(Σήμερα λέει ο βηματομετρητής έκανα 10. 883 βήματα,
κάπου 7 χιλιόμετρα εξακόσια μέτρα και κανένα ποίημα…)
Λάμπει από πείνα αγάπης η εξουσία
και το διαβάζεις στα θέλω όλα
που το ένα τρώει το άλλο κάθε πρωινό.
Ο κάθε τόπος αποδεικνύεται ισχυρός
να συγκυβερνήσεις μετά του Θεού τον κόσμο
καθώς οι λόγοι στον προορισμό τους
γίνονται ακινησίες φτερωμένες
όπως παρασταίνουν τους αγγέλους
κάτι ζωγράφοι αθώοι χρώματος.
Να σου λείπει η ανάγνωση των Πατέρων
και να πιάνεις κάτι από γνώση
σαν μυρουδιά μπαρούτης ύστερα από πυροβολισμό
αν αφεθείς λίγο στο σώμα το γυμνό
της άνοιξης κάτω απ’ το ήλιο
που σου τραβάει την ψυχή
σαν ψάρι αγκιστρωμένο από τη γλώσσα.
Και όσα ήθελα να πω
είναι όσα εσύ τη νύχτα θα φωτίσεις
με το αναπτηράκι της ψυχούλας σου.
Τί να του πω;… Πως είμαι ποιητής
που κατέβηκα να συναντήσω το νέο αιώνα;
Τη σημασία που έχει να κοιτάς ένα δέντρο
ενώ επαναλαμβάνεις ένα στίχο του Σολωμού
όσο να γίνει άσημη ύλη φωνημάτων;
Το μικρό χαρτί που ζει άγραφες περιπέτειες
καθώς το παίρνει ο άνεμος, τον τυφλό
με το σταμάτα ξεκίνα στο σκύλο του
ή τον περαστικό που πάει κερί στην Παναγίτσα;
Την ανεργία που δεν συνηθάς και προηγείται
ενός μονολόγου που τα άρθρα του
θα καταλήξουνε ίσως σε ποίημα;
Πού είναι η τράπεζα, η ηλεκτρική η τηλεφωνική
η καλημέρα στην καλή μας ανθοπώλιδα;
Τις κινήσεις εκείνης που μασουλάει ένα μήλο
σαν να μηρυκάζει στιγμές αιωνιότητας;
Τίποτα τίποτα καθώς σκέφτεσαι τους λόγους
των όντων του Μάξιμου του Ομολογητή
κι ένα περιστέρι περιμένει ψίχουλα να πέσουν
να τα τσιμπολογήσει σαν μεταφυσική.
Δέκα λεπτά ακόμη για να επιστρέψεις…
Κάποτε πρέπει να σου ομολογήσω
πως η αγάπη σου μου κόστισε πολύ
γιατί έπρεπε να ξαναγράψω απ’ την αρχή
όσα είχα γράψει για τον κόσμο
γιατί είχαν πια μια σημασία άγραφη.
Το μια εποχή στην κόλαση, ας πούμε,
στο τραπέζι της κουζίνας της μητέρας
ο Μαγιακόβσκι όλος κι απ’ τους άλλους
το κακό του κόσμου έβρισκε προορισμό
να είναι το λίπασμα στη ρίζα ενός ρόδου
Τίποτε απείραχτο καθώς τα όνειρα όλα
γίνονταν μικρές πραγματικότητες
που τους έκοβες ψωμί και μοίραζες
σαν κάποια Λότε σε μικρά παιδιά.
Και μόνον ότι έγραφα για σένα ήταν αρκετό
γιατί απέναντι στα αντίξοα του βίου
το ποιητής και μόνο είναι αρκετό
όπως είναι αρκετό για όλη την Άνοιξη
το πρώτο φυλλαράκι που έσκασε
και είδα στης αυλής τη φλαμουριά.
Γελάω γιατί σ’ αυτόν που δεν φροντίζει
όλα χαρίζονται… Γιατί είναι οι μέρες
που η πλέον άσημη ζωή παράγει ήρωα.
Εκείνος ο καπνοδοχοκαθαριστής του Ελύτη
πρώην τραπεζίτης λέξεων χρεοκοπημένος
που άλλοτε κοιτάζει τα κλαδιά ψηλά
άλλοτε τ’ αποτσίγαρα στην άσφαλτο
Πολλά δεν θέλει το ποιητικόν
για να τραβήξει απάνω του τυχαίους βίους
που ρίχνουν την ασήμαντη στιγμούλα τους
κυρίως αδιάφοροι στο δαίμονα του βλέμματος
που ρίχνει πανταχού παρόν το κράτος του θεάματος
μες στις ζωές σχεδόν όλων των άλλων.
Κορίτσι το κορίτσι, γέρος ο γέρος
ο ποδηλάτης ποδηλάτης κι ας το πάει για άγγελος.
Μόνο όταν νιώθουμε πως δεν μας βλέπουν
καλούμε ύπαρξη για να υπάρχουμε.
Δεν ξέρουν τί να δουν δεν έχουν μάτια
παρά για να επιβεβαιώνουν κάτι
που είδαν άλλοι γράψαν άλλοι και το πρότειναν
σαν διακόσμηση της ματαιοδοξίας
άδειων εγγράμματων ψυχών ω! της συμπτώσεως
ό, τι αυτοί βλέπουν εγώ ζω
με φλούδια με κουκούτσια με παίγνια γλωσσικά
μ’ αυτό το βλέμμα που δεν ψάχνει κάποιον
να τον κοιτάζει και σε ώρα δωδεκάτη
που όπως λεν σκιά και σώμα είναι ένα
κόβοντας με το σουγιαδάκι
το μήλο του διαλείμματος εν παραδείσω
με το λιγάκι της ευχούλας
που έχει θράσος μέγιστο
ν’ ανοίξει πόρτες του Θεού…
Πως να μη γελάω όταν σας βλέπω
καθένας καταπλακωμένος και αμετανόητος
απ’ το καμένο ενός βίου ονειράκι
που θέλει τώρα να το κάνει και έκδοση.
Βασίλης Λαλιώτης
