(…) ΦΩΝΗ ΠΡΩΤΗ
Το πρωινό σχολείο σχόλασε και ο Κάπτεν Κατ έχοντας το κουρτινοστολισμένο φινιστρίνι της σκούνας του ανοιχτό στην παλίρροια του ανοιξιάτικου ήλιου, αφουγκράζεται τα άτακτα τιμωρημένα παιδιά να κατρακυλάνε το καλντερίμι απαγγέλοντας στιχάκια…
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Φωνάζει η Λένα τα αγόρια τα κουτά
Που κάνουν φασαρία και σαματά.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Παιδιά, παιδιά, ελάτε ‘δω
Ελάτε εδώ για να σας δω.
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Ελάτε αγοράκια
Ελάτε για φιλάκια
Φιλί δώστε στην Λένα
Ή δώστε της μια πένα.
Εμπρός, Λένα.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Πώς σε λενε; Πώς σε λεν
Φίλα με στην Γκούζγκογκ Λέιν
Δώσε ένα φιλί στη Λένα
Ή αλλιώς δώσε μια πένα.
Πώς σε λένε;
ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ
Μπούλη.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Φίλα με στην Γκούζγκογκ Λέιν, Μπούλη
Ή μια πένα δώσε μου, χαζούλη.
ΠΡΩΤΟ ΑΓΟΡΙ
Λένα Λένα, μιλημένα, τιμημένα
στην Γκούζγκογκ Λέιν θα σε φιλήσω
Μια που δεν έχω πένα να σου αφήσω
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Παιδιά παιδιά μαντραχαλέοι
Φιλήστε την στο μέρος που σας λέει
Ή δώστε της μια πένα.
Άντε, Λένα.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Φιλήστε με στου Λάρεγκαμπ τον λόφο
Που κάνει ψόφο
Ή δώστε μου μια πένα.
Πώς σε λέν εσένα;
ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ
Τζόνι Κρίστο.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Δωσ’ μου φιλί στον λόφο Λάρεγκαμπ, καλό σε βρίσκω
Ή δώσε μου μια πένα μίστερ Κρίστο.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΓΟΡΙ
Λένα, Λένα
Αφού δεν έχω πένα, Λένα, Λένα
Στον λόφο Λάρεγκαμπ θα σε φιλήσω εσένα!
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Παιδιά παιδιά παιδιά η Λένα καίει
Φιλήστε στο μέρος που σας λέει
Ή, δώστε της μια πένα.
Άντε, Λένα
ΚΟΡΙΤΣΙ
Φιλήστε με στο Γαλατόδασος
Ή δώστε μου μια πένα.
Και πώς σε λεν εσένα;
ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ
Ντίκι.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Στο Γαλατόδασος να με φιλήσεις
Αλλιώς, μια πένα να μου χαρίσεις.
ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ
Λένα, μου Λένα μου, μα τον σταυρό
Στο Γαλατόδασος να σε φιλήσω δεν μπορώ.
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Ρώτα τον γιατί, Λένα.
ΚΟΡΙΤΣΙ
Γιατί;
ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ
Γιατί η μαμά μου λέει πως δεν κάνει.
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Φοβιτσιάρη φοβιτσιάρη κα χαϊβάνι
Που φοβάσαι τη μαμά σου
Δωσ’ στην Λένα τα λεφτά σου
ΚΟΡΙΤΣΙ
Δωσ’ μου μια πένα.
ΤΡΙΤΟ ΑΓΟΡΙ
Δεν έχω.
ΚΟΡΙΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
Στο ποτάμι ρίχτε τον
Ρίχτε τον και πνίχτε τον
Απ’ το βρακί τραβήξτε τον
Βαράτε τον, χτυπήστε τον
Βρομο-Ντικ την έχεις βάψει
Η μαμά σου θα σε κλάψει!
Άααϊ!
Ξουτ!
ΦΩΝΗ ΠΡΩΤΗ
Και τα κορίτσια χασκογελάνε και τον περικυκλώνουν, και τσιρίζουν, τον γραπώνουν και τον χτυπάνε και κείνος κλαψουρίζει και τρέχει στην κατηφόρα με το μπαλωμένο παντελόνι του πεσμένο και το πρόσωπό του να καίει κατακόκκινο, γεμάτο δάκρυα, ενώ τα κορίτσια σκούζουν σαν κάργιες ξοπίσω του, θριαμβευτικά, κρατώντας ακόμα τα κουμπιά του στα νύχια τους, και τ’ αδέρφια του οι νταήδες τον τον προγκάνε φωνάζοντάς τον με το παρατσούκλι του, βγάζουν στη φόρα τη ντροπή της μάνας του και τα αίσχη του πατέρα του με τις ελαφρές γυναίκες που τριγυρνάνε ξυπόλητες στα χαμόσπιτα πάνω στους λόφους. Και τίποτα δεν έχει νόημα και εκείνος μες στ’ αναφιλητά του γυρεύει την γλυκιά του τη μαμά, το ζεστό το φαγάκι της, το βουτυρόγαλα και τη γελαδίσια της ανάσα και τα ουαλέζικα ψωμάκια και το απαλό κρεβάτι της που έχει γέννας μυρωδιά και τη φεγγαρόλουστη κουζίνα της δικής της αγκαλιάς· και εκείνος ποτέ μα ποτέ δεν θα ξεχάσει την κλαμένη τούτη άκρη του κόσμου καθώς τρέχει παραπατώντας στα τυφλά προς το σπίτι. Έπειτα οι βασανιστές του τρέχουν με τσιρίδες και κλωτσιές στο γλυκάδικο της μις Μιβάνουι Πράις που όμορφη και καμαρωτή με το φουσκωμένο σαν καρδερινούλα στηθάκι και το σφιχτό τουρλωτό κωλαράκι, κι αγοράζουν ζαχαρωτά σκληρά σαν τόπια που όταν τα γλείφουν γίνονται ουράνια τόξα, τρουφάκια με ρούμι, μαλακά ζελεδάκια που γίνονται κορδέλες και τα τραβάς σαν δεύτερη μαστιχωτή γλώσσα, γλυκόριζα γλυκιά σαν σιρόπι, τσίχλα να την κολλάς στις μπούκλες των κοριτσιών, κατακόκκινες σαν αίμα καραμέλες για τον βήχα, παγωτό χωνάκι, ταραξάκο και κολιτσίδα, μπομπόνια με υδρόμελι, βατόμουρο και κεράσι· κι ύστερα το σκάνε όλοι, με ρεψίματα.
ΦΩΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Η Γκόσαμερ Μπέινον βγαίνει με τα ψηλοτάκουνα απ’ το σχολείο. Ο ήλιος σιγοψιθυρίζει και, περνώντας μέσα απ’ το βαμβακερό λουλουδάτο φόρεμά της, τρυπώνει στην καμπανούλα της καρδιάς της, ζουζουνίζει εκεί στο μέλι και σκύβει και φιλά, νωχελικά, μεθυσμένος από έρωτα, τα κόκκινα μούρα του στήθους της. (…)
