Μολυσμένα νερά είναι ο τίτλος του δέκατου μυθιστορήματος του πολυγραφότατου και βραβευμένου Κύπριου πεζογράφου, πρόσφυγα από την Αμμόχωστο. Στο σύνολο του έργου του αναδεικνύεται η τραγωδία της τουρκικής εισβολής του 1974, στην επίμονη προσπάθειά του να διατηρήσει άσβεστη τη μνήμη της κατεχόμενης γης μας. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του αποτελούν το ήθος και η ανθρωπιά, τα οποία εκφράζονται με σαφήνεια στην αφήγηση, που διακρίνεται για την άψογη πλοκή, τη γλαφυρότητα του λόγου και την εύστοχη ψυχογράφηση των χαρακτήρων.
Όπως και τα προηγούμενα έργα, και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα το τραγικό βίωμα της εισβολής και της προσφυγιάς διαπλέκεται με μυθοπλαστικά στοιχεία. Η αφήγηση εμφορείται από έντονη συναισθηματική φόρτιση, καθώς αποτυπώνει την ψυχική κατάσταση των χαρακτήρων μέσα από δυνατές εικόνες και προσωπικές εξομολογήσεις. Η ψυχική οδύνη των προσώπων εκφράζεται με τις δραματικές συνθήκες που βιώνουν, καθώς και με τα «μολυσμένα νερά» της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Ο συγγραφέας καταγράφει με ρεαλισμό το δράμα των προσφύγων: τις δυσκολίες της ζωής τους στον καταυλισμό, την ανελέητη βροχή που διέβρωνε την ύπαρξή τους, τη φτώχεια και τη στέρηση, τη γραφειοκρατική αδιαφορία, το πένθος και την οδύνη, αλλά και τη σπαρακτική ανάγκη τους να ζήσουν αξιοπρεπώς, όπως στον τόπο τους πριν από την εισβολή. Ο λόγος του Ονουφρίου είναι λιτός, μα βαθιά ανθρώπινος, διαποτισμένος από το τραγικό αίσθημα του ξεριζωμού.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε κυρίως την πορεία ζωής των δύο βασικών ηρώων, των παιδιών της Βασιλικής, του Παντελάκη και της Κλείτσας. Οι χαρακτήρες τους περιγράφονται με ζωντάνια και ευαισθησία, αποκαλύπτοντας όψεις της παιδικής ψυχολογίας που έχουν διαταραχθεί από τον πόλεμο και την απώλεια του αγνοούμενου πατέρα τους, με αποτέλεσμα τη βίαιη ωρίμανσή τους. Μέσα από τη σκιαγράφησή τους, η αφήγηση εμπλουτίζεται με νέα θεματικά πεδία, όπως την παιδική και εφηβική ταυτότητα, τη σύγκρουση των γενεών και την αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα που βιώνουν οι ήρωες.
Ο Παντελάκης παρουσιάζεται ως ένα ευαίσθητο, στοχαστικό αγόρι, ένα «λιγνό δεντράκι» με βλέμμα που κουβαλάει βαθιές επιθυμίες. Είναι φιλομαθής και ονειροπόλος. Αντίθετα, η Κλείτσα εκπροσωπεί μια άλλη, τραγική όψη της παιδικής και εφηβικής ύπαρξης. Είναι ζωντανή, παρορμητική, με έντονη ανάγκη για επιβεβαίωση, αποδοχή και λάμψη. Κρατώντας το σπασμένο καθρεφτάκι, αντικρίζει όχι μόνο το είδωλό της, αλλά και τις χαμένες ή μελλοντικές δυνατότητες – μια προβολή ελπίδας μέσα στην απόλυτη ένδεια. Κάτω από τη διαφορετική τους συμπεριφορά, ωστόσο, και τα δύο παιδιά υποφέρουν· είναι, όπως λέει και ο αφηγητής, δυο «τρομαγμένα περιστέρια» που πασχίζουν να σταθούν στα πόδια τους μέσα στον κυκλώνα της Ιστορίας.
Η συνύπαρξη αυτών των δύο χαρακτήρων ενισχύει την πολυφωνία της αφήγησης και αναδεικνύει νέα θέματα: τις κοινωνικές διακρίσεις – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σκηνή της επίσκεψης στο σπίτι του Μάικ, του εύπορου συμμαθητή του Παντελή – αλλά και την ψυχική φθορά που συνεπιφέρει η προσφυγική εμπειρία.
Η είσοδος της κυρίας Λητώς στην αφήγηση ανανεώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κυρίως χάρη στη μυστηριώδη της ταυτότητα, την ιδιόρρυθμη κοινωνική της θέση και την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει με τον Παντελάκη. Η σιωπή της για το παρελθόν και την καταγωγή της εντείνει την αίσθηση μυστηρίου γύρω από την παρουσία της. Η Λητώ παρουσιάζεται σε αντίστιξη προς το περιβάλλον και τους υπόλοιπους χαρακτήρες του καταυλισμού: ζει μόνη σε ένα «ανάκτορο», έχει οικονομική άνεση, κάνει δωρεές, διακρίνεται για την κομψότητα και τη γοητεία της, ενώ οι άλλοι ζουν στριμωγμένοι και ψυχικά καταπονημένοι. Η αντίθεση αυτή καθιστά την παρουσία της παράταιρη, προκαλώντας σχόλια, υποψίες αλλά και θαυμασμό.
Η συμπάθειά της προς τον Παντελάκη, που εκδηλώνεται με τη σταθερή της επιθυμία να είναι εκείνος «ο μικρός με τα ωραία μαλλάκια» που της πηγαίνει τα ψώνια, λειτουργεί ως το πρώτο νήμα σύνδεσης ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Η επιλογή της μοιάζει αυθαίρετη, σχεδόν ανεξήγητη, γεγονός που πυροδοτεί την περιέργεια του αναγνώστη: πρόκειται για απλή συμπάθεια ή υποδηλώνεται μια βαθύτερη, ενδεχομένως ψυχολογική ή συμβολική, σχέση; Η απουσία κάθε εξήγησης εντείνει τη δραματουργική ένταση και δημιουργεί προσμονή για μελλοντική αποκάλυψη.
Όλα τα παραπάνω λειτουργούν μεθοδικά για να συγκροτηθεί ένας χαρακτήρας σκοτεινά γοητευτικός, ο οποίος δεν υπηρετεί μόνο την αφηγηματική πλοκή, αποτελεί και καταλύτη στην εξέλιξη της ιστορίας, σύμβολο μιας αθέατης, αλλά κρίσιμης, δυνατότητας αλλαγής για τον ήρωα, καθώς χρηματοδοτεί τις σπουδές του στην Αθήνα, όπου βρίσκεται αντιμέτωπος με την τραγική πραγματικότητα: την ηθική και ψυχική κατάρρευση της αδελφής του.
Η πορεία της Κλείτσας – από σκανταλιάρικο και κακομαθημένο παιδί σε έγκυο και εγκαταλελειμμένη νεαρή γυναίκα και, τελικά, σε πόρνη πολυτελείας στην Αθήνα – συνδέεται άμεσα με την εικόνα των «μολυσμένων νερών», που ήδη από την αρχή της αφήγησης λειτουργεί ως βασικό συμβολικό σχήμα. Τα «μολυσμένα νερά» αποδίδουν την ψυχική και ηθική φθορά, τον εσωτερικό εκτροχιασμό, την απώλεια της αθωότητας, αλλά και την ευρύτερη παρακμή του κοινωνικού πλαισίου.
Καθοριστική στην αφήγηση αποδεικνύεται και η γνωριμία του Παντελή με τη Μαριάμνη, μια κοπέλα ξενικής καταγωγής, μέλος ορχήστρας από τη Βιέννη, την οποία συναντά τυχαία στο ταξί από τον Πειραιά προς την Ομόνοια και ερωτεύεται σχεδόν ακαριαία. Η Μαριάμνη, φορέας ενός άλλου κόσμου – κοσμοπολίτικου, καλλιτεχνικού, εκλεπτυσμένου – ενσαρκώνει όλα όσα ο Παντελής στερήθηκε, αλλά βαθιά επιθυμεί: την αρμονία και την ομορφιά. Η δραματουργική κορύφωση έρχεται με την αποκάλυψη ότι η Μαριάμνη είναι κόρη της κυρίας Λητώς. Η ανατροπή αυτή λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, δομικά και φιλοσοφικά. Σε επίπεδο πλοκής, εντείνει τη δραματικότητα και προκαλεί αιφνιδιασμό.
Ωστόσο, ο Παντελής θα βρει τελικά την ανιδιοτελή αγάπη στο πρόσωπο μιας συμφοιτήτριάς του, της Σμαρώς, μιας «λεπτοκαμωμένης, νόστιμης κοπελίτσας», με «φωνούλα ίδια ασημοκούδουνο». Η Σμαρώ, σε αντίθεση με τη Μαριάμνη, παρουσιάζεται ως πρόσωπο ταπεινό, προσιτό, προερχόμενο από την επαρχία, πράγμα που ευνοεί την ουσιαστική επικοινωνία με τον Παντελή. Ο έρωτάς τους είναι ισότιμος, «καθαρός», απαλλαγμένος από μυστικά και χρέη. Η Σμαρώ, με την ψυχική της ευγένεια, τη σιωπηλή δύναμη και την προσφορά της, χωρίς προσδοκία ανταπόδοσης, ενσαρκώνει το πρόσωπο της ελπίδας και της καλοσύνης, προβάλλοντας ως ηθικό αντίβαρο σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η εκμετάλλευση και η ανειλικρίνεια.
Η αφήγηση είναι ετεροδιηγητική με εσωτερική εστίαση: ο αφηγητής παρακολουθεί και αποδίδει τα γεγονότα από την οπτική του Παντελή, του κεντρικού ήρωα. Η γνώση του δεν είναι παντογνωστική: τα γεγονότα και οι αποκαλύψεις προσεγγίζονται μέσα από το υποκειμενικό φίλτρο του.
Αυτό το αφηγηματικό σχήμα επιτρέπει στον συγγραφέα να ενσωματώνει διακριτικά στοχαστικά σχόλια και ηθικές κρίσεις, που διατρέχουν ολόκληρο το έργο, προσφέροντας λυρισμό και στοχαστικότητα στην αφήγηση. Οι σκέψεις του αφηγητή δεν περιορίζονται μόνο στον έρωτα και στο μυστήριο των ανθρώπινων σχέσεων· επεκτείνονται σε ένα ευρύτερο φάσμα υπαρξιακών και ηθικών προβληματισμών: στην τραγικότητα της ζωής, στην τυφλότητα της μοίρας, στις ανατροπές της ζωής, στην εγκατάλειψη. Παράλληλα, καυτηριάζονται φαινόμενα όπως η αλαζονεία, η μικρότητα, η κοινωνική υποκρισία, η απάτη, η ματαιοδοξία και το άπληστο κυνήγι του κέρδους.
Συνολικά, πρόκειται για μια πολυεπίπεδη λογοτεχνική γραφή που συνδυάζει την ποιητική ένταση με την κοινωνική μαρτυρία και αναδεικνύει τη δύναμη της ανθρώπινης αντοχής απέναντι στις αντίξοες ιστορικές συνθήκες. Το τέλος της ιστορίας λειτουργεί λυτρωτικά. Παρά το ότι ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι βυθισμένος στα «μολυσμένα νερά», ο βασικός ήρωας κατορθώνει, μέσα από δοκιμασίες και απογοητεύσεις, να σταθεί όρθιος. Η σωτηρία της αδελφής του από την ηθική και κοινωνική εξαθλίωση, η ολοκλήρωση των σπουδών του και ο σταθερός δεσμόςτου με τη Σμαρώ υποδεικνύουν πως, παρά τα πλήγματα της ζωής, η πίστη στις αξίες, η ευγένεια της ψυχής, η ανιδιοτελής αγάπη και η επιμονή μπορούν να οδηγήσουν στη σωτηρία. Ο συγγραφέας δεν ωραιοποιεί την πραγματικότητα, αλλά αφήνει ανοιχτό ένα φωτεινό παράθυρο ελπίδας: ότι ακόμη και μέσα στα πιο θολά νερά, μπορεί να υπάρξει κάθαρση, αλλά αυτή η κάθαρση πρέπει πρώτα να ξεκινήσει από μέσα μας.
