Τη μέρα που ράγισα.
Στάθηκα μπροστά σ’ ένα ποίημα.
Μέσα σε μια τεράστια αυγουλιέρα από σκιά και φως,
οι λέξεις του χόρευαν στον άνεμο, ρευστές και αόριστες.
Δεν ήξερα ποιος το είχε γράψει.
Ίσως κανείς, ίσως υπήρχε πάντα.
Ξαφνικά, το ποίημα πήρε σχήμα αυγού.
Οι στίχοι του έκρυβαν τη νύχτα,
κι απ’ το κέλυφος έλειπε μόνο μια λέξη.
Από το άνοιγμά του έρρεε κίτρινο φως.
Άγγιξα τους στίχους με ένα μαύρο κουτάλι.
Οι λέξεις κομματιάστηκαν,
κυλώντας στο χώμα σαν φωνές που κουράστηκαν να περιμένουν.
Το ποίημα διαλύθηκε.
Από μέσα του, ένας ουρανός από λέξεις αναδύθηκε.
Και τότε ράγισα.
Όπου υπήρχε στίχος, σχηματίστηκε αστερισμός.
Όπου υπήρχε σιωπή, φεγγάρι.
Κοίταξα το λιωμένο κουτάλι στα χέρια μου.
Κι εκεί, στην αντανάκλαση πριν χαθεί,
είδα το πρόσωπό μου,
φτιαγμένο από λέξεις που ποτέ δεν είχα γράψει.
