Έλα, φυγάδευσέ με και πάλι,
οι παράδεισοι ποτέ δεν τελειώνουν,
πιο ζωντανοί κι από την κόλαση με κυνηγούν.
Φυγάδευσέ με
κι ας το ξέρουμε,
ευτυχισμένο τέλος
έχουν μόνο τα παραμύθια ‒
καλύτερα ουρλιάζοντας να πεθαίναμε
όπως όταν γεννιόμαστε
και το οξυγόνο μάς σκίζει τα σωθικά,
και ενδιάμεσα τίποτα,
μια σταλίτσα ζωή,
κάτι αμελητέο,
μια κουβέρτα μικρή και φθαρμένη,
δεν σκεπάζει ούτε τα πόδια ούτε το κεφάλι μας.
Έλα, φυγάδευσέ με και πάλι,
σφάλισε τα μάτια μου,
κάλυψε τα αυτιά μου
στο ουρλιαχτό του λύκου ‒
ψεύτρα ζωή, αδιάφορη,
καταλύτη της σάρκας,
καταλύτη του έρωτα,
εχθρέ της απόλυτης ηδονής,
δικέ μου εχθρέ,
εχθρέ των φίλων μου,
των εχθρών μου εχθρέ,
άνασσα του μεγαλειώδους κενού,
ζωή, ζωή πολύτιμη,
μοναδική και κτήνος,
που συνταιριάζει με το κτήνος του άλλου μου εγώ
όπου θηριωδία, βόρβορος, αίμα και λάσπη.
Έλα, φυγάδευσε πάλι
τον άγγελο μέσα μου.
