Τα γηρατειά ως έννοια ή ως βίωμα;
Διαβάζοντας το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ το χάσμα που χωρίζει τον Δυτικό κόσμο από την Ανατολή στην οποία κατά κάποιο τρόπο ανήκουμε, όσο κι αν το απωθούμε, με την μοναδικότητά μας. Έχοντας συνοδεύσει αγαπημένα πρόσωπα με μακρά πορεία ζωής και αγώνων ως το τέρμα της πλούσιας, σύνθετης ζωής τους, ένοιωσα την ψυχρότητα της Ευρώπης η οποία παραπέμπει τους ηλικιωμένους της σε μονάδες φροντίδας και οίκους ευγηρίας. Θυμήθηκα τους θανάτους μοναχικών ηλικιωμένων με τον καύσωνα στη Γαλλία. Ανέτρεξα στις σχέσεις φίλων, γνωστών αλλά και τόσων ανθρώπων στην Ελλάδα, οι οποίοι συμπάσχουν με τους γονείς, προσπαθώντας να συγκεράσουν την καθημερινότητα και την εργασία με τη φροντίδα τους. Απεγνωσμένες αναζητήσεις φροντιστών, καθημερινές επισκέψεις, απωλεσθείσες διακοπές, εντρύφηση σε ιατρικά και φάρμακα. Ένας ολόκληρος κόσμος που αγωνίζεται μέσα στη σύγχρονη μακροζωία των ηλικιωμένων, να συνυπάρξει, να συνοδεύσει, να αντέξει, να δώσει αλλά και να πάρει αγάπη στους σοφούς γερόντους που γίνονται παιδιά των παιδιών τους.
Ο Εριμπόν περιγράφει την κατάπτωση που επέρχεται με τον ξεριζωμό των ηλικιωμένων από το σπίτι τους. Η μητέρα του πέθανε μόλις 7 εβδομάδες μετά την «αναγκαία» είσοδο στη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων αν και ήταν καλά όταν εισήλθε. Ο γιατρός το είχε πει: στους δύο μήνες εμφανίζεται το σύνδρομο της παραίτησης. Υπήρξε άρνηση, που υπάρχει συνειδητά ή ασυνείδητα σε όλους μας, γύρω από την απώλεια των γονιών. Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, μετά την εγκατάσταση της μητέρας του στο χώρο με τη δική του βοήθεια, με αφορμή ένα ταξίδι του στην Ιταλία και μια ίωση, δεν πρόλαβε να την ξαναδεί. Δεν είπαμε αντίο, γράφει η Marie de Hennezel, εκδ. Synergie. Ίσως το αντίο αναπληρώνεται με την γραφή καθώς δεν μπόρεσε να παραβρεθεί ούτε στην κηδεία.
Ο Εριμπόν ανατέμνει την πραγματικότητα της σύγχρονης εποχής με ωραία γραφή, αναμετρώμενος με θάρρος με την δική του ιστορία «ξεριζωμού». Από το εργατικό περιβάλλον της Ρενς, την σχέση με την άκαμπτη στις απόψεις μητέρα, την αποστασιοποιημένη σχέση με τα αδέλφια του. Το πόνημά του έχει πλείστες βιβλιογραφικές αναφορές που πλαισιώνουν τα τέσσερα μέρη στα οποία χωρίζεται η αφήγηση. Η άφιξη στο γηροκομείο, σκέψεις για τα γηρατειά και τον θάνατο, αναδρομή στην ιστορία της εργάτριας μητέρας, στην παιδική ηλικία μέσα από τη σχέση μαζί της, η σχέση με τον πατέρα, αναδρομή στις σκέψεις και στα διαβάσματά του. Μεγάλο μέρος καταλαμβάνει το έργο της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, Τα Γηρατειά, εκδ. Γλάρος και οι πολλαπλές αναφορές στον Norber Εlias, μέσα από το έργο του Η μοναξιά των ετοιμοθάνατων, εκδ. Κουκκίδα. Επικεντρώνεται στον αποκλεισμό από την κοινωνία των ηλικιωμένων, ανήμπορων και ετοιμοθάνατων. Επιχειρώντας μέσα από μια βιωματική –κοινωνιολογική ανάλυση να δώσει φωνή στους ηλικιωμένους και να τους καταστήσει ενιαίο κοινωνικό υποκείμενο όπως ο ίδιος καταλήγει να πει. Είναι η γραφή που δίνει μέσα από τη φωνή του, φωνή στους αφανείς.
Στην Ελλάδα, ελλείψει κρατικών δομών, οι ηλικιωμένοι φροντίζουν τα παιδιά των παιδιών τους, τα εγγόνια τους, και τα παιδιά με τη σειρά τους φροντίζουν τους ηλικιωμένους. Σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ειδικά στην επαρχία και στα χωριά. Αλλά και στις πόλεις. Στηρίζουν ηθικά, συναισθηματικά αλλά και οικονομικά. Είναι ένα κύμα αγάπης αλλά και συμβολικής αναγνώρισης του Άλλου, που έδωσε ζωή, αγάπη, φροντίδα, υλική στήριξη και ότι άλλο μπόρεσε. Κι ας ήταν διαφορετικός, ας είχε προσδοκίες από τα παιδιά του που δεν ικανοποιήθηκαν. Στο τέλος της ζωής μπορεί να επέλθει αμοιβαία αποδοχή και συμφιλίωση με την ιστορία. Με τον τόπο, τη ρίζα, την καταγωγή. Αυτή η αναγνώριση του Άλλου, η αποδοχή των επιθυμιών τους όσο κι αν μας δυσκολεύουν, πχ. να μην αποδέχεται ο ηλικιωμένος τον φροντιστή, να αρνείται τους γιατρούς, να ζητά εμμονικά δικά του πράγματα που όπως γράφει η Catherine Millot στην ιστορία με τη δική της μητέρα στο Άβαθο ρυάκι, εκδ. Επέκεινα, είναι προσκόλληση στο ελάχιστο αλλά και ουσιαστικό για κείνους στοιχείο της καθημερινότητας στο τέλος της ζωής, τελικά τους καθιστά υποκείμενα με επιλογές. Το σύνολο των ανθρώπων που μοιράζονται το σώμα και την καθημερινότητα με τους ηλικιωμένους γονείς, καθιστούν αυτό τον πληθυσμό υπαρκτό κοινωνικό σώμα. Δανείζουν μέρος του εαυτού τους, δίνουν πνοή ζωής στο τέλος. Είναι άραγε η γραφή που θα κλείσει την τρύπα; Η μήπως είναι η σχέση με τον άλλο, η σωματικότητα, που τείνει με κάθε τρόπο να χαθεί στη μετανεωτερικότητα;.
Είναι αξιοσέβαστη η τόλμη του συγγραφέα να ξεγυμνώσει τον εαυτό του και τη ζωή του. Πλούσια τα θέματα που αγγίζει. Αλλά διαπερνώνται από την κοινωνιολογική ταξική ανάλυση. Ενώ υπάρχει η ασυνείδητη σχέση που μας συνδέει- ειδικά με τη μητέρα. Τι μας δένει ρητά αλλά και άρρητα μαζί της, με το σώμα και την ιστορία της; Από τι προσπαθούμε απεγνωσμένα να απαγκιστρωθούμε; Ο Άγνωρος δεσμός, εκδ. Κουκκίδα, κατά την Ράντμιλα Ζυγούρη. Συναισθήματα που αναδύονται άναρχα, παράδοξες αισθήσεις. Η απώλειά της παραπέμπει στην απώλεια του «κρατήματος» της πρώτης αγκαλιάς. Της πιο πηγαίας, μακρόπνοης αλλά και αντιφατικής αγάπης. Ακόμη κι όταν γίνουμε γονείς των γονέων παραμένει το υπόλοιπο της σχέσης από τον πλακούντα– με τη διαγενεαλογική του βαρύτητα. Απομένει στο υποκείμενο να συνεχίσει μόνο το ταξίδι του στον κόσμο, επεξεργαζόμενο την ιστορία του. Όσο όμορφα και αν γράφει ο Εριμπόν, λογοτεχνικά-δοκιμιακά δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τον διχασμό του σύγχρονου ανθρώπου που στη νεωτερικότητα γίνεται διαίρεση. Μπορούμε να συντάξουμε κείμενα λογοτεχνικά, κοινωνικά, πολιτικά, για τόσο καίρια, ευαίσθητα ζητήματα, ως αντικείμενο παρατήρησης, αφήνοντας την ουσιαστική εμπλοκή, τα ασυνείδητα αισθήματα, εκτός. Κυριαρχεί η διανοητικοποίηση. Το υποκείμενο αυτοαποκλείεται. Forclusion du sujet.
Ίσως αναρωτηθούμε, μέσα από αυτό τον αποκλεισμό, για τον αποκλεισμό μιας ολόκληρης τάξης από τα πράγματα. Της εργατικής τάξης, που στρέφεται στην άκρα δεξιά όπως αναφέρει ο συγγραφέας. Μιας τάξης που αποκλείστηκε στα σύγχρονα σημαίνοντα από την ίδια της την καταγωγή και την ιστορία. Προδομένη από μια Αριστερά που απομακρύνθηκε πλήρως από την παραδοσιακή ζωή της επαρχίας, τις τελετουργίες, το συλλογικό τραχύ υποκείμενο των εργατών. Την θεσμική Αριστερά με επιμονή στον οικονομισμό και στροφή στον ατομικό δικαιωματισμό. Χάθηκε η σχέση με το υποκείμενο που πλάθει τον κόσμο.
