Ὁ πατὴρ Νικηφόρος Μανάδης εἶναι ἕνας ἱερωμένος ποὺ ἐλαύνεται ἀπὸ τὸ πάθος ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὀρθοδοξία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἰδιαίτερα μάλιστα αὐτὴν τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδας, τοῦ Μικρόβαλτου Κοζάνης. Ἀπὸ τὶς κατὰ καιροὺς πολύτιμες γλωσσικές του «ἀνταποκρίσεις» ποὺ ἔχει τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ στέλνῃ, ξεχωρίζω ἀπὸ τὴν ἀπολαυστικὴ περιγραφὴ ἑνὸς καβγᾶ γιὰ παραβίαση τῆς σειρᾶς στὴν βρύση, τὴν λέξη σαπλαϊάρ᾿κου: «-Πχοιὸ μά, ἰσὺ […] ἁπ᾿ ἦσαν ντὶπ ἕνα λισβὸ κι σαπλαϊάρκου μᾶς γίνκης ντραγαταροῦ κι ντιρβέναγας.»
Ἡ λέξη ἔχει ἐμφανῶς σχέση μὲ τὰ μακεδονικὰ σαπλαγιάρης / σαπλαϊάρης (= ἀρρωστιάρης). Ὁποιαδήποτε προσπάθεια γιὰ συσχέτιση μὲ τὰ τουρκικὰ saplamak (= μπήγω, διαπερνῶ, καρφώνω) ἢ saplı (= δοχεῖο μὲ λαβή) εἶναι προφανῶς ἀβάσιμη.
Δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὰ ζαμπλακιάρ᾿ς (= ἀσθενικός, ἄρρωστος, καχεκτικός) Μακεδ. Θηλ. ζαμπλακιάρα Πελοπν. (Κοντοβάζ.) ἢ τὸ ταυτόσημο ζαμπλακιάρ᾿κους Μακεδ. (Δεσκάτ.) ζαμπακλιάρ᾿κους Ἀ. Ρουμελ. (Καβακλ.). Τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καὶ Ἰδιωμάτων τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καταχωρίζει τοὺς παραπάνω τύπους σὲ λήμματα *ζαβλακιάρης, *ζαβλακιάρικος δείχνει ὅτι τὸ σαπλαγιάρης / σαπλαϊάρης δὲν μπορεῖ νὰ ἀποσυνδεθῇ ἀπὸ τὰ κοινὰ ζαβλακώνω (= καταβάλλω, καταπονῶ κ.τ.τ.), ζαβλακώνομαι (= ἀδιαθετῶ, νιώθω ἀτονία, ζαλίζομαι, μαραζώνω κ.τ.τ.).
Οἱ διάφοροι ἐναλλακτικοὶ τύποι τοῦ ρήματος εἶναι ἐνδεικτικοὶ μιᾶς φωνητικῆς πολυδιάσπασης, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, δὲν λήφθηκε ὑπ᾿ ὄψη ἀπὸ ὅσους προσπάθησαν νὰ ἐτυμολογήσουν τὴν λέξη:
ζαβλακώνω κοιν. ζαbλακώνω πολλαχ. dζαbλακώνω Σίφν. dζαβλακώνου Λέσβ. ντζαβλακών-νω Κάρπ. τσαφλακώνω Πόντ. (Ἰνέπ.) ζαbακώνω Σαλαμ. ζαβρακώνου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Πεντάλοφ.) σαυλακώνω Κύπρ. Μέσ. ζαbλακώνομαι πολλαχ. dζαbλακώνομαι Σίφν. ζαbακώνομαι Εὔβ. (Βρύσ. Ψαχν.) Κρήτ. (Σητ.) ζαβακώνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) ζ-ζαβλακών-νομαι Κῶς σαυλακώννουμαι Κύπρ. Μετοχ. ζαβλακωμένος κοιν. ζαβλακουμένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ζαbλακωμένος Κρήτ. (Νεάπ.) Πελοπν. (Λακεδ.) ζαβρακωμένος Ἤπ. (Ἰωάνν.) ζιαβρακουμένους Ἤπ. (Κουκούλ. Ξηροβούν.) ζαβακουμένους Στερελλ. (Σπάρτ.) ζαbακωμένος Εὔβ. (Ψαχν.).
Ἡ συνήθης ἐτυμολόγηση τοῦ ζαβλακώνω, μὲ τὴν ἐπιφανειακὴ ἀναγωγὴ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ ἀρχαιοελληνικὲς ἢ ξένες λέξεις, δείχνει τὶς ἀστοχίες καὶ τὰ ὅρια τῆς παλαιᾶς, «νεογραμματικῆς» γλωσσολογικῆς σχολῆς: α) ἀπὸ συμφυρμὸ τοῦ ζαβώνομαι + βλακώνομαι β) ἀπὸ ἀμάρτυρο *διαβλακώνω (< διά + βλάξ) γ) ἀπὸ ἀμάρτυρο *ζαβαλκώνομαι < σλαβ. zavalka (= πτώση, κατάκλιση) δ) ἀπὸ τουρκ. şavalak (= βλάκας) ε) ἀπὸ τουρκ. savuşmak (= ξεπερνῶ ἀρρώστια, κίνδυνο, δυσκολία).
Ἡ «ἐνδοσυγκριτική» οὕτως εἰπεῖν διερεύνηση τῆς λέξης φέρνει στὴν ἐπιφάνεια μιὰ ἐκτεταμένη φωνητικὴ πολυδιάσπαση, ὅπως π.χ. ζ/dζ (dζαβλακώνω), ζ/σ (σαπλαϊάρης, σαυλακώνω), ζ/τσ (τσαφλακώνω) | β/b (ζαbλακώνω, ζαbακώνω), b/π (σαπλαϊάρης), β/φ (τσαφλακώνω) | λ/ρ (ζαβρακώνω, ζαβρακωμένος) | πτώση τοῦ ὑγροῦ (ζαbακώνω, ζαβακουμένους) | μετάθεση φθόγγων (ζαμπλακιάρ᾿κους / ζαμπακλιάρ᾿κους). Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν περαιτέρω διερεύνηση προκύπτει καὶ ἡ ἐπισήμανση μιᾶς ἰδιάζουσας ἀντιμετάθεσης φθόγγων, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν γνώμη μας, δίνει τὴν λύση στὸ πρόβλημα τῆς δυσετυμολόγητης λέξης:
ζαbατσασμένη (= καχεκτικὴ μὲ μεγάλη κοιλιά) Πελοπν. (Ξεχώρ.) ζαbατσάρης (= καχεκτικὸς μὲ μεγάλη κοιλιά) Πελοπν. (Ξεχώρ.) ζαbακλιάρ᾿κους (= ἀσθενικός, καχεκτικός) Ἀ. Ρουμελ. (Καβακλ.) ζαbλακιάρ᾿ς, ζαbλακιάρ᾿κους (= ἀσθενικός, ἄρρωστος, καχεκτικός) Μακεδ. σαπλα(γ)ϊάρης, σαπλαϊάρ᾿κους (= ἀρρωστιάρης) Μακεδ. σαφρακιάρης, ἀμάρτ. σαφραdζ΄ιάρης (= ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος || ἐπὶ φρούτων, σαφραdζ΄ιάρικα = τά ζαρωμένα ἀπὸ τὴν πολυκαιρία) Πελοπν.(Καντήλ.),
καὶ
bαζακλιάρ᾿ς (= ἄνθρωπος μὲ μεγάλη κοιλιά) Μακεδ. (Βροντ.) bαζακλιάρ᾿κους (= μὲ φουσκωμένη κοιλιά || ὀκνός) Μακεδ. (Βέρ. Μοσχοπόταμ.) bαζακιάρ᾿κους (= ἀσθενικός, ἐπὶ ζώου) Θεσσ. (Σκλῆθρ. Συκαμ.).
Ἡ ἴδια, λίγο ὣς πολύ, ἀντιμετάθεση φθόγγων παρατηρεῖται σὲ τύπους ποὺ σημαίνουν τὸν βάτραχο, ὅπως: ζάbακας Μακεδ. (Βόιον) Πελοπν. (Ζουνάτ. Κοπανάκ. Παππούλ.) ζιάbακας Μακεδ. (Βλάστ. Δαμασκην. Ἐράτυρ. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Χαλάστρ.) dζιάbακας Θράκ. (Ἀκαλάν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ζιάbλιακας Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θράκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Καστορ.) ζιάbζιακας Μακεδ. (Βλάστ.) dζιάbλακας Θράκ. (Σουφλ.) ζιάbακους Μακεδ. (Βόιον) ζιάbιακους Μακεδ. (Νιγρίτ.) ζιάbλιακος Ἤπ. (Πωγών.) ζάbλιακους Μακεδ. (Δρυμ.) dζάbλακος Θράκ. (Καβακλ.) dζάbλιακους Μακεδ. (Νιγρίτ. Τερπν.) ζιάπ᾿κους Θράκ. (Σουφλ.) καὶ
bάζακας Μακεδ. (Στάν.) bάζιακας Μακεδ. (Ἀρν. Χαλκιδ.) bάdζιακας Θρακ. (Καρωτ.) (= βάτραχος), καὶ μὲ μεταφορικὴ σημασία, λόγῳ τῆς διογκωμένης κοιλιᾶς τοῦ βατράχου, bαζάκας (= κοιλαρᾶς) Ἤπ. (Ζαγόρ.) πολλαχ. Μακεδ. Στερελλ. (Ἀσπρόπυργ.) bαζιάκας Στερελλ. (Μαλεσ.) bαζάκα (= μεγάλη, φουσκωμένη κοιλιά) Μακεδ.
Τὴν ἀπάντηση στὴν ἀπορία γιὰ τὸ ποιά σχέση μπορεῖ νὰ ἔχῃ ὁ ζάμπλιακας μὲ τὸ ζαβλακώνω / ζαμπλακώνω θὰ μποροῦσε νὰ δώσῃ ἡ αἴσθηση τοῦ ἀτροφικοῦ καὶ ὑποανάπτυκτου ποὺ ὑποβάλλει τὸ μικρὸ ἀνάστημα τοῦ βατράχου, ἢ καὶ ἡ βατραχοειδὴς φουσκωμένη κοιλιὰ ποὺ συχνὰ ἀποτελοῦσε σύμπτωμα ἀσθένειας, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀκόλουθη, διαφωτιστικὴ ἀναφορά, ἐπιβεβαιούμενη καὶ ἀπὸ ἄλλες συναφεῖς, ἀπὸ ἄλλα μέρη: «Ἡ ζιάμπα εἶνι μικρὸς πράσινους μπάκακας. Αὐτὸς βγαίν᾿ κὶ χουρουμπδάει στὰ χουρτάργια. Τὰ βόδγια καθὼς βουσκοῦσαν ἀποὺ καμνιὰ φουρὰ μαζὶ μὶ τὰ χουρτάργια ἅρπαζαν κι ἔτρουγαν κὶ τ᾿ ζιάμπα.
Τότι ἀρρουστοῦσαν κι ἔπριπι νὰ γιατριφτοῦν. Ἔδιναν τοὺ βόδ᾿ καλὰ κι ἔβαναν ἄκρια κι ἄκρια στοὺ στόμα ἕνα ξύλου γιὰ νὰ τοὺ κρατάει ἀνοιχτό. Ὕστιρα μὶ ἕνα ξυράφ᾿ χάραζαν τοὺν οὐρανίσκου τ᾿ κι ἔτριχι αἷμα κι ἔτσ᾿ γιατρεύουνταν τοὺ βόδ᾿.» (πρεσβυτέρας Ἀφροδίτης π΄΄Χρ. Μανάδη / ἀρχιμ. Νικηφόρου π΄΄Χρ. Μανάδη, Μικροβάλτου Περιλειπόμενα…, Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Ἀρδάσσης-Κρυόβρυσης, Πτολεμαΐδα, 2013, σ. 252-253).
Ἑπομένως, ζαβλακώνομαι ἢ ζαμπλακώνομαι σήμαινε στὴν κυριολεξία «ἀρρωσταίνω, προσβάλλομαι ἀπὸ ζάμπλιακα ἢ ζάμπλιακο, βάτραχο».
Ἐδῶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιτείνῃ κανεὶς ὅτι ἀκόμα κι ἂν ἡ συσχέτιση τοῦ ζαβλακώνω / ζαμπλακώνω μὲ τὸν ζάμπλιακα (= βάτραχο) εἶναι ὀρθή, εἶναι προφανὴς ἡ σχέση τῆς λέξης μὲ τὰ ἀλβ. zhabán, zháb (= φρύνος), βουλγ. ρωσσ. жаба (= βάτραχος). Εἶναι ὅμως ἔτσι; Γιὰ νὰ καταλήξουμε σὲ ὁποιοδήποτε ἀσφαλὲς συμπέρασμα, θὰ πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα ποὺ ἀφορᾷ στὴν φορὰ τῆς ἀντιμετάθεσης, τ.ἔ. τί προηγεῖται καὶ τί ἕπεται, τὸ ζιάbακας ἢ τὸ bάζιακας;
Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς σλαβικῆς (ἢ καὶ ἀλβανικῆς) προέλευσης θὰ τάσσονταν ὑπὲρ τῆς πρώτης λύσης, ἡ δεύτερη ὅμως ἔχει στὰ ὑπέρ της ὅτι παραπέμπει σὲ προέλευση ἐκ τοῦ ἠχοποίητου bάκακας, μὲ οὐράνωση τοῦ k, παραδόξως πρὸ τοῦ a, φωνητικὸ φαινόμενο γιὰ τὸ ὁποῖο κάνουμε ἐκτενῆ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο μας «Σλαβοφανῆ θρακικὰ στοιχεῖα ἀναγόμενα κατὰ πᾶσαν πιθανότητα σ᾿ ἕνα πρωτοελληνικό / πρωτοβαλκανικό (ἢ πρωτοϊνδοευρωπαϊκό) ὑπόστρωμα», Διεθνές Συνέδριο Η ιστορική Θράκη υπό το πρίσμα της Εθνογλωσσολογίας, (Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης / Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία, Κομοτηνή 6-8 Οκτ. 2017), Χριστίνα Μάρκου-Ευαγγελία Θωμαδάκη-Ξενοφών Τζαβάρας (επιμ.), σσ. 95-114, εκδ. Κ.& Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2021.
Μεταξὺ σαραπέντε παραδειγμάτων,[1] κάνουμε λόγο καὶ γιὰ αὐτὸ τῶν «μπάκακας (= βάτραχος) / bάζ΄ακας (= βάτραχος) Μακεδ. bάdζιακας Θράκ.», ὑποστηρίζοντας τὰ ἑξῆς: «Προφανῶς ἐκ τοῦ bάζ΄ακας, μὲ ἀντιμετάθεση φθόγγων, τὰ ζ΄άbακας, ζ΄άbλιακας κ.λπ. […]. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι στὴν ἁλυσίδα τῶν ποικίλων φωνητικῶν μεταβολῶν ἡ ἠχομιμητικὴ ρίζα ποὺ ὑπόκειται τῶν ἠχοποίητων bάκακας, bακακὸς κ.λπ. προηγεῖται.»
Χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ ὑπονοήσουμε ὅτι οἱ σλαβικὲς ἢ ἀλβανικὲς λέξεις προέρχονται ἀπὸ τὶς ἠχοποίητες γραικικές, ἐπιθυμοῦμε ὡστόσο νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι οὔτε τὸ ἀντίστροφο συμβαίνει. Τὸ οἱονεὶ «ἐπιθηματικὸ» -ακ- (θεωρούμενο ἀπὸ τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη «προελληνικῆς» προελεύσεως), τὸ ὑγρὸ ποὺ κάνει τὴν ἐμφάνισή του στὰ bαζακλιάρ᾿ς, bαζακλιάρ᾿κους, ζαbακλιάρ᾿κους, ζιάbλιακας, dζιάbλακας, ζάbλιακους, dζάbλακος, dζάbλιακους, ζαbλέκι, ζαbλιακούδι, ζαbλιόκα, καθὼς καὶ ἡ τροπὴ -λ- > -ν- ποὺ ἐντοπίζεται στὰ ζαbνάκια (= βατράχια) Μακεδ. (Γρεβεν.) ζαbνούκια Μακεδ. (Δάσκιον Βερ.) δείχνει ὅτι ἡ ἐξέλιξη τῆς πρωτογενοῦς ἠχομιμητικῆς ρίζας ἀκολούθησε στὸν ἑλληνικὸ χῶρο τὶς δικές της διαδρομές, καὶ ὅτι ἐπίσης εἶναι καιρὸς ἡ εὐρύτατη πρωτοϊνδοευρωπαϊκὴ πολυδιάσπαση νὰ πάψῃ νὰ ἑρμηνεύεται βάσει τῶν παλαιῶν νευτώνειων σχημάτων ποὺ ὑπαγόρευε στοὺς ἐπιστήμονες (ἐν προκειμένῳ τοὺς νεογραμματικούς) τὸ πνεῦμα τῆς πρώτης βιομηχανικῆς ἐπανάστασης.
Ὅτι τὰ μπάκακας, μπακακὸς κ.λπ. εἶναι ἠχοποίητα καὶ ἑπομένως προηγοῦνται τοῦ ζάμπακας (καὶ πολὺ περισσότερο τοῦ ζάμπα) ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ ἠχομιμητικὸ βρεκεκὲξ κοὰξ κοὰξ (Ἀριστοφάνους, Βάτραχοι, 221), βάσει τοῦ ὁποίου μπορεῖ νὰ ἀνασυσταθῇ ὑποθετικὸς τύπος *bράκακος ἢ *bρακακός, ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχουν προκύψει, μὲ ἀφετηρία μιὰ ἀνομοιωτικὴ μεταβολὴ κ – κ > τ – κ, οἱ ποικίλοι τύποι τῆς ἀρχαίας καὶ οἱ πολὺ περισσότεροι τῆς νέας (μόνο τὸ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Ἀκαδημίας καταγράφει 109) γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ βατράχου.
Ἐνδεικτικοὶ γιὰ τὴν πιθανότητα νὰ διασώζωνται στὴν νέα ἑλληνικὴ τὰ ἴχνη τοῦ ὑγροῦ τῆς πρωτογενοῦς ἠχομιμητικῆς ρίζας εἶναι οἱ τύποι μπρακακᾶς Στερελλ. (Μεσολόγγ.) καὶ bάρbακας Ἤπ. (Μαργαρ.) bαρbακάκι Ἤπ. (Μαργαρ.) Πληθ. bαρbακάκια Ἤπ. (Μαργαρ.). Καὶ εἶναι βέβαια ἀναμενόμενη ἡ ἀντίρρηση ὅτι τοὐλάχιστον ὁ δεύτερος τύπος (bάρbακας) ἔχει σχηματισθῆ μὲ παρετυμολογικὴ ἐπίδραση, γι᾿ αὐτὸ σπεύδουμε νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ ἀναδιπλασιασμὸς τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς bα- κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἤδη στὸ «βάβακοι· ὑπὸ Ἠλείων τέττιγες· ὑπὸ Ποντικῶν δὲ βάτραχοι» τοῦ Ἡσυχίου, καὶ βέβαια σὲ πολὺ περισσότερους τύπους τῆς νέας ἑλληνικῆς: bάbακας Θεσσ. (Καλλιπ. Κρυόβρ. Μεσοχώρ. Συκαμ.) Μακεδ. (Βέρ. Βροντ. Κοζ. Κολινδρ.) Πελοπν. (Ἄρν. Ξηροκ. Πιάν.) bαbακᾶς Πελοπν. (Πάνιτσ.) bαbακάκι Πελοπν. (Β.Δ. Κυνουρ.) «Βαμβακᾶς» [= «ρύαξ τις ἐντὸς τῆς κωμωπόλεως Δίβρης, πιθανῶς ἐκ τοῦ κυανολεύκου χρώματος τοῦ ὕδατος…» Ἐφ. τ. Φιλομ. Στ΄ 626 σελ., ὀφείλων κατὰ τὴν γνώμη μας τὸ ὄνομά του στοὺς μπαμπακᾶδες (= βατράχους) καὶ ὄχι στὸ μπαμπάκι] bαbακάκι Νάξ. (Γαλανάδ.) [μὲ τὴν ἔννοια «φαρμάκι», «κακία», φρ. βγάλε τὸ bαbακάκι πὤχεις μέσα σου, πρβλ. Τοὺν ἔχει μέσα τ᾿ τοὺν bάκακα (= μῖσος, κακία) Θεσσ. (Ἀνατολ.)] Πληθ. bαbάκ΄᾿ Θεσσ. (Καλλιπ.) bαbακάκια Μακεδ. (Καταφύγ.) μπαμπακᾶδες (= παννᾶδες: «ἐκ τοῦ μπάμπακας· βάτραχος, διότι μερικοὶ βάτραχοι ἔχουν τοιαύτας κηλῖδας») Λῆμν.
Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ τύπος bικικέους (= βάτραχος) ἀπὸ τὴν Σάμο (πρβλ. «βάρθακλας ή βάθρακλας, ου, βάτραχος (κατά τα σε -ας). Λέγ. και bάκακας ή bικικέους.», Μενεκράτης Ζαφειρίου, Το γλωσσικό ιδίωμα της Σάμου, σ. 361), ὁ ὁποῖος, ἂν ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψη ὅτι τὸ ἰδίωμα τῆς Σάμου παρουσιάζει «βόρειο» φωνηεντισμό, μπορεῖ νὰ ἀναχθῇ σὲ ἀμάρτυρο *μπεκεκέος, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀκόμα πλησιέστερο πρὸς τὸ ἀριστοφανικὸ βρεκεκέξ. Τὸ ἠχομιμητικὸ ὑπόβαθρο τῶν διαφόρων τύπων τῆς λέξης γιὰ τὸν βάτραχο ἔχει ὑποστηρίξει ἀπὸ τὸ 1956 ὁ Grošelj, πρβλ. R. Beekes, Etymological Dictionary of Greek, σ.λ. βάτραχος: «Ὁ ἀρχικὸς τύπος μπορεῖ νὰ ἦταν τὸ ἠχομιμητικὸ βρατ-αχ- (Grošelj Živa Ant. 6 (1956): 235), πρβλ. βρεκεκεξ».
Ἐπὶ πλέον, τύποι ὅπως bαθακιάζου (= ζαβλακώνομαι, μαραζώνω) Σάμ. bαθακιάρ᾿ς (= ἀρρωστιάρης, φιλάσθενος) Σάμ. παθακιάρης / πασακιάρης (= φιλάσθενος, ἀσθενικός: Ποῦ τὸν ηὗρεν, ἡ Γιακουμίνα, ἄφτο-dό-bαθακιάρη-g᾿ ἔπηρέ-dο;) Σύμ., ποὺ φανερὰ ἀνάγονται σὲ ἀμάρτυρα *βατραχιάζω, *βατραχιάρης / *μπακακιάζω *μπακακιάρης, καὶ μὲ τὴν φωνητικὴ ἐξέλιξη θ > σ παραπέμπουν στὰ bαζακ(λ)ιάρ᾿ς, bαζακιάρ᾿κους, δείχνουν ὅτι σὲ περιοχὲς ἀπαλλαγμένες ἀπὸ ὁποιανδήποτε ὑποψία σλαβικῆς ἐπίδρασης, ὅπως π.χ. ἡ Σύμη, ὡς ἐγγύτεροι πρὸς τὴν ἀρχικὴ ἠχομιμητικὴ ρίζα, προηγοῦνται τῶν κατόπιν ἀντιμεταθέσεως προκυψάντων ζαbατσάρης, ζαbλακιάρ᾿ς.
Πολλὲς μαρτυρίες θὰ εἶχε νὰ προσθέσῃ κανείς, προκειμένου νὰ ἀποδείξῃ ὅτι ἡ λέξη ζαβλακώνω -ομαι ἔχει διαγράψει μιὰ ὑπόγεια, τεθλασμένη πορεία, ἡ ὁποία μᾶς φέρνει, μέσα ἀπὸ τὶς λανθάνουσες διαδρομὲς μιᾶς εὐρύτατης ἐσωτερικῆς πολυδιάσπασης, σὲ λέξεις ποὺ φαίνεται νὰ ἀνάγωνται στὴν βασικὴ ἠχομιμητικὴ ρίζα ποὺ ὑπόκειται τῆς λέξης γιὰ τὸν βάτραχο. Σταχυολογοῦμε ἐντελῶς ἐνδεικτικά: * ζαβλάκιασμα ἀμάρτ. ζαbάκιαζμα (= καταβολή, ἐξασθένηση) Κρήτ. (Σητ.), ζαβλάκωμα πολλαχ. ζαβλάκουμα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ζαbλάκωμα Κρήτ. σαυλάκωμα Κύπρ. (= ἀδιαθεσία, ἀτονία, ἀποχαύνωση, συνάχι), *ζαβλακωμάρα ἀμάρτ. ζαβλακουμάρα (= ἀτονία, ἀποχαύνωση, ἀδιαθεσία, ζάλη) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.), ζαβλάκωση Νάξ. (Ἀπείρανθ.) σαυλάκωση Κύπρ. (= συνάχι, καταρροή), ζαbρακιάρης (= ὁ πάσχων ἀπὸ χρόνια νόσο) Κρήτ. ζάβρακας Ἤπ. (Ἰωάνν. Πλατανοῦσ.) ζιάβρακας Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) (= μαραζωμένος, καχεκτικός, κοντός), ζιαβράκι (= καχεκτικός, ἀδύνατος) Ἤπ. (Ζαγόρ.), ζαβράκιασμα (= μαρασμός) Ἤπ. (Ζαγόρ.), ζαβρακιάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κρυοπ.) Μακεδ. (Γρεβεν.) ζαβρακιάζουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μετοχ. ζαβρακιαζμένος Ἤπ. (Ζαγόρ. Κοκκιν. Κρυοπ.) (= μαραζώνω, εἶμαι καχεκτικός), σαφράκιαζμα (= ζάρωμα) Ἤπ. σαφραdζ΄ιάζω, Μετοχ. Παρακ. σαφραdζ΄ιαζμένος (= ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ προσώπου καὶ τοῦ φλοιοῦ τῶν φρούτων, ζαρώνω, σουφρώνω) Πελοπν. *σαφρακιάρης ἀμάρτ. σαφραdζ΄ιάρης (= ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος) Πελοπν. τζαφρακώνω (= ρυτιδοῦμαι εἰς τὸ πρόσωπον) Πόντ. (Σάντ.) κ.λπ.
(Στὸ ἑπόμενο: Ἡ «ἐνδοσυγκριτικη» μεθοδολογία καὶ «οἱ ρίζες τῆς γλωσσικῆς ὀντογένεσης»)
[1] Ὅπως π.χ. γκαρίζω > τζαρίζω, καπροδόντης > τσαπροδόντης, καρκαλεύω > τσαρκαλεύω, κασκαρίκα / χασκαρίκα > κασκαρίτσα, μπουσ᾿λίκα > μπουσ᾿λίτσα, σ΄οροβίκα > σουρουβίτσα κ.ἄ.



