντρας μ’.
Η Μαριγώ ζύγωσε στην παραθύρα κι έριξε μια ματιά έξου. Το πέλαγο στραφτάλιζε ακόμα. Τα τελευταία τριζόνια τερέτιζαν για τα κάλλη του θηλυκού.
-Ζεστό φθινόπωρο έχουμε, τραβάει η ζέστη άντε να δούμε.
-Ναι κυρά όπως τα λες.
Η Μαριγώ δεν είχε πείρα από προσωπικό και τέτοια. Μονάχη με τον άντρα της τον Φωτεινό τάφερνε βόλτα. Το παλικάρι ήταν από οικογένεια βοσκών, μακρινοί συγγενείς της βαφτισιμιάς της. Φαινόταν γεροδεμένος και μιλούσε σπαστά τα ελληνικά. Αναρωτιόταν πού τα έμαθε, αλλά δεν είχε χρόνο για κουβεντολόι. Τον άφησε στο κουζινάκι με τις κουκέτες, την μαντεμένια σόμπα και του τράταρε προσφάι, τυρί, ελιές, και ζυμωτό ψωμί. Κατόπιν, γλίστρησε στον μπαξέ να μάσει κάνα ζαρζαβάτι.
-Φέτος τα κρίταμα φύτρωναν σαν τρελά πάνου στην πέτρα. Τρελάθηκε ο καιρός, τρελάθηκε ο άνθρωπος μουρμούρισε. Έσκυψε να τα μάσει, κουδούνισαν τα βραχιόλια. Κουδούνιζε και η φλυαρία της. Τι είχε πάθει; Μια αόριστη ανησυχία την είχε καταλάβει και η μουρμούρα δεν σταματούσε. Σταυροκοπήθηκε ξανά. Άκουσε την κόρνα απ το τζιπ και πήρε πάλι τον ανήφορο.
Ο Φωτεινός κατάκοπος, λιανός, ψηλός, ομορφάντρας, δεν τον είχαν λυγίσει τα χρόνια. Κουβάλησαν τα ψώνια κι έκατσαν κάτω απ την πέργκολα. Την υγειά τους την είχαν, τα ζώα υγίαιναν, τις λίρες κρυμμένες στο σεντούκι, τα χρυσά όλα ταχτοποιημένα. Πήραν να κουβεντιάζουν για τον ξενώνα στον βράχο. Ε, δεν τους πήραν και τα χρόνια. Το όραμά τους: να τον επεκτείνουν, να χτίσουν και μερικές ντουζιέρες υπαίθριες, να αυξηθούν τα έσοδα, να αγοράσουν και το κτήμα του γείτονα είκοσι στρέμματα. Αυγάταιναν οι λίρες.
Τα χρόνια κύλησαν: Στον τάφο του Φωτεινού είχε φυτρώσει μια ροδιά. Ο χρόνος έκοβε ζωές και έκανε χώρο για τους νέους. Χάριζε ελπίδες.
Ο Άλτιν όσο ζούσε ο Φωτεινός, είχε καταλάβει την δεύτερη κουκέτα στα ψηλά. Κι η Μαριγώ στην κουκέτα πιο σιμά στην μαντεμένια σόμπα .Είχαν περάσει ήδη χρόνια από τον ερχομό του Άλτιν. Κανείς δεν γνώριζε πως τα πηγαίναν με την Μαριγώ. Πολλά διαδίδονταν για την τσιγγουνιά της και την αποκοτιά της. ‘Ήταν άξια νοικοκυρά και διπλασίασε την περιουσία σύντομα. Έχτισε και τον ξενώνα στον βράχο. Αγόρασε και τα είκοσι στρέμματα του γείτονα. Άτρωτη ένιωθε. Δεν γνώριζε μήτε για δικαιώματα μήτε για δικαιοσύνη.
Η Στέλλα πήρε το μονοπάτι για τον βράχο. Έβλεπε από μακριά στον βράχο φυτρωμένο τον ξενώνα. Καμιά ώρα δρόμος λίγο αμαξωτός περσσότερο μονοπάτι και κατόπιν το χτήμα με τα λιόδενδρα τις κερασιές και τις συκιές. Και κατόπιν η μεγάλη πύλη της Μαριγώς. Μοσχοβολούσε ο τόπος κι έγερνε το φως Η μάνα της την είχε στείλει στον βράχο να γυρέψει ρίζα ρολογιάς.
Η Μαριγώ της έγνεψε από το μπαλκόνι.
– Έρχομαι στάσου απ κάτ απ τις ρολογιές να δροσιστείς.
Εμφανίστηκε με έναν δίσκο παγωμένο νεράκι απ την πηγή και κεράσι γλυκό.
Πρώτη φορά συναντούσε ένα τέτοιο θάμα. Η περίφημη ρολογιά είχε κατακυριεύσει την πέργκολα και ολοτρόγυρα σκαρφάλωνε στα πεζούλια που έκοβαν κάπως την αλμύρα τ αυλακιού.
Την αγκάλιασε η Μαριγώ και άρχισε να εξιστορεί τα παλιά με τόση ενέργεια που σού ΄κοβε την ανάσα. Έτρεχε η γλώσσα της ροδάνι, μα δεν σε κούραζε.
Η passiflora incarnate το λουλούδι του πάθους, ήταν μαντζούνι, καλό γιατρικό. Ήταν και όμορφη, ανήσυχη και κτητική. Σκαρφάλωνε άτακτα στις πέργκολες, ο σπόρος της φύτρωνε παντού. Ανάλαφρη η σκιά της μα άφηνε τα πατήματά της στα δένδρα και τα θαμνώδη φυτά. Απομυζούσε το γιασεμί και το αγιόκλημα, ζήλευε το άρωμά τους και τα πολιορκούσε καιρό τώρα μέχρι να σβήσουν οι χυμοί τους. Παρ όλα αυτά μάγευε τους ντόπιους με την σβελτάδα της και την παρόρμηση να ανέβει πιο ψηλά στις πέργκολες . Η Μαριγώ κι η ρολογιά ένα. Η Μαριγώ η passiflora incarnata.
-Κάτσε να σ’ πω τον πόνο μου. Το τραπέζι από γκρίζα πέτρα έκαιγε από τον πρωινό ήλιο. Έκατσαν η Στέλλα κι η Μαριγώ να πούνε τα καθέκαστα. Τριγύρω έσκαγε ο τζίτζικας. Παρηγοριά ο μεγάλος πλάτανος να στάζει δροσιά.
-Άκου κορίτσι μ’ οι εποχές στραβές να μην έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν. Η πατέρας μ’ έλεγε, μήτε στον κώλο σου. Το τι έπαθα τάμαθες φαντάζομαι.
– Στραβά κουτσά κυρά Μαριγώ.
– Το θυμάσαι τον Άλτιν; Εκείνο τον γεροδεμένο που είχα στην δούλεψη μου; Άσε τι τράβηξα. Τελευταία όλο παράπονα έκανε. Ότι τάχα τον κακοπλήρωνα και το φαγητό λιγοστό, είχε να θρέψει γυναίκα και παιδιά και δεν έφταναν και δούλευε ολημερίς χωρίς να ξαποστάζει κι ήθελε αύξηση και τα τοιαύτα. Η αλήθεια να λέγεται δούλευε ολημερίς και ένα βράδυ που έλειπε ο μπάρμπας ο Φωτεινός έριξε ένα μαντζούνι στο τσάι μου και με πήρε ύπνος βαθύς. Όταν ξύπνησα αργά ο ήλιος μεσουρανούσε ήμουν δεμένη χειροπόδαρα στο μπάνιο. Σφαλισμένο το στόμα με ταινία.Πως δεν έπαθα κόλπο; Τρελάθηκα.
Πέρασα τη νύχτα διπλωμένη στα δυο. Την επόμενη μέρα μ’ έψαχνε η γυναίκα που αρμέγει τις γίδες και άκουσε τα τσιριχτά μου αφού είχα καταφέρει να λυθώ .
-Ποιος ήταν παιδάκι μου; Μ’ έλυσε και τα πόδια, ήπια νερό για να συνέλθω και ψάχναμε τον Άλτιν.
Άφαντος. Τηλεφώνησα στον αστυνόμο. Εδώ στο νησί ψυχή. Τον έστειλαν απ’ την χώρα να ερευνήσει το περιστατικό. Έτσι μ’ είπαν, ήμουν άρρωστη έχασα κιλά. Κατέπεσα.
Ο Αλτίν τόσκασε για την πατρίδα με τις λίρες που τις μέτραγα, τις χάιδευα κάθε βράδυ. Τις λίρες μου τα χρυσαφικά μου. Αχ παιδάκι μου, τι έπαθα η δόλια. Δαίμονας τον κατέλαβε και περνούσαμε οι τρεις μας καλά με τα αστεία και τα κρασιά δίπλα στη σόμπα και το χτήμα πρόκοβε, και ο ξενώνας θέριεψε, είκοσι στρέμματα αγόρασα και οι τουρίστες διάσημοι εξ Αθηνών, και στο Άλμπουμ των επισκεπτών, μόνον καλλιτέχνες σου λέω και οι λίρες μου αυγάταιναν και τον Άλτιν σαν παιδί μου τον είχα.
-Αλλά δεν τον πλήρωνες κυρά Φωτεινή. Ακούγονταν πέρα στο χωριό ότι του έταξες πολλά και τούδινες λίγα και ξεχνούσες να τον πληρώσεις και στη δουλειά του έλιωνε απ τον παιδεμό. Στο καφενείο στην αρχή τον έδιωχναν. Ήταν βλέπεις κατώτερη ράτσα αλίμονο μας. Κατόπιν από λύπηση τον κέρναγαν γιατί πεινούσε.
– Ο Θεός να με συγχωρέσει γιατί έσφαλα, έσφαλα τάθελα ούλα για μένα για το κτήμα όλα σλέου. Να, θα προσευχηθώ στον Αι Νικόλα. Αυτός ο Άλτιν δούλεψε και γινήκαμε τρανοί. Πάνε κι οι λίρες μου που τις χάιδευα, πάει κι ο Άλτιν και πού θα βρω άλλον η δύστυχη. Μου έμεινε μόνο το ημερολόγιο εντυπώσεων.
-Πέ τη μάνας αν ακούσει για κάποιον να μου τον στείλει. Αλλά δεν δίνω μήτε ένσημα μήτε μεροκάματο. Εμείς εδώ δεν σπάμε τους νόμους μας.
Χαρίκλεια Βασιλείου
.
