You are currently viewing Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη: Λέανδρος Πολενάκης: «Επιστροφή στο Πότλατς». Εκδόσεις Ενύπνιο

Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη: Λέανδρος Πολενάκης: «Επιστροφή στο Πότλατς». Εκδόσεις Ενύπνιο

Πολιτικοποίηση και πακτωλός γνώσεων

 

Μια ποίηση βαθιά, καίρια και με πυκνά νοήματα, μια ποίηση πολιτικοποιημένη και πραγματική Αμάλθεια γνώσεων, που μεταλαμπαδεύει στην ψυχή μας έντονα συναισθήματα και στοχασμούς. Μια ποίηση που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εμβληματική, και που η συγκεντρωτική καταγραφή της αναπτύσσεται σ’ ένα καλαίσθητο μικρό βιβλίο των εκδόσεων Ενύπνιο. Αυτή είναι η ποίηση του σπουδαιότερου εν ζωή κριτικού θεάτρου που διαθέτουμε στην Ελλάδα, του Λέανδρου Πολενάκη, υπό τον τίτλο «Επιστροφή στο Πότλατς, ποιήματα 1981-2021».

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να διαφωτίσουμε τον αναγνώστη γύρω από το τι είναι το Πότλατς. Σύμφωνα με το Διαδίκτυο, πρόκειται για ένα έθιμο των ινδιάνικων φυλών της βορειοδυτικής ακτής του Ειρηνικού, του Καναδά και των ΗΠΑ, μια μεγάλη τελετή κατά την οποία ανταλλάσσονται δώρα με την μορφή αγαθών και όχι χρήματος, καθώς ο καπιταλισμός στις φυλές αυτές είναι σύστημα άγνωστο.

Και μόνον ο εξειδικευμένος τίτλος της συλλογής λοιπόν, καταδεικνύει όχι μόνο την πολιτικοποίηση του έργου της, αλλά και το εκπληκτικό βάθος και το εύρος των γνώσεων επί παντός επιστητού, (ιστορίας, μυθολογίας, φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, θρησκείας, ξένων γλωσσών και άλλων)  που διαθέτει ο Πολενάκης, ο οποίος μέσα στο βιβλίο του αποδίδεται σ’ ένα μοναδικό παιχνίδι των γνώσεων αυτών με την ποίηση, όπως και σ’ ένα εκπληκτικό παιχνίδι με την ελληνική γλώσσα, όλες τις μορφές της οποίας «παίζει στα δάκτυλα»: καθομιλουμένη, δημοτική, καθαρεύουσα και αρχαία.

Η συλλογή ξεκινά στην πρώτη ενότητα με ένα ποίημα – ποταμό, το «Πολιτεία και Κατακόμβη», που κατά την γνώμη μας αποτελεί ένα από τα ωραιότερα της συλλογής, και το οποίο είναι αφιερωμένο στον ζοφερό κόσμο που ζούμε. Το ποίημα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με όρους τόσο πολιτικούς, όσο και οικολογικούς· πίσω από τις λέξεις, η «Κατακόμβη» είναι η Μάνα Γη και τα έγκατά της, (ο ένας πόλος του ποιήματος), ενώ προς τον δεύτερο πόλο, δηλαδή προς τους ανθρώπους, και ιδία τους άρχοντες της γης, ο ποιητής «…φωνάζω / να μ’ ακούσετε, / νεκροί του πάνω κόσμου / τέρατα…».

Σε ολόκληρο το ποίημα είναι προφανή τα συναισθήματα, και κυρίως η οργή, με την οποία το ποιητικό υποκείμενο κατακεραυνώνει τους κυριάρχους αυτού του κόσμου απέναντι στην ασχημία των καιρών μας, πολιτική, κοινωνική και περιβαλλοντική. Οι στίχοι βρίθουν υπαινιγμών και μεταφορών, ενώ ο ποιητής μας γνωστοποιεί την θέση του, που είναι, όπως πιστεύουμε, και η θέση κάθε απλού ανθρώπου, έτσι όπως την αισθάνεται: «καθώς περνώ / με το καράβι / σκλάβος / Για τα ορυχεία της Σικελίας…». Άλλωστε, σύμφωνα με το μότο του ποιήματος «ο σεισμός, σύνοδος των τεθνεώτων» (Πυθαγόρας). Βρισκόμαστε «στον αιώνα του λύκου», και ολόκληρη η μορφή, το λεξιλόγιο και τα νοήματα του ποιήματος, θυμίζουν την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου του Θεολόγου. Οι στίχοι είναι εξαιρετικά δυνατοί, λιτοί και με ένταση, στίχοι – καταπέλτες. Μεταφέρουμε δύο μικρά αποσπάσματα από το ποίημα:

«Σε χαιρετώ / μεγάλη κατακόμβη / λίκνο των σεισμών / Κυοφορείς / τον θυμό και το θειάφι / στα σπλάχνα σου. / Όμως εγώ μονάχα / ξέρω / τ’ άλλο μυστικό / το τρομερό σου: / ποιο το χέρι / που επιστρέφει / την οργή των λαών …»

 

«Έτσι είναι ο κόσμος, / φίλε, / ατσάλι και γυαλί / το ηλεχτρικό φεγγάρι / των φονιάδων / Πάντα  η Μαρία / μεγαλώνει παιδιά / με το φόβο του Ηρώδη…».

 

Το ύφος της γραφής ωστόσο αλλάζει τελείως στην δεύτερη ενότητα της συλλογής, η οποία ονομάζεται «ΕΤΕΡΟΣΤΙΧΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΠΑΘΗ» (με κεφαλαία γράμματα), και η οποία αποτελείται από την υποενότητα «Ο κύκλος του Εάλω» και από το ποίημα «Η μπαλλάντα των τριών μαρτύρων». Εδώ, με πολλή μαεστρία, και καταδεικνύοντας το ποιητικό χάρισμα του δημιουργού τους, οι στίχοι γίνονται  αινιγματικοί, γριφώδεις και παιγνιώδεις. Από το ποίημα – ποταμό, περνάμε στα σύντομα ποιήματα, τα επίσης γεμάτα υπαινιγμούς, αλληγορία, αλλά και πικρό χιούμορ, ακόμη και με ιδιότυπο ρυθμό και ομοιοκαταληξία. Τα ποιήματα αυτά είναι αφιερωμένα στην Κωνσταντινούπολη και την Άλωση, αλλά κατ’ επέκτασιν αφορούν  στην ίδια την Ελλάδα, της οποίας τα σύνορα φτάνουν μέχρι το «Παραλίμνι», που δεν είναι άλλο από την ελεύθερη περιοχή της Αμμοχώστου. «Τρικυμία του κόσμου, Ρωμιοσύνη, / αξόδευτη στιγμή / πέλαγο ανεξίτηλο σε πίνει // Θα έρθουν οι χρησμοί;» αναρωτιέται ο Πολενάκης.

Το ποίημα «Η μπαλλάντα των τριών μαρτύρων» μάλιστα, αναφέρεται σε, και τιμά μια εμβληματική προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης και της  Ανεξαρτησίας, τον στρατηγό Μακρυγιάννη: χωρίς περιττά ψιμύθια και μεγαλοστομίες, τον μετατρέπει σε οικείο πρόσωπο και άνθρωπο «της διπλανής πόρτας», καθώς ο ποιητής τον «θυμάται».

Παρόμοια θεματολογία, πιο «εξειδικευμένη», (σύντομα, ευφυή ποιήματα, μερικά σαν ανέκδοτα, αφιερωμένα ως επί το πλείστον σε πρόσωπα και τοποθεσίες της αρχαιότητας), συναντούμε και στην τρίτη ενότητα, πάλι με τον τίτλο «Ετερόστιχα και Αυτοπαθή» (αυτή τη φορά με πεζά γράμματα). Σ’ αυτήν, «Το ποίημα είναι εκεί», επιβεβαιώνει του… ύφους της γραφής το αληθές: «Το ποίημα είναι εκεί. / Ο ποιητής το βλέπει, / πάει να το στολίσει. // Στο ποίημα δεν αρέσουν / τα στολίδια. Φεύγει, / μένουν τα στολίδια. // Τα βλέπουμε / νομίζουμε // πως είναι αυτά το ποίημα».

Ακολουθούν τα πιο πρόσφατα ποιήματα του Λέανδρου Πολενάκη, εκείνα της περιόδου 1995-2005, στα οποία η θεματική του ποιητή κινείται σε πιο προσωπικό επίπεδο. Εδώ, η αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα, η Σίφνος, ταυτίζεται με τον ίδιο του τον  εαυτό, κι εκείνος πάλι με την γενιά του, την θρυλική γενιά του ’68, ενώ έξω από όλη την πολιτικοποίηση της γραφής του βρίσκεται μόνον ο έρωτας.

Στο πρώτο ποίημα, το «Ακίς», περίφροντις ο ποιητής εξηγεί στον αναγνώστη ότι το συγκεκριμένο όνομα (Ακίς) αποτελεί την παλιά ονομασία ενός νησιού των Δυτικών Κυκλάδων, υπονοώντας τη Σίφνο, όπως μας εξομολογήθηκε ο ίδιος. Και κυρίαρχα συναισθήματα που αυτό το ποίημα αποτυπώνει στο χαρτί είναι η θλίψη και ο πόνος, για την μοίρα που η ζωή επιφύλαξε στην γενιά του ’68: εδώ ανήκει το εμβληματικό απόσπασμα, που επιλέχθηκε για να προβληθεί και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Γενιά μου

πεταμένη

ανάμεσα

σε σκεύη αστραφτερά,

γενιά μου

χάλκινο τραγούδι,

τίποτα δε μένει,

θάλασσα

ουρανός

και σύρματα

και το μεγάλο

κυκλοθυμικό

φεγγάρι

των φονιάδων»

 

Μάλιστα σ’ έναν ουσιαστικό διακειμενικό διάλογο τόσο με την «Ελένη» του Ευριπίδη όσο και με την «Ελένη» του Σεφέρη, ο Πολενάκης συνεχίζει: «Πλασμένη / με πηλό / θολή γυναίκα / σώμα του πηλού / στα δόντια, / κύλησαν / οι φίλοι / αλλού. // Πίσω  απ’ το ξένο φως / το φως, / πίσω απ’ την ξένη αχτή / τα μάτια / Ελένη, / ανοίχτηκαν γυμνοί». Αυτή η αναφορά στην Ελένη, άμεση ή έμμεση, είναι συνεχής μέσα στο ποίημα – και σε μας δεν απομένει παρά να προσθέσουμε, «τίποτα δεν μένει» λοιπόν, όλοι οι αγώνες «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».

Το μόνο μη πολιτικοποιημένο ποίημα του Λέανδρου Πολενάκη, είναι το ερωτικό «Επί των υδάτων», όπου οι πολλές Ελένες γίνονται μία, που δεσπόζει με την απουσία της, και όπου κυριαρχεί το έντονο συναίσθημα και ο λυρισμός. Ακολουθεί το εύστροφο μικρό ποίημα «Τα χαρτιά του Θεού», όπως και πολλά εξίσου εύστροφα και σύντομα σατιρικά στιχάκια υπό τον τίτλο «Παραλυπόμενα». Γεμάτες φαντασία εικόνες τα συνοδεύουν – «Όταν ξεκρέμασαν / το σύννεφο / από το καρφί / έγινε παλτό / και τρέχει» μας γράφει λόγου χάρη ο ποιητής σ’ ένα μικρό ποίημα-παράδειγμα στα «Παραλυπόμενα», ενώ λίγο νωρίτερα, στο «Επί των υδάτων», διαβάζουμε: «Βρήκε καρφί στην πόρτα της, ασήμι το φεγγάρι. // Μαλαματένιο το καρφί, / έσπασε το φεγγάρι», στα πλαίσια μιας πλούσιας εικονοποιίας, η οποία συναντάται άφθονη σε ολόκληρο το βιβλίο.

Ο ποιητικός κύκλος της συλλογής ολοκληρώνεται με το αντικαπιταλιστικό θα λέγαμε εμείς ποίημα «Κύριε με το κρυστάλλινο τασάκι», το οποίο, με μια λεπτή ειρωνεία, μας παραπέμπει ξανά στο οργισμένο «Πολιτεία και κατακόμβη».

«Όταν Πολύφημοι / βοσκοί / ξεχνιούνται / αργά το δειλινό / ρεμβάζοντας / μες στα ρουμάνια // Κάνουν τσιγάρο, / αφήνουνε γιγάντιες γόπες // Να πώς ξεσπούν οι πυρκαγιές / κι απλώνονται στη χώρα / Εσείς, / προσέξτε // Μην πέσει στάχτη στο χαλί / σταγόνα / στο ακριβό σας χιόνι.», γράφει ο Πολενάκης.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε, ότι πάλι ολόκληρο το βιβλίο κοσμείται από σχέδια του ίδιου του πολυτάλαντου ποιητή, ένα μπροστά από κάθε μια ενότητα.

Και θα ολοκληρώσουμε την κριτική μας προσέγγιση στην συγκεντρωτική ποιητική συλλογή του Λέανδρου Πολενάκη, με μια ακόμη αποστροφή του για την Ελλάδα, από τον διακειμενικό διάλογο που πραγματοποιεί το ποίημα «Ακίς». Ο ποιητής απευθύνεται για μια ακόμη φορά στην Ελένη, και η αποστροφή, όπως πιστεύουμε, είναι τραγικά επίκαιρη:

«Το αμίλητο καράβι που ήσουν: οι νεκροί μου

δεν έχουν πέλαγο, ούτε δικαιοσύνη.

Πέτρες, τσουκνίδες, όνειρα η φυλή μου,

φυλάει το ασύνορο ποτάμι και δεν πίνει»…

 

 

 

 

Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.