Και ξαφνικά ο πόλεμος ξεσπά. Τότε ανακαλούνται στη μάχη οι εφεδρείες του στρατού. Αλλά και στη μάχη με την καθημερινότητα, για ν’ αντεπεξέλθουμε στις ανάγκες της, μπορεί να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε τα εφεδρικά μας αγαθά και αποθέματα. Την επιστράτευση, λοιπόν, των εφεδρικών δυνάμεων πραγματεύεται η νέα ποιητική συλλογή Εφεδρείες του Βασίλη Δ. Παπαβασιλείου (Εκδόσεις Ιωλκός, 2025). Όμως, σε ποιους πολέμους χρειαζόμαστε τις εφεδρείες αυτές; Πρώτα απ’ όλα, στους σύγχρονους πολέμους που δημιουργούν πρόσφυγες. Αλλά και στον πόλεμο της Ελληνικής Επανάστασης. Έπειτα, στον πόλεμο ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή. Ακόμη, στη μάχη ενάντια στη φθορά του χρόνου. Φυσικά, και στον πόλεμο εναντίον των ασθενειών. Τέλος, τις χρειαζόμαστε στον πόλεμο εναντίον της καθημερινής μας αλλοτρίωσης.
Αποκλειστικά με τον πόλεμο και την προσφυγιά ασχολείται η πρώτη από τις τρεις ενότητες της συλλογής («ΟΝΟΜΑΤΑ ΑΣΤΕΡΙΩΝ»): όλη τη βρομιά του κόσμου/στα λερωμένα πρόσωπα των παιδιών. Στην τρίτη ενότητα υπάρχει σονέτο αφιερωμένο στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Η περιβαλλοντική καταστροφή βρίσκεται μπροστά μας («Η ΓΗ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ»):
Πικροστόλιστη η γη του σκορπιού, ακέφαλα αγάλματα
οι κομμένοι κορμοί. Χλωμή μορφή σε μεταφυσικό εφιάλτη
η Μητέρα του Δάσους, κράζει όλη νύχτα γυρεύοντας
τη δυσαναπλήρωτη σπορά της.
Έμμεσα καταλαβαίνουμε στο ίδιο ποίημα ότι χρειάζεται αντίσταση στα αίτια της καταστροφής:
Ολέθριες ανέσεις και
προπορευόμενη ωφέλεια, κουφή κι αόμματη
παραναλώνουν τους χάρτες, αποψιλώνουν τον σφυγμό.
Η μάχη με τον χρόνο είναι αδυσώπητη («ΓΝΩΜΟΝΑΣ»): Με αδιάβροχο χρώμα πλάθεται ο χρόνος/σκορπάει διαμέσου της διάτρητης/κλεψύδρας των δαχτύλων. Το σώμα εξαντλείται, άλιωτο χιόνι σωρεύεται/στα βαθιά χνάρια της καθήλωσης/περίλυπο ξεφύσημα σκουριάς περιζώνει («ΕΦΕΔΡΕΙΕΣ»). Έτσι, λοιπόν, ο μοναχικός γέροντας/ασάλευτος κι ετοιμόρροπος/στέκει στη μέση του οπωρώνα/σαν έτοιμος να παρασυρθεί («ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΗ»). Ανάλογα σημεία φθοράς διακρίνονται στη φύση («ΕΝΤΡΟΠΙΑ»): Σεπτό κι αδιάντροπο/το γέρικο δεντρί./Διακριτικά κι απροκάλυπτα/γέρνει τα ροζιασμένα κλαριά.
Διάσπαρτες αναφορές θα βρούμε στη μάχη με τις ασθένειες, ήδη από το πρώτο ποίημα («ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΗΣΗ»): η ακατάσχετη αιμορραγία/της βαθιάς ουλής στο στέρνο. Συχνά οι εκφράσεις που αναφέρονται στη σωματική φθορά χρησιμοποιούνται μεταφορικά, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα ψυχικά τραύματα. Ωστόσο, παραμένει, όπως και στην προηγούμενη συλλογή του, ο φόβος της ασθένειας, που επιβάλλει την ταπεινότητα («Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ»):
Ασκήσεις ταπεινότητας
οι ψίθυροι στα σαλονάκια
των ιατρείων.
Η αλλοτρίωσή μας εκφράζεται στη μεθόριο της ευημερίας, με απατηλά καταπότια της θεραπείας/για να ονειρευτούμε στο στρώμα της λάτεξ σήψης («ΤΙ ΜΑΣ ΕΛΕΙΨΕ;»). Θαρρείς, μιλούμε σε παράλληλους μονολόγους, χωρίς να νιώθουμε τα λόγια. Και, τελικά, η παλιοζωή μάς τραβά το χαλινάρι («ΤΙ ΜΑΣ ΕΛΕΙΨΕ;»). Μήπως αυτός ο αποπροσανατολισμός μας στον σύγχρονο κόσμο, εν μέρει τουλάχιστον, οδηγεί και στο ερωτικό έγκλημα; Διαβάζουμε («ΚΑΡΟΛΑΪΝ»):
Το τέλειο έγκλημα
θυσίασε στην αγχόνη τη γλυκιά Ροξούλα
ή μήπως το επίμονο καταδικαστικό της βλέμμα.
η ενοχλητική διωδία του ουρλιαχτού
με το αδιάκοπο κλάμα της Βίκυς
ήγειρε το σκοτεινό ένστικτο;
Απέναντι σε όλα τ’ ανωτέρω, ο Παπαβασιλείου αντιτάσσει τις «εφεδρείες» του. Η πιο σημαντική είν’ ο έρωτας («ΜΑΙΝΕΤΑΙ ΠΑΘΟΣ»):
Μόνο το νεαρό ζευγαράκι
δε δείχνει να βιάζεται.
αντιθέτως
κοιτάζει να εκμεταλλευτεί
την ευνοϊκή συγκυρία
της άξαφνης μοναχικότητας
με τη συγκολλητική βροχή
που ενέτεινε κι εκτόξευσε
το φιλί.
Έτσι, ακόμη κι ένα αργυρώνητο χάδι/διασαλεύει την υποδόρια σιωπή («ΕΠΙΡΡΕΠΕΙΑ»). Και μας λυτρώνει στη ρέμβη των φιλιών/ένα ολάνθιστο χαμόγελο («ΜΕΡΟΜΗΝΙΑ»). Ο έρωτας γίνεται ζεστή ροή θείας ευχαριστίας και αναφλέγει/την πρωτοβουλία της αεικίνητης τέχνης/των χειλιών και των δακτύλων («Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ»).
Επίσης, σημαντική είναι η δύναμη της ψυχής, η ικανότητά της ν’ αντιστέκεται («ΨΥΧΗ»): Ζει με νερό από τις στάλες της βροχής/μέλανα ζωμό κι απ’ τα ψίχουλα της γης. Άλλοτε διαφεύγει στον βυθό, άλλοτε συμπυκνώνεται αμυντικά σε σπόρο, άλλοτε παίρνει φως απ’ τ’ ουρανού τη χαραμάδα. Κι εμείς προσπαθούμε ν’ αντλήσουνε δύναμη από τα μνημεία των θριάμβων, από τις άγνωστες εφεδρείες ιλαρού φωτός («ΕΦΕΔΡΕΙΕΣ»). Αγωνιζόμαστε να επιβληθούμε στην επικράτεια του γκρίζου («ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ») ─ κι ας γνωρίζουμε ότι ακόμη και τα έπιπλα, οι τοίχοι, οι πόρτες μάς περιορίζουν κι ότι μπορούμε μόνο να αναπαράγουμε το ίδιο/μοναδικό αποτύπωμα της ύπαρξής μας («ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ»).
Επιπλέον, σωτήρια αποβαίνει η προσφυγή στη φύση («ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΗ»): Την ίδια στιγμή που ο Γκιώνης δια-λαλεί/κι απαντά στον εαυτό του/φλογίζεται διακεκομμένα ο άναστρος ουρανός. Η επαφή με τη φύση μάς εμπνέει σε αρχετυπική καταβύθιση στον εαυτό μας, σε παρήγορη χαρμολύπη («ΚΑΝΑΛΑ»): αυτός ο ωρυόμενος δαίμονας/που σκορπά τα πέταλα της βουκαμβίλιας/και καθηλώνει τη χαρμολύπη/δεν είναι παρά επωδός αρχετύπων. Στη συνέχεια μας γαληνεύει η διαβεβαίωση/πως μέσα στο χάος περιστρέφεται/εκείνη η ελάσσονα κι ανεπανάληπτη/κουκίδα.
Παραμυθία προσφέρει και η προσπάθεια για την αρμονική ένωση του παρελθόντος με το παρόν («ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ»):
Έτσι η πνοή ανασηκώνει το σώμα να ενωθεί
με τον ουρανό μιας άστεγης πατρίδας.
Έτσι ξανοίγει ο αδιαπέραστος ζόφος.
με άσβηστο πυρ λαμπαδιασμένων σωμάτων
αχνοφαίνεται το φως.
Εντυπωσιάζει, πάντως, η απουσία της ποίησης ως λυτρωτικής εφεδρικής δύναμης. Η προσφυγή στην ποίηση (Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/που κάπως ξέρεις από φάρμακα, όπως μας δίδαξε ο μέγας Αλεξανδρινός) δε χρησιμοποιείται για τη σωτηρία μας. Σε αυτό το σημείο, ο Παπαβασιλείου διαφέρει από πολλούς ποιητές, οι οποίοι θα αναφέρονταν στην τέχνη τους.
Αρχιτεκτονικά, η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη, όπως αναφέρθηκε, διαβάζουμε για τον πόλεμο και για την προσφυγιά. Η δεύτερη αποτελεί τον κύριο κορμό της συλλογής και πραγματεύεται τα σημαντικότερα θέματά της. Η τρίτη αποτελείται από τρία σονέτα. Τα σονέτα ακολουθούν το Ιταλικό πρότυπο και είναι ομοιοκατάληκτα. Ωστόσο, η ομοιοκαταληξία δεν ακολουθείται αυστηρά: ούτε είναι πάντα πλήρης, ούτε είναι σταυρωτή και ίδια στα τετράστιχα (όπως στα κλασικά σονέτα Ιταλικής γραφής). Επίσης, η στιχουργική και ο αριθμός των συλλαβών δεν ακολουθούνται αυστηρά. Η ελευθερία είναι μεγαλύτερη στο τρίτο σονέτο, στο οποίο ο αριθμός των συλλαβών ανά στίχο αλλάζει, ενώ το μέτρο είναι άλλοτε ιαμβικό κι άλλοτε τροχαϊκό.
Η γραφή του Παπαβασιλείου είναι ιδιαίτερα πυκνή και η σύνταξη σύνθετη. Χρησιμοποιούνται πολλά ουσιαστικά, η σημασία των οποίων διαθλάται μέσω του σχήματος της μεταφοράς σε ποικίλες αποχρώσεις. Σε μερικά ποιήματα χρησιμοποιούνται αγκύλες, για να εκφράσουν ένα δεύτερο επίπεδο νοήματος, συνήθως ανατρεπτικό ή σαρκαστικό. Ολόκληρη η τελευταία στροφή του ποιήματος μπορεί να είναι σε αγκύλες, για να υποδηλώσει την αντίθεση. Η διάθεση είναι στοχαστική. Αυτήν ακολουθούν και οι εικόνες, οι οποίες απομακρύνονται από τη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας («ΕΦΕΔΡΕΙΕΣ»): με την ανατριχίλα/του ανεπανόρθωτου τετελεσμένου/ενώπιον των στρατοδικών/ερινυών. Εξαίρεση αποτελούν τα ποιήματα της πρώτης ενότητας, στα οποία επικρατεί η περιγραφή του συγκεκριμένου («Η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΕΡΡΑ ΛΕΟΝΕ»): Φρεσκοσιδερωμένο, λευκό φανελάκι Φριτάουν/ράστα πλεξούδες, πολύχρωμο κολάν.
Τελικά, ζώντας στην ακροβασία των εποχών, υφιστάμενοι τον ίλιγγο του χρόνου, άλλοτε προχωρούμε, άλλοτε μετράμε τα πίσω βήματα, και νοσταλγούμε το δίχτυ ασφαλείας/της τρυφερότητας («Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ»). Δίχως αυταπάτες, ο Παπαβασιλείου γνωρίζει την αναπηρία κάθε αδιάνυτης/ουρανομήκους διαδρομής («ΜΗΡΥΚΑΣΜΟΣ»). Και με τη νέα συλλογή του μας συντροφεύει, επιμελώς θησαυρίζοντας όλες τις εφεδρείες που χρειαζόμαστε.

Υπέροχη Κριτική, Υπέροχη Συλλογή..