Το πρόσφατο έργο της Λίλιας Τσούβα, Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ, αποτελεί μια σημαντική μελέτη για τη σύγχρονη φιλολογική έρευνα και τη διαπολιτισμική πρόσληψη της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Με τον συνδυασμό επιστημονικής τεκμηρίωσης και λογοτεχνικής ευαισθησίας η συγγραφέας-ερευνήτρια προσεγγίζει το αρχαιότερο σωζόμενο ευρωπαϊκό έπος, Μπέογουλφ ως ζωντανό οργανισμό πολιτισμού, ως έναν καθρέφτη μέσα στον οποίο καθρεφτίζονται οι ρίζες της Δύσης.
Η συγγραφέας, με σπουδές στη Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία (ΑΠΘ) και μεταπτυχιακό στη Δημιουργική Γραφή (ΕΑΠ), έχει αποδείξει την ικανότητά της να συνδυάζει τη θεωρία με τη λογοτεχνία. Το νέο της πόνημα, καρπός ενδελεχούς έρευνας, ανατέμνει τη γένεση, τη δομή και το αξιακό υπόβαθρο του αγγλοσαξονικού έπους Μπέογουλφ (6ος–7ος αι. μ.Χ.), του μοναδικού σωζόμενου σε χειρόγραφο του 1010 μ.Χ. Στο επίκεντρο της μελέτης της δεν βρίσκεται μόνο ο ήρωας και οι περιπέτειές του, αλλά ολόκληρος ο πολιτισμικός κόσμος που τον γέννησε, ένας κόσμος μεταβατικός, στα όρια μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού, στην αυγή του μεσαιωνικού Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ο τίτλος Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ είναι συμβολικός. Όπως το καλειδοσκόπιο συνθέτει πολλά θραύσματα φωτός σε ένα δυναμικό, μεταβαλλόμενο μοτίβο, έτσι και η Λίλια Τσούβα χρησιμοποιεί ποικίλα επιστημονικά πεδία, ιστορία, εθνολογία, λαογραφία, φιλολογία, κοινωνιολογία, για να φωτίσει από διαφορετικές πλευρές το ίδιο αντικείμενο. Το αποτέλεσμα είναι όπως υπογραμμίζει η Ισιδώρα Μάλαμα στο frear, «μια πολυαισθητηριακή, πλουραλιστική αναγνωστική εμπειρία: το έπος δεν προσεγγίζεται ως ‘μουσειακό’ κείμενο, αλλά ως ζωντανό, σώμα λόγου που αναπνέει, που συνομιλεί με την εποχή του και τη δική μας».
Η συγγραφέας επιδιώκει, όπως δηλώνει η ίδια σε συνέντευξή της, «να συζευχθούν ιστορία, λογοτεχνία και επιστήμη», στόχος που επιτυγχάνεται με αξιοθαύμαστη ισορροπία. Οι επιστημονικές πηγές είναι έγκυρες και προσεκτικά τεκμηριωμένες, όμως η γλώσσα διατηρεί το λογοτεχνικό της ύφος
και τον ρυθμό της. Έτσι, εμείς οι αναγνώστες έχουμε την αίσθηση ότι μετέχουμε ταυτόχρονα σε μια φιλολογική έρευνα αλλά και σε μια λογοτεχνική αφηγηματική διαδρομή.
Στο βιβλίο η συγγραφέας αποκαθιστά την ιστορική και πολιτισμική αξία του πρώιμου μεσαίωνα (5ος–10ος αιώνας), που χαρακτηρίστηκε ως σκοτεινή περίοδος. Ωστόσο, για τη Λίλια Τσούβα αυτή η εποχή αποτελεί «έναστρο ουρανό», μια εποχή ζυμώσεων, οσμώσεων και δημιουργίας. Τότε είναι που γεννιέται το Μπέογουλφ το έργο που συνοψίζει την αγωνία ενός κόσμου να ορίσει την ταυτότητά του.
Στο βιβλίο ανιχνεύονται οι ιστορικές διεργασίες που οδήγησαν στη σύνθεση του έπους: οι μετακινήσεις των γερμανικών φύλων, η διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η ανάπτυξη της ναυτιλίας, οι πολιτικές ανακατατάξεις και, κυρίως, η συνύπαρξη παγανισμού και χριστιανισμού. Αυτό το κράμα, γεννά έναν κόσμο αντιθέσεων αλλά και συμβιβασμών. Έναν κόσμο όπου ο Όντιν συναντά τον Χριστό, και όπου οι παλιοί ήρωες μεταμορφώνονται σε χριστιανούς ιππότες. Το Μπέογουλφ είναι παιδί αυτής της μετάβασης.
Κεντρική στο έργο είναι η ανάλυση της μορφής του Μπέογουλφ, του ήρωα που, με τη γενναιότητα και την αυταπάρνησή του, γίνεται αρχέτυπο του δυτικού ηρωισμού. Για την συγγραφέα, ο Μπέογουλφ δεν είναι απλώς ένας πολεμιστής που σκοτώνει τέρατα. Είναι ο άνθρωπος που αντιπαλεύει το χάος, το κακό, την ίδια τη φθαρτότητα. Είτε ως νεαρός εκδικητής του Γκρέντελ είτε ως ώριμος βασιλιάς που θυσιάζεται πολεμώντας τον δράκο, ο Μπέογουλφ ενσαρκώνει την αρετή της αυτοθυσίας, την ευγένεια, την τιμιότητα και τη συναίσθηση του καθήκοντος.
Σύμφωνα με την Λίλια Τσούβα οι ήρωες, λειτουργούν εξισορροπητικά μέσα στον αμοραλισμό της σύγχρονης εποχής. Μας προσφέρουν πρότυπα ηθικής, ανθρωπιάς και ευθύνης. Έτσι, μέσα από τον Μπέογουλφ, δεν ανασυντίθεται μόνο μια εποχή, αλλά επανέρχεται στο προσκήνιο το αίτημα για ήθος και πίστη σε ιδανικά που ξεπερνούν τον ατομισμό και τη ματαιοδοξία.
Η συγγραφέας οργανώνει το υλικό της με αυστηρότητα, συμπεριλαμβάνοντας στο βιβλίο πολυτροπικά στοιχεία: χάρτες, εικόνες, υποσημειώσεις, αναπαραστάσεις μνημείων. Αυτή η εικονοποιία δεν αποτελεί απλώς αισθητικό στολίδι, αλλά λειτουργικό εργαλείο κατανόησης. Παράλληλα, η χρήση δύο σημαντικών μεταφράσεων του έπους, προσφέρει ένα διπλό πρίσμα ανάγνωσης: από τη μια, την ποιητική ρυθμικότητα και τον λυρισμό και από την άλλη, τη νηφάλια πεζή αποτύπωση και την ερμηνευτική καθαρότητα. Η Τσούβα αξιοποιεί και τα δύο επίπεδα για να αναδείξει τη γλωσσική δύναμη του κειμένου και τη φιλοσοφική του διάσταση.
Ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι το Μπέογουλφ αποτελεί θεμέλιο λίθο του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, αντίστοιχο με την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» για την ελληνική παράδοση. Αν και ο ποιητής του Μπέογουλφ δεν γνώριζε τον Όμηρο, το έργο του συνδέεται έμμεσα με την ομηρική παράδοση μέσω της «Αινειάδας» του Βιργιλίου. Η επική γραμμή περνά από τον αρχαίο κόσμο στη ρωμαϊκή λογοτεχνία και από εκεί στην αγγλοσαξονική, δημιουργώντας ένα νήμα συνέχειας που ενοποιεί την ευρωπαϊκή πολιτισμική κληρονομιά.
Από την άλλη, η σύγκριση με τον «Διγενή Ακρίτα», όπως παρατηρούν οι κριτικοί, αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύστοχη. Και τα δύο έπη τοποθετούνται σε στιγμές γέννησης ενός νέου κόσμου: το ένα στην Ανατολή, το άλλο στη Δύση. Και στα δύο, ο ήρωας μάχεται ενάντια στο χάος, αναμετριέται με τη μοίρα, και τελικά αναγνωρίζει το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως, ενώ ο Μπέογουλφ εκφράζει την τραγικότητα της μοίρας, ο Διγενής αποπνέει μια ερωτική, σχεδόν διονυσιακή υπέρβαση του θανάτου. Η Λίλια Τσούβα χρησιμοποιεί τέτοιες αντιπαραβολές για να δείξει ότι τα έπη της Ευρώπης, αν και γεωγραφικά απομακρυσμένα, συνομιλούν στο ίδιο αξιακό επίπεδο.
Πέρα από την ιστορική και φιλολογική του σημασία, το Μπέογουλφ για τη συγγραφέα, είναι ένα ηθικό υπόδειγμα. Ο ήρωας, «τεράστιος αλλά θνητός, παντοδύναμος αλλά εφήμερος», γίνεται σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας. Μέσα από αυτόν, η συγγραφέας και κατ’ επέκταση οι αναγνώστες, στοχαζόμαστε πάνω στη ματαιότητα, στη φθορά, αλλά και στη δυνατότητα του ανθρώπου να υπερβεί τη φθαρτότητά του μέσω της πράξης, της αρετής και της προσφοράς.
Η ίδια σημειώνει ότι «όλοι οι άνθρωποι, σε όλες τις εποχές, είναι ίδιοι· αυτό που αλλάζει είναι οι συνθήκες». Το μόνο που απομένει, τελικά, είναι μια «παρένθεση» ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο – και ίσως ένα ίχνος μνήμης, ένα λήμμα σε μια εγκυκλοπαίδεια. Το Μπέογουλφ, επομένως, γίνεται μάθημα αντιματαιοδοξίας, υπενθύμιση της αξίας του να πράττεις το καλό ακόμη και χωρίς βεβαιότητα ανταμοιβής. Ο ηρωισμός του Μπέογουλφ δεν είναι μόνο πολεμικός· είναι υπαρξιακός.
Η Λίλια Τσούβα πιστεύει βαθιά στη δύναμη της λογοτεχνίας να ενώνει λαούς και να καλλιεργεί μια οικουμενική ταυτότητα. Το έπος, αν και γεννημένο στον μακρινό Βορρά, ανήκει σε όλους, γιατί μιλά για τα ίδια αιώνια ζητήματα: τη ζωή, τον θάνατο, την τιμή, την πίστη, τη μοίρα.
Επί πλέον, η επική παράδοση μεταμορφώνεται μέσα στον χρόνο. Η ηρωική αφήγηση συνεχίζει να ζει μέσα στη σύγχρονη λογοτεχνία, το ιστορικό μυθιστόρημα και, κυρίως, το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Ο Μπέογουλφ, μέσα από τους νεότερους απογόνους του, επιβιώνει στον κόσμο του Τόλκιν, των κινηματογραφικών sagas, των σύγχρονων αφηγηματικών κόσμων όπου το υπερφυσικό και το ηθικό συνυπάρχουν.
Συνολικά, η Λίλια Τσούβα, μέσα από το Καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ, επαναφέρει στο προσκήνιο ένα έπος που, αν και μακρινό στον χρόνο, εξακολουθεί να συνομιλεί με σύγχρονα υπαρξιακά ερωτήματα.
Ο Μπέογουλφ, μάχεται για να υπερασπιστεί το φως απέναντι στο σκοτάδι και η Λίλια Τσούβα υπερασπίζεται την αξία της μνήμης, της λογοτεχνίας και του ανθρωπισμού. Γιατί το βιβλίο της είναι ένα μάθημα πολιτισμού, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και μια πρόσκληση να ξαναδούμε τον κόσμο μέσα από το καλειδοσκόπιο της ιστορίας και της ποίησης.
