Ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ γεννήθηκε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας τo 1904 όπου ανατράφηκε σε φτωχική οικογένεια. Εγκατέλειψε το σχολείο το 1916. Μέχρι το 1924 παρακολούθησε βραδινά μαθήματα στο Ρότερνταμ, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και Εφαρμοσμένων Επιστημών, που σήμερα ονομάζεται τιμητικά Ακαδημία Willem de Kooning. Το 1926 ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν λαθρεπιβάτης στο «Shelley», ένα βρετανικό φορτηγό πλοίο με προορισμό την Αργεντινή και έφθασε στο Newport News της Βιρτζίνια. Αρχικά σκόπευε να γίνει εικονογράφος περιοδικών. Ξεκίνησε όμως να βάφει σπίτια, να κάνει ξυλουργική και άλλες εμπορικές δουλειές για βιοπορισμό. Το 1927 μετακόμισε στο Μανχάταν. Άρχισε να ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του και το 1928 εντάχθηκε στην «αποικία τέχνης» του Woodstock της Νέας Υόρκης. Γνώρισε επίσης μερικούς από τους μοντερνιστές καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνταν τότε στο Μανχάταν. Ανάμεσά τους ήταν ο Αμερικανός Στιούαρτ Ντέιβις, ο Αρμένιος Αρσίλ Γκόρκι και ο Ρώσος Τζον Γκράχαμ, που τους αποκαλούσε «Τρεις Σωματοφύλακες». Τα μεγάλα πινέλα και τα ρευστά χρώματα που ήταν τα εργαλεία του επαγγέλματος όταν έβαφε σπίτια ο Ντε Κούνινγκ θα συνέχιζε να τα χρησιμοποιεί σε όλη την καλλιτεχνική του καριέρα. Τα διπλά θεμέλια της τεχνικής του –σχέδιο και δεξιοτεχνία– αποτελούν το υπόβαθρο όλων των έργων του, ακόμη και της πιο αφηρημένης ζωγραφικής του που απαυγάζει αυθορμητισμό και εκφραστική, πολυσήμαντη άνεση.
Κατοικώντας στο Νιου Τζέρζι την χρυσή εποχή της τζαζ, εμπνεύστηκε άμεσα από το μουσικό αυτό κίνημα μέχρι και το 1929. Η εκθεσιακή Νέα Υόρκη τον έφερε επίσης σε επαφή με το έργο του κορυφαίου «φωβιστή» Ανρί Ματίς, ενώ συνεργάστηκε με τον «μετακυβιστή» Φερνάν Λεζέ. Ο Ντε Κούνινγκ εντάχθηκε στην Ένωση Καλλιτεχνών το 1934 και ένα σκίτσο τουεκτέθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, στην πρώτη του ομαδική έκθεση για τους ορίζοντες της νέας αμερικανικής τέχνης. Του ανατέθηκε επίσης ένα τμήμα της τοιχογραφίας «Medicine for the Hall of Pharmacy» στην Παγκόσμια Έκθεση του 1939 στη Νέα Υόρκη, η οποία τράβηξε την προσοχή των κριτικών καθώς οι εικόνες του ήταν τόσο νέες και διαφορετικές από τον αμερικανικό ρεαλισμό. Εκείνη την εποχή το έργο του Ντε Κούνινγκ επηρεάστηκε έντονα από τις υπερρεαλιστικές εικόνες του Αρσίλ Γκόρκι, ενώ τον γοητεύτηκε και από έργα του Πικάσο. Αυτό το κλίμα άλλαξε μόνο όταν ο Ντε Κούνινγκ γνώρισε τον νεότερο ζωγράφο Φραντζ Κλάιν, ο οποίος επίσης δούλευε με το παραστατικό στυλ του αμερικανικού ρεαλισμού και με μονόχρωμες καλλιγραφικές εικόνες. Ο Ντε Κούνινγκ αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Το στυλ του επηρέασε έντονα την τέχνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για το πώς να φτιάξω έναν καλό πίνακα», έλεγε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Ντε Κούνινγκ μαζί με άλλους σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως ο Τζάκσον Πόλοκ, αγωνίστηκε για να απελευθερωθεί από τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής, όπως ο μετακυβισμός ή ο υπάρχων σουρεαλισμός. Αυτό το κίνημα ονομάστηκε αργότερα αφηρημένος εξπρεσιονισμός ή Σχολή της Νέας Υόρκης. Ουσιαστικά μεταξύ του 1948 και του 1953, ο Ντε Κούνινγκ καταπολεμώντας την προσήλωση σε κάθε δεδομένη ορθοδοξία, συνέχισε να εξερευνά νέες μεθόδους. «Πρέπει να αλλάξεις για να παραμείνεις ο ίδιος», έλεγε συχνά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 άρχισε να εκδηλώνει ενδιαφέρον για πιο αφηρημένες αποτυπώσεις. Ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ επισκέφθηκε την Ιταλία το 1959. Κατέφθασε στη Ρώμη ως ένας «μεγάλος Αμερικανός ζωγράφος», του οποίου η παγκόσμια φήμη, το κύρος και επιρροή βρισκόταν τότε στο απόγειό της. Ο Ντε Κούνινγκ μετά από μια sold-out έκθεση που είχε αποσπάσει τις καλύτερες κριτικές νωρίτερα εκείνη τη χρονιά στην γκαλερί Sidney Janis στη Νέα Υόρκη παρουσίασε την έκθεση, που είχε τίτλο «Abstract Parkway Landscapes». Εκτέθηκαν τα αφηρημένα τοπία του, ομολογουμένως υπέροχες συνθέσεις με έντονα χρώματα, που ήταν εμπνευσμένα από τα ταξίδια με το αυτοκίνητό του από το Μανχάταν στο Λονγκ Άιλαντ. Δέκα χρόνια αργότερα ο Ντε Κούνινγκ επισκέφθηκε ξανά την Ιταλία και η παραμονή του εκεί χαρακτηρίστηκε από ένα ολοκληρωμένο πείραμα της προσέγγισης του με την γλυπτική τέχνη. Αρχικά προσκεκλημένος στο Φεστιβάλ των δύο Κόσμων στο Spoleto στην Ούμπρια, διέμεινε εκεί, αλλά ταξίδευε τακτικά στη Ρώμη. Εκεί συναντήθηκε με τον Χερτζ Εμάνουελ, έναν γλύπτη που είχε γνωρίσει την δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ. Ο Εμάνουελ διατηρούσε εργαστήριο στη Ρώμη για γλυπτικά προπλάσματα και εγκαταστάσεις για χάλκινα γλυπτά, έτσι ο Ντε Κούνινγκ ξεκίνησε τις πρώτες του δοκιμές στον πηλό. Τα ανθρωπόμορφα σχήματα που έπλασε αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που αναπαριστούσε το ανθρώπινο σώμα όταν ζωγράφιζε. Ο Ντε Κούνινγκ, έχοντας δει πρωτοποριακές θεατρικές παραστάσεις, προσπαθούσε να σπάσει το φράγμα μεταξύ τέχνης και ζωής και το σώμα ήταν το κύριο όργανο για να το επιτύχει. Στη Ρώμη έφτιαξε μια σειρά έργων που ονομάζονται «Romes», αυστηρές ασπρόμαυρες φόρμες που συνδέονταν με «το καλλιτεχνικό κέφι» των Ιταλών καλλιτεχνών.
Ο Ντε Κούνινγκ γνωρίστηκε με την σύζυγό του Ιλέιν Φριντ, 14 χρόνια μικρότερη του, στο Αμερικανικό Σχολείο Καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Έτσι επρόκειτο να ξεκινήσει μια διά βίου συνεργασία επηρεασμένη από τον αλκοολισμό, τις εξωσυζυγικές σχέσεις, τους χωρισμούς και την επανένωση του διαβόητου ζεύγους το 1976. Η βιογράφος Λι Χολ, υποστηρίζει ότι η τέχνη του «μάρκετινγκ» έδωσε τη δυνατότητα στους αφηρημένους πίνακες του Ντε Κούνινγκ να πουληθούν για εκατομμύρια δολάρια, όπως το «Interchange», ο εντυπωσιακός, εξπρεσιονιστικός πίνακας του. Μετακόμισε το 1962 στο East Hampton όπου πέθανε από Αλτσχαίμερ το 1997.
To 2024 η Gallerie dell’ Accademia di Venezia διοργάνωσε μια σημαντική έκθεση αφιερωμένη στον Ντε Κούνινγκ αναδεικνύοντας την πρωτότυπη και λίαν επιδραστική δημιουργία του. Η σωματική εργασία και οι αμέτρητες αναθεωρήσεις ήταν σταθερά αναπτυγμένες και επαναλαμβανόμενες στο έργο του, το οποίο κυμαινόταν από την αφαίρεση έως την εικονογράφηση. Η γυναικεία φιγούρα υπήρξε επίκεντρο έμπνευσης και ιδιαίτερα γόνιμο, διαχρονικό θέμα του.
(Βλ. The Metropolitan Museum of Art, ed. By Kathleen Howard, New York, 1983)
Κώστας Ευαγγελάτος. Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.




