You are currently viewing Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Σταύρος Χριστοδούλου, Έξι λεπτά ακόμα — Εκδόσεις Καστανιώτη

Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη: Σταύρος Χριστοδούλου, Έξι λεπτά ακόμα — Εκδόσεις Καστανιώτη

«Αν μιλούσε η σιωπή, αν φυσούσε, αν ξέσπαγε, θα ξερίζωνε όλα τα δέντρα του κόσμου», γράφει ο Βρεττάκος, κι από αυτόν τον ψίθυρο που απειλεί να γίνει θύελλα αρχίζει να ανοίγει το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου Έξι λεπτά ακόμα. Σαν να σηκώνεται μια κουρτίνα αργά, να φανερώνει μια γυναίκα μόνη μπροστά στο πορτρέτο της, μια σκιά που επιστρέφει για να μετρήσει το βάρος της ζωής της λίγο πριν εξαφανιστεί. Η Μαρία Σαντά, μια ηθοποιός που έζησε ανάμεσα στο όνειρο και στην απόσυρση, ρίχνει το τελευταίο της βλέμμα στη νεανική της μορφή και αρχίζει να μιλά, όχι δυνατά, μα προς τα μέσα, εκεί όπου οι ρόλοι δεν έχουν πια μανδύες και οι φωτισμοί πέφτουν κάθετα, ανελέητα.

Σ’ αυτά τα έξι λεπτά η μνήμη της γίνεται ένα άγριο, φωτεινό ποτάμι. Επιστρέφουν πρόσωπα που πια δεν υπάρχουν. Ο πατέρας που όριζε τα όρια του σπιτιού σαν να ήταν τα σύνορα ενός μικρού βασιλείου. Η μητέρα που έσβηνε αθόρυβα, διδάσκοντας τη γλυκύτητα ως τρόπο υποχώρησης. Η θεία που της άνοιξε μια χαραμάδα προς τον μύθο, που κατάλαβε το ταλέντο της αλλά της υπενθύμιζε πως από εκεί περνά και η πτώση. Και έπειτα οι αντρικές φιγούρες που της έταξαν καταφύγια, αλλά δεν μπόρεσαν να σηκώσουν το βάρος της επιθυμίας της για φως. Η Μαρία δεν γεννήθηκε για σταθερότητες. Ήταν πλασμένη για τη σπατάλη του πάθους, για εκείνη τη ριψοκίνδυνη λάμψη που μπορεί να καεί σε μια στιγμή. Η δεκαετία του ’50 απλώνεται στο μυθιστόρημα σαν φιλμ θαμπό από τη σκόνη του χρόνου. Μια Ελλάδα που παλεύει να σταθεί, μια κοινωνία που αγαπά τα πρόσωπα όσο αυτά λάμπουν και τα ξεχνά μόλις μετακινηθούν λίγο έξω από τη σκηνή. Η Τσινετσιτά μοιάζει μακρινή όαση, υπόσχεση διαφυγής από τη μιζέρια και τη σιωπή. Κι ωστόσο, η πραγματικότητα της Μαρίας υπήρξε ένα συνεχές πέρασμα από την προσδοκία στη διάψευση. Έμαθε από μικρή πως οι γυναίκες καλούνται συχνά να παίξουν ρόλους που δεν διάλεξαν, ενώ η δική της λαχτάρα ήταν πάντα να γράψει τον δικό της.

Η Πινακοθήκη, όπου η ηρωίδα καταλήγει, δεν είναι απλά ο τελευταίος σταθμός της. Είναι ένας τόπος κρίσης, ένας καθρέφτης που δεν κάνει εκπτώσεις. Κάτω από την αυστηρή του σιωπή, η Μαρία βλέπει όχι μόνο αυτό που υπήρξε, αλλά κι εκείνο που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει. Ο Χριστοδούλου υφαίνει αυτή τη διαδρομή με λόγο τρυφερό και διαυγή, κινηματογραφικό σχεδόν, αναδεικνύοντας την εύθραυστη λάμψη μιας γυναίκας που αρνήθηκε να ζήσει χωρίς όνειρο, ακόμα κι όταν το όνειρο άρχισε να τη φθείρει.

Και τότε, μέσα σε αυτά τα έξι λεπτά, η ζωή της ξαναγράφεται. Κάθε πρόσωπο επανέρχεται σαν σκιά, κάθε εικόνα σαν σπίθα. Η Μαρία καταλύει τον μύθο της και τον ξαναχτίζει, αναμετριέται με τον χρόνο, με την παρεξήγηση της ύπαρξης, με εκείνο το λεπτό νήμα που ενώνει το «υπήρξα» με το «θα ήθελα να υπάρξω». Και το μυθιστόρημα, αντί να απαντήσει, αφήνει το κενό να φωτιστεί. Το κενό της ζωής που δεν χωράει στο θέατρο, μα ζητά να

 

ακουστεί. Το Έξι λεπτά ακόμα είναι ένα βιβλίο που δεν φωνάζει αλλά ανασαίνει. Υψώνει για μια στιγμή το πέπλο πάνω από τις αφανείς ζωές και δείχνει πως καμία ύπαρξη δεν είναι πραγματικά «θαμπή».

Η λογοτεχνία γίνεται ο τόπος όπου η σιωπή σηκώνεται από το πάτωμα και αποκτά σώμα και εκεί, μέσα σε έναν αναστεναγμό, η Μαρία Σαντά ξαναβρίσκει τη σκηνή της. Έστω για έξι λεπτά. Ερωτήματα γεννιούνται από αυτό το βιβλίο προς τα έσω μας, και προκαλούν συζήτηση και προβληματισμό. Τι νόημα έχει μια θαμπή ζωή που επισκιάζεται από έναν ανάξιο θάνατο; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η μοναξιά μιας γυναίκας όταν η δόξα γίνεται παρελθόν; Ποιο είναι το τίμημα της επιθυμίας να ζεις σαν ήρωας ακόμα και στις πιο προσωπικές στιγμές σου; Ποιοι ρόλοι μας κρατούν δέσμιους και ποιοι μας απελευθερώνουν; Τι σημαίνει να ζεις με πάθος και δημιουργική αυθαιρεσία, ακόμα και όταν κανείς δεν παρατηρεί την ύπαρξή σου;  Καλοτάξιδο Σταύρο Χριστοδούλου!

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.