You are currently viewing Νίκος Χαρτοματσίδης: Παραμύθια για μια προτομή (1)

Νίκος Χαρτοματσίδης: Παραμύθια για μια προτομή (1)

(γραμμένο με την επιθυμία να αρέσει στον κ. Αλέξανδρο Δουμά)

 

Μετά από ώρες άσκοπου σουλάτσου  στους  δρόμους  της πόλης καταλήγω στην πλατεία της γειτονιάς μου. Άνθρωποι που κατέχουν υπεύθυνη θέση στην τοπική αυτοδιοίκηση την ονομάζουν πάρκο. Στη μία άκρη αυτής της πλατείας-πάρκου, κάποια από τις παλιότερες δημοτικές αρχές έχει στήσει ένα παραλληλεπίπεδο μάρμαρο που τόσο θυμίζει βάθρο για προτομή. Μόνο που η προτομή λείπει. Δεν έχω ξεκαθαρίσει αν την έχουν απομακρύνει οι άνεμοι της ιστορίας ή την έχουν κλέψει λαθρέμποροι μπρούντζου. Ποιος ξέρει;  Μπορεί απλά να είναι ξεχασμένη σε κάποια αποθήκη του δήμου και να περιμένει την ώρα της.  Στην πρόσοψη  αυτού του βάθρου, όποια  πλευρά του μπορεί να θεωρηθεί πρόσοψη, δεν υπάρχει σκαλισμένο κάποιο όνομα ή κάποιο σημάδι  για να προσανατολιστεί η φαντασία των περαστικών για την ταυτότητα της προτομής που (θα) φιλοξενούσε.  Ανάλογα με την διάθεση αλλάζουν και οι δικές μου προτιμήσεις για τα αίτια εξαφάνισης της προτομής.  Η διάθεση αυτής της στιγμής επιλέγει τους άνεμους της ιστορίας.

Παίρνω από το περίπτερο ένα αναψυκτικό και με έναν πήδο κάθομαι  πάνω στο μαρμάρινο βάθρο αντικαθιστώντας την προτομή που απουσιάζει. Τα πόδια μου δεν φτάνουν στο έδαφος και με ευχαρίστηση τα κουνάω όσο απολαμβάνω το αναψυκτικό. Ξαφνικά δίπλα μου νιώθω την παρουσία κάποιου. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω. Γνωρίζω καλά ποιός με ακολούθησε δραπετεύοντας μαζί μου από την καθημερινότητα. Είναι το κάπως αλαφροΐσκιωτο κομμάτι του εαυτού μου.  Όλοι μας έχουμε τέτοια κομμάτια που προτιμούμε να τα αφήνουμε στο σπίτι. Με το δικό μου αυτό είναι αδύνατο. Έτσι και σήμερα  είναι δίπλα μου και όπως συνηθίζει σε κάθε  μας έξοδο με τσιγκλάει  για κουβέντα. Δεν λέει πολλά. Του αρέσει όμως να ακούει και να συμμετέχει στις εσωτερικές μας διαδικασίες συνήθως με μικρές φράσεις. Η συμμετοχή του αυτή ανάλογα με την διάθεση μου με κατευθύνει ή με αποδιοργανώνει.

-Πάμε στοίχημα πως δεν μπορείς να σκαρφιστείς κάποια ιστορία για αυτό το άδειο βάθρο στο οποίο θρονιάστηκες ή για οποιοδήποτε άδειο βάθρο.

-Ναι. Είναι κάπως δύσκολο να πει κανείς μια τέτοια ιστορία.- απαντάω στο περίεργο κομμάτι του εαυτού μου χωρίς να σταματήσω να κουνάω τα πόδια από ευχαρίστηση.

-Αν τα  καταφέρεις θα σου δώσω ένα κανονικό πενηντάευρο, αν όχι θα μου χρωστάς μια κάποια άλλη ιστορία που το θέμα της θα το διαλέξω πάλι εγώ. Βλέπεις πόσο καλός είμαι;

Παραβλέποντας το πρακτικό μέρος της αμοιβής έχω τον χρόνο και την διάθεση  να απαντήσω στην πρόκληση. Προσπαθώ να θυμηθώ  για ποιες από τις  προτομές που έχω συναντήσει  θα μπορούσα να σκαρώσω ιστορία για την εξαφάνισή της. Η πλειοψηφία τους με αφήνει αδιάφορο. Νομίζω όμως πως υπάρχει μία για την οποία αξίζει να προσπαθήσω. Το βάθρο της είναι χαμηλό στο ύψος αυτού που με φιλοξενεί. Είναι κάπως μακριά από εδώ, την έχω δει όμως αρκετές φορές στα Google maps . Είναι η προτομή του Ροβεσπιέρου στην ομώνυμη πλατεία-πάρκο στο Σεν Ντενί του Παρισιού.

Με έναν πήδο τα πόδια μου πατάνε στο έδαφος . Κοιτάζω γύρω μου. Βρίσκω στο χώμα ένα μικρό θραύσμα τούβλου και με κεραμιδί γράμματα γράφω πάνω στο μάρμαρο του βάθρου:

August Maximilian Robespierre

-Είσαι ζαβολιάρης.

Με αυτά τα λόγια υποδέχεται την επιγραφή το αλαφροΐσκιωτο μου κομμάτι.

-Δέχομαι όμως την πρόκληση αν και  η προτομή του Ροβεσπιέρου παραμένει στη θέση της στο Παρίσι…

– Και θα παραμείνει. Στην ιστορία μας θα πούμε πράγματα που δεν είναι απαραίτητο να έχουν συμβεί κιόλας

– Παραμύθι δηλαδή.

Στη φωνή του διακρίνω αποχρώσεις αμφιβολίας και βιαστικά συμπληρώνω

– Θα περιέχει όμως όλα τα ρεαλιστικά στοιχεία που να το κάνουν να μοιάζει πως η αφήγησή του έχει την κάλυψη της πραγματικότητας

– Ακόμα και όταν το παίζεις παραμυθάς παραμένεις ρεαλιστής.

Η περιφρόνηση στον τόνο του αλαφροΐσκιωτου κομματιού μου είναι πια εμφανής.

– Δεν θα πάω συνέχεια με τα νερά σου. Στο αφήγημα που εσύ ονόμασες παραμύθι δεν θα υπάρχουν νεράιδες. Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να είναι ξεμωραμένες και αντί για μα απλή εξαφάνιση της προτομής να προκαλέσουν την μεταμόρφωσή της σε κολοκύθα που θα φαγωθεί από τα πεινασμένα περιαστικά αγριογούρουνα

-Καλά! Προχώρα εσύ και βλέπουμε. Ακούς εκεί περιαστικά αγριογούρουνα!

 

 

Πρώτο Παραμύθι

Το μυστικό ημερολόγιο του Μαρσέλ Ζιροντά, διοικητή του αστυνομικού τμήματος του προαστίου Σεν Ντενί στο Παρίσι, η καθηγήτρια γαλλικής λογοτεχνίας του Λυκείου Paul Eluard Chaperon Rouge και μία εξαφανισμένη προτομή

Ο Διοικητής του Αστυνομικού τμήματος του Παρισινού προαστίου Σεν Ντενί  Μαρσέλ Ζιροντά έχει την συνήθεια να κρατάει ημερολόγιο. Ανεξάρτητα από την κούραση στο τέλος κάθε εργάσιμης μέρας καταγράφει με ευσυνειδησία τα συμβάντα της  σε ένα τετράδιο. Μαζεύει υλικό για τις ιστορίες που θα γράψει κάποια μέρα. Η φιλοδοξία του είναι όταν με το καλό βγει σε  σύνταξη να γίνει συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Φανταζόταν τα βιβλία του στα  σταντ  των εφημεριδοπωλών στους μεγάλους σιδηροδρομικούς σταθμούς της πόλης και να φέρουν όλα τους το συγγραφικό του ψευδώνυμο Λα Ραμέ  (La Ramée ο δεσμοφύλακας του δούκα του Beaufort στο μυθιστόρημα του Δουμά «Μετά είκοσι έτη»). Ως τη στιγμή εκείνη όμως έμεναν καμιά δεκαριά χρόνια σκληρής υπηρεσίας.

 

16η μέρα του Ιουνίου

Σήμερα από νωρίς όλα ξεκίνησαν στραβά. Πρωί πρωί εισέβαλε φουριόζα  στο γραφείο μου η καθηγήτρια που είχα στο Λύκειο Paul Eluard, είμαι γέννημα θρέμμα του Σεν Ντενί, η κυρία Chaperon Rouge (γαλλιστί Κοκκινοσκουφίτσα). Παρατσούκλι είναι, εμείς οι μαθητές της  το κολλήσαμε. Έμοιαζε με συνομήλική μας, την είχαμε δει όμως και σε διαδηλώσεις της CGT(Γενική Εργατική Συνομοσπονδία) να κυκλοφορεί με ένα κόκκινο αδιάβροχο σαν μπέρτα.  Κοντούλα και σε διαρκή κίνηση σαν την σταγόνα του υδράργυρου. Αυτό που έγραψα για τον  υδράργυρο δεν ξέρω αν στέκει. Όταν σε σήκωνε στον μαυροπίνακα όμως σε έσφαζε με το γάντι. Έτσι που στο τέλος της έλεγες και ευχαριστώ. «Μαρσέλ παιδί μου φαίνεται πως δεν έχεις διαβάσει τον Μπάρμπα Γκοριό και έχεις παπαγαλίσει ότι βλακεία διάβασες  στο βιβλίο της Γαλλικής Λογοτεχνίας».

Δεν είναι όμως ώρα για σχολικές αναμνήσεις. Λοιπόν συνοδεύοντας τις πρώτες μου γουλιές καφέ στο γραφείο εμφανίστηκε η Chaperon Rouge και με την γνωστή από το σχολείο φωνή άρχισε να μου τα ψέλνει.

-Μαρσέλ είμαι αγανακτισμένη. Τίποτα στην πόλη μας(εννοούσε τον Σεν Ντενί) δεν πάει σωστά. Είμαι ταραγμένη. Γνωρίζεις Μαρσέλ πως εδώ και τριάντα χρόνια κάθε πρωί κάνω τον μεγάλο μου περίπατο ξεκινώντας από τη στάση του τραμ στη γέφυρα του Σεν Ντενί και καταλήγω στο σχολείο μας. Πάντα κάνω μία στάση μπροστά στο θέατρο του Filippe Gerard, κοιτάζω ανατολικά για να αντικρύσω την προτομή του Ροβεσπιέρου στο βάθος, σαν άσπρο κόμμα, το σημείο στίξης Μαρσέλ. Το ξέρω πως δεν την έχεις προσέξει Μαρσέλ. Μόνο που σήμερα η προτομή έλειπε. Διέσχισα κάπως απρόσεχτα την Jules Guesde και πλησίασα το πάρκο. Η προτομή λείπει Μαρσέλ. Την απήγαγαν. Άφησαν μόνο το βάθρο της. Πρέπει να κάνεις κάτι!

Ήταν πραγματικά ταραγμένη. Το κυπελάκι με το νερό που της έδωσε ο αξιωματικός υπηρεσίας έτρεμε στο χέρι της και ήδη είχε πιτσιλίσει το πάτωμα και το παντελόνι μου. Για να την καθησυχάσω της υποσχέθηκα πως τον αλήτη που διέπραξε αυτό το έγκλημα θα τον έχωνα στα μπουντρούμια στο νησί Ιφ (το νησί στο οποίο φυλακίστηκε ο κόμης Μόντε Κρίστο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Δουμά).

-Δεν υπάρχει νήσος Ιφ Μαρσέλ – απάντησε από δασκαλίστικη συνήθεια μα από τον τόνο της φωνής της κατάλαβα πως τα λόγια μου  κάπως την καθησύχασαν.

Ενθουσιασμένος πως δεν θα περάσω τη μέρα μου στο τμήμα όρμησα στο κυνήγι του ιερόσυλου. Νομίζω πως αυτό το «ιερόσυλο» είναι κάπως υπερβολικό. Όσο για την νήσο Ιφ, πάντα υπάρχει ένα τέτοιο νησί. Αρχίσαμε με επιτόπια έρευνα. Δεν είχα προσέξει πως το βάθρο της προτομής είναι τόσο χαμηλό. Σαν να ήθελαν να κρύψουν τον Ροβεσπιέρο από τα μάτια του κόσμου. Εγώ δεν τον  συμπαθώ αυτόν και την παρέα του από τα μαθητικά μου χρόνια. Και τώρα δεν συμπαθώ όλους αυτούς που φέρνουν ανακατωσούρα στον κόσμο με τις άδειες από νόημα ιδέες τους. Τα γνωστά Liberte Egalite. Αλλά δεν είναι η δουλειά μου αυτή. Η δουλειά μου είναι να τσακώσω αυτόν τον εγκληματία που μου αναστάτωσε την Chaperon Rouge.

Πέρασε ώρα μέχρι να βρούμε ποια από τις κάμερες ασφαλείας στην περιοχή της πλατείας είχε την καλύτερη κάλυψη της προτομής. Σε όλα τα καταστήματα οι ιδιοκτήτες και το προσωπικό μας υποδεχόταν με το δήθεν αθώο ύφος του «εγώ δεν έκανα τίποτα το επιλήψιμο» . Μα τα γουρλωμένα μάτια τους μου έλεγαν πως προσπαθούσαν να ανακαλέσουν στην μνήμη τους την τελευταία συνειδητή παράβαση του νόμου που διέπραξαν και αν αυτή θα τους οδηγούσε στη δικαιοσύνη. Επίσης σχεδόν ακουγόταν τα χτυπήματα από τις μπίλιες του αριθμητήριου. Υπολόγιζαν πόσο θα τους κοστίσει η σημερινή μου επίσκεψη. Τους  διαβεβαιώνω  τίποτα. Δεν πάμε καλά. Στην εποχή των υπολογιστών εγώ μιλάω για αριθμητήριο.

Τελικά βρήκαμε μία κάμερα που ήταν στημένη έτσι που να βλέπει το μουτρωμένο προφίλ του Ροβεσπιέρου και μία άλλη που έβλεπε την πλατεία. Ο εγκληματίας εμφανίστηκε στις οθόνες στη  1:30 το βράδυ. Πάρκαρε παράνομα ένα άσπρο φορτηγό με γερανό πλάι στην προτομή. Έδειχνε άνετος, ντυμένος με φούτερ με κουκούλα. Μέσα σε επτά λεπτά είχε αποσυναρμολογήσει  ή αποκολλήσει την προτομή, την είχε δέσει με σχοινιά και την απόθεσε απαλά στην καρότσα του φορτηγού. Επαγγελματίας. Σίγουρα λιθοξόος. Φίλε την πάτησες. Πόσοι λιθοξόοι νομίζεις πως έχετε μείνει στο Παρίσι. Με μια απλή ερώτηση στην  Google και όλοι σας θα βγείτε στη φόρα. Και η πινακίδα του φορτηγού σου φαίνετε πεντακάθαρα. Σε τσάκωσα.

Στην προσπάθεια να τιτλοφορήσω το έγκλημα αυτό μου έβγαιναν κάτι χαζά όπως «Ο απαγωγέας της προτομής του Ροβεσπιέρου». Τίτλος απόλυτα ταιριαστός για διήγημα κάποιου αριστερού χλεχλέ και όχι για μυθιστόρημα γραμμένο από τον  Λα Ραμέ.

Στείλαμε στα κεντρικά τον αριθμό της πινακίδας και η απάντηση ήρθε απρόσμενα γρήγορα. Το φορτηγό ήταν νοικιασμένο από κάποιον Αβραάμ Τασουστασίδη (Tasustasi στα τούρκικα=λιθοξόος) για 24 ώρες και παραδόθηκε πολύ πριν περάσει το εικοσιτετράωρο. Ο ενοικιαστής δήλωσε ότι διαμένει στο Παρίσι οδός Revolution 89. Πλήρωσε μετρητά. Τασουστασίδης λοιπόν…

Ο Μαρσέλ Ζιροντά σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το κρεμασμένο στον τοίχο  παλιό, από την εποχή της Δευτέρας Δημοκρατίας, ρολόι. Σε τρία λεπτά θα σήμαινε καμπανιστά  10:00 μμ. Ήταν καιρός να πάει σπίτι του. Ο Μαρσέλ έκλεισε  το τετράδιο και το ασφάλισε στο πρώτο συρτάρι του γραφείου του.

 

(συνεχίζεται)

 

Νίκος Χαρτοματσίδης

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.