Το σκοτάδι φωτιζόταν μέσα στη νύχτα, βαμμένο με κίτρινες και κόκκινες φλόγες, πύρινες γλώσσες τσακισμένες σε πυρρίχιους χορούς, που αναδύονταν από την άβυσσο του τρόμου και σκορπίζονταν σε μαύρους καπνούς. Τι να κρατήσει η μνήμη ενός σχεδόν τετράχρονου παιδιού από την αγριάδα των κραυγών, τον κρότο σπασμένων γυαλιών, τον ήχο βιαστικών βημάτων, τις αλαφιασμένες φωνές στον δρόμο, το σκοτεινό σπίτι με σβησμένα τα φώτα, τη φορτισμένη σιγή της φρίκης.
«Πασάκα μου, βλέπεις, φέτος τα πράγματα ήρθαν ανάποδα. Δεν βοήθησε και το ταξίδι στην Αθήνα. Είναι τόσο δύσκολο να σταθώ στα πόδια μου. Μετά τα Σπασμένα, χάσαμε τα πάντα. Είμαστε κατεστραμμένοι. Πρέπει να φτιάξω από την αρχή όλο το έργο της ζωής μου, που ρημάχτηκε μέσα σε μια νύχτα. Συγχώρα με, δεν με περίσσεψε γρόσι να σε πάρω ένα δωράκι. […] Υποσχέσου πως θα με συγχωρέσεις. Και μην ξεχνάς: ό,τι δικό μου, δικό σου. Θα δεις. Του χρόνου…» ‘Ηταν η δεύτερη φορά μετά την αποτυχημένη μας πτήση στο υψιπόρον άρμα που στα μάτια μου ο πατέρας ανέβαινε τόσο ψηλά πέφτοντας τόσο χαμηλά.
Τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναδύονται ἐδῶ ἀναζητοῦν τὸν χαμένο τόπο ποὺ καθόριζε ἄλλοτε τὴν ταυτότητά τους. Ἄνθρωποι ποὺ ὑποβάλλονται σὲ ἀκούσια ἐξορία, σπρωγμένοι ἀπὸ ἱστορικὲς καὶ πολιτικὲς συγκυρίες ποὺ δὲν ἐλέγχουν, ἀναγκάζονται νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν τόπο τους καὶ νά ζήσουν σὲ ἕνα ἐπίπλαστο τοπίο, ἄμοιρο ἱστορίας καὶ στερημένο μνήμης, γιὰ νὰ διαπιστώσουν πὼς ἔχουν τοποθετηθεῖ σὲ ἕναν ἄτοπο τόπο. Ὁ ψευδοαρμένης Καμπουριάν, ὁ ἀριστοκράτης ἐμιγκρὲς Βεγγέρωφ, Ὁ Παλαιστίνιος Χαλίλ, ὁ φευγαλέος, ἀκαθόριστος, ἀλλὰ μακρόθυμος πατέρας, ὁ Οὑγγροεβραῖος πρόσφυγας Μπέλα, ἡ Ἰρλανδέζα Μάμα Λή, ἡ Φύλλις ἀπὸ τὴ Σάντα Λούτσια, ὁ ἱερομόναχος Ἀρμένης μουσικὸς Βαρταπὲντ Κομητάς, ἡ Σμυρνιὰ Μαρίκα Ρόζα Ντολορόζα, ὁ Λευκάδιος Χέρν, ὁ κρυπτοχριστιανὸς Πατεράκης, ὁ Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Πράγα Λίμαν, ὁ Ἰνδιάνος Μετὶ Πάτρικ Χώουκς, οἱ πρόσφυγες Καραμανλῆδες ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ὁ Πάμπος ὁ Κύπριος καὶ ἄλλοι τόσοι πασχίζουν νὰ ἀνακτήσουν τὴν ἀπειλημένη τους ταυτότητα.
Αὐτὲς οἱ ξεριζωμένες ὑπάρξεις ἀρνοῦνται νὰ καταταγοῦν σὲ κοινωνικοὺς προσδιορισμοὺς καὶ περιθωριακὲς ὁμάδες καὶ ἐπιμένουν νὰ ὑπάρχουν σὰν ἐλεύθερα πρόσωπα σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ἔχει ξεχάσει τὰ ἱστορικά της ἐρείσματα. Θὰ τοὺς ὁδηγήσει ἄραγε στὴν τελικὴ ἐπανεύρεση καὶ κατάκτηση τοῦ δικοῦ τους τόπου ἡ πεισματική τους θέληση νὰ μὴν ὑποκύψουν στὴν ἀπειλὴ τῆς ἀνυπαρξίας;
Ο Λάμπρος Καμπερίδης γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη το 1952. Χρόνια ἐφηβείας στὴν Ἀθήνα. Στὸν Καναδὰ ἀπὸ τὸ 1970. Σπουδὲς ἐπικεντρωμένες στὴν ἱστορία τοῦ εὐρύτερου ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας.
Βιβλία του μὲ ἀναφορὰ στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη:
Τὸ νάϊ τὸ γλυκύ… τὸ πρᾶον (19902),
Ἀπὸ τὸν Μπρὲτ Χὰρτ στὸν Παπαδιαμάντη (1992),
“… μὲ ἐντάφια κτερίσματα” Ὁ Πύργος τοῦ Δράκουλα καὶ ὁ “μεταφραστὴς” Παπαδιαμάντης (2010).
Ἐπιμελεῖται, μὲ τὴ Ντενὶζ Χάρβεη, τὴν ἔκδοση στὰ ἀγγλικἀ τῆς τρίτομης μετάφρασης μιᾶς ἀντιπροσωπευτικῆς ἐπιλογῆς διηγημάτων τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἔχουν ἐκδοθεῖ ὁ πρῶτος (2007) καὶ δεύτερος τόμος (2019) μέ τίτλο The Boundless Garden, καὶ προσεχῶς ἀναμένεται καὶ ὁ τρίτος. Στὴν ἴδια σειρὰ ἐκδόθηκε καὶ ἡ μετάφραση τῆς Φόνισσας, The Murderess (2013).
Ὁ Λάμπρος Καμπερίδης εἶναι ἱερέας στὴν Ἑλληνικὴ Ἀρχιεπισκοπὴ Καναδὰ καὶ διακονεῖ τὴν κοινότητα τοῦ Dollard-des-Ormeaux στὰ δυτικὰ προάστια τοῦ Μόντρεαλ. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του ἀσχολεῖται μὲ τὴν κτηνοτροφία καὶ τὴν μελισσοκομία, εἰδικότητα τῆς ἀγαπημένης συντρόφου του Χριστίνας.
Κώστας Α. Τραχανάς
