You are currently viewing Χριστίνα Αργυροπούλου: Δημήτρη Γιαννόπουλου Ελεγείες, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2003, ISBN 900-426-294-7

Χριστίνα Αργυροπούλου: Δημήτρη Γιαννόπουλου Ελεγείες, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2003, ISBN 900-426-294-7

Τον Δημήτρη Γιαννόπουλο τον γνώρισα στο Λουξεμβούργο, όπου ήταν πρέσβης στην Ελληνική Πρεσβεία και είχα τους δύο γιους του μαθητές μου. Μετά το 1991 επέστρεψα στην Ελλάδα και χαθήκαμε. Φέτος ο Κωσταντίνος ο γιος του, όταν συναντηθήκαμε, μου χάρισε την ποιητική συλλογή του Ελεγείες[1]. Ο τίτλος μας προετοιμάζει για μια λυρική ποιητική συλλογή, που εδώ φαίνεται ως απολογισμός ζωής σε προπάτορες και ως κατάθεση μνήμης σε όσα αναγνώσματα ήταν σημαίνοντα για τον ποιητή ως σύμβολα, παλιά και μεταγενέστερα, με την πολιτισμική τους φόρτιση και τον δικό του προβληματισμό.

Η συλλογή συγκροτείται από δύο μέρη, το Α΄ μέρος με δεκατρία ποιήματα και το Β΄ με είκοσι, με ποικιλία στίχων και χωρίς στροφές. Τα ποιήματα του πρώτου μέρους εμπνέονται από ήρωες των ομηρικών επών και της μυθολογίας. Στο δεύτερο μέρος τα θέματα ποικίλλουν. Το ποίημα «Αχιλλέας», χωρίς στίξη εστιάζει στον διασυρμό του νεκρού Έκτορα στις λάσπες της Τρωάδας και στον θρήνο των γυναικών από τα τείχη της Τροίας: «το σώμα του πανέμορφου πολεμιστή/ έτσι να βλέπουν μέσα στα σκλήθρα και τ’ αγκάθια» από τον θριαμβευτή Αχιλλέα. Αναφέρεται, όμως, και στον κοντινό θάνατο του νικητή ως τραγική ειρωνεία, που θριαμβεύει ως «ανίκητος, αθάνατος/ ίσως και ημίθεος». Οπότε συνάγεται μέσα από τα πρόσωπα-σύμβολα η τραγικότητα της ανθρώπινης θνητότητας.

Στο ποίημα «Τρίτωνες» μέσα από ποιητικές εικόνες και αναζητήσεις αναρωτιέται που είναι «του Ποσειδώνα η τρίαινα» να κάνει εγερτήριο νέο, θέτοντας το θέμα της γλυκιάς ζωής και έμμεσα αναρωτιέται αν υπάρχει νέα ανάσταση-έγερση. Και στο επόμενο ποίημα ο θάνατος είναι παρών, αφού όποιον αγαπούν οι Θεοί τον παίρνουν νέο, σύμφωνα και με λαϊκή δοξασία, για την οποία ο ποιητής διαμαρτύρεται, καθώς  η γήινη ομορφιά χάνεται στον κόσμο της ασχήμιας και του σκότους.

Με το ποίημα «Ίκαρος» θίγεται η τιμωρία του Ίκαρου ως υβριστή, ο οποίος θέλησε να πετάξει στα ουράνια, στον χώρο του Φοίβου και όλο αυτό δίνεται ως διαλογισμός του Ίκαρου όταν έφτασε στα ύψη, καθώς τότε συνειδητοποίησε την ύβρη που επιτέλεσε. Στο επόμενο ποίημα με την τεχνική της αντίστιξης, πρώτα θαυμάζει την πέτρινη ομορφιά του αγάλματος κατά την ώρα που με την αξίνα του το φέρνει στο φως και στη συνέχεια το καταστρέφει ως ύλη αρχέγονη να γυρίσει εκεί απ’ όπου προήλθε, καθώς το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται: «Αλήθεια τέτοια ομορφιά/ νόημα έχει κανένα στον κόσμο της ασχήμιας;/ Υπάρχουν μάτια ικανά το κάλλος/ ν΄ αντικρίσουν;» Αυτή η απαισιόδοξη στάση για τον κόσμο που βιώνει τον οδηγεί στην καταστροφή του ωραίου, μια απρόσμενη και ανατρεπτική στάση.

Στο ποίημα «Πήλιο» θαυμάζει την ομορφιά της φύσης, που τον κάνει σαν σε όραμα να βλέπει την οπλή αλόγου με δασύτριχη ουρά και το αποδέχεται ως προέκταση της μαγείας από την άπλετη ομορφιά. Στο ποίημα «Δάφνη» με έμπνευση από τη μυθολογία για τον έρωτα του Απόλλωνα για τη Δάφνη, αναρωτιέται αν έπραξε σωστά που προτίμησε να γίνει ανέραστο δέντρο παρά να ενδώσει. Βέβαια, με τη ρητορική ερώτηση καταλήγει ότι τίποτα δε μένει σε όποιον ενδίδει, οπότε καλύτερα δάφνη να στολίζει τα κεφάλια των νικητών, παρά να την αγκαλιάζει ο Απόλλωνας, συνομιλώντας εξ αντιθέτου με τον Αλεξανδρινό ποιητή Κ.Π. Καβάφη. Νέο δίλημμα τίθεται και με το ποίημα «Το Χρυσό Μοσχάρι» των Εβραίων, με πηγή την Παλαιά Διαθήκη, που με τον χρυσό μόσχο πλούτισαν, απόκτησαν δύναμη, αλλά ένιωθαν πως κάτι τους έλειπε, οπότε η ηδονή του πλούτου ήταν μάταιη και ήταν λάθος που παράκουσαν τη θεϊκή φωνή. Στη ζωή οι πράξεις και οι στάσεις σε μικρά και μεγάλα διλήμματα έχουν σημασία, όπως φαίνεται και στο ποίημα «Διλήμματα».

Αναζητήσεις υπαρξιακές με τη μορφή αντιθέσεων και διλημμάτων θέτει ο ποιητής, για το ποιος πάνω στους αρχαίους ναούς και τους γυμνούς θεούς έχτισε τους βυζαντινούς με τις ασκητικές μορφές. Μάλιστα, αναρωτιέται ποιο είναι το καλύτερο τα αρμονικά ανθρώπινα κορμιά ή τα ισχνά των βυζαντινών Αγίων, π.χ. «΄Η με το μελένιο φέγγος των κεριών!». Και το ποίημα «ΤΩ ΑΓΝΩΣΩ ΘΕΩ» κινείται στο κλίμα του προβληματισμού ανάμεσα στη νιότη και την ωριμότητα, καθώς όσο ήταν νέος ο ποιητής θαύμαζε τους αρχαίους θεούς με τα τέλεια σώματα, όμως στα γηρατειά και στην αρρώστια ένιωθε κοντά του  όχι τους αρχαίους δυνατούς και ευτυχείς θεούς, αλλά τον πιο κοντινό στα πάθη του ανθρώπου, τον Θεό του χριστιανισμού. Και πάλι θέτει το υπαρξιακό του ερώτημα τι μπορεί να είναι καλύτερο ο συμβιβασμός με την ομορφιά ή με τη θεϊκή εγγύτητα στα πάθη του βυζαντινού θεού.

Στο ίδιο κλίμα του διλήμματος κινείται και το ποίημα «Αρετή και Κακία», με εστίαση στον Ηρακλή που διάλεξε τον δύσκολο δρόμο της Αρετής. Στη ζωή, όμως, που κυριαρχεί το ψέμα και η διαβολή προκόβουν οι κακοί επισημαίνει ο ποιητής και τότε συνειδητοποιεί πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση του μυθικού Ηρακλή και κάθε Ηρακλή της σύγχρονης ζωής που παίρνει τον δύσκολο δρόμο της Αρετής χωρίς να μετανιώνει. Είναι εμφανής η κοινωνική και ηθική στόχευση του ποιήματος.

Με το ποίημα «Καλυψώ», εμπνευσμένο από την Ομήρου Οδύσσεια, ο Οδυσσέας αρνήθηκε την αθανασία και τον έρωτα της θεάς χάρη του νόστου του για την Ιθάκη. Το ποιητικό υποκείμενο αναρωτιέται αν τελικά ήταν ο νόστος η αιτία της άρνησής του ή  η δίψα του «ειδέναι», η δίψα και η ανάγκη να γνωρίσει ο ήρωας τον κόσμο και να χαρεί την περιπέτεια, ακόμα και αν τον καταδίωκε ο Ποσειδώνας. Ως γνωστό ο Ποσειδώνας στέρησε από τους συντρόφους του Οδυσσέα το νόστιμον ήμαρ διότι έφαγαν οι ανόητοι τα βόδια του θεού Ηλείου, του αδερφού του Ποσειδώνα (ύβρη και τιμωρία).  Το ποίημα αυτό συνομιλεί με το ποίημα «Ιθάκη» του Κ. Π. Καβάφη, όπου το κέδρος από το ταξίδι σε κάθε ανήσυχο άνθρωπο είναι όσα θα δει και θα γνωρίσει και κατά την πορεία και όχι η άφιξη στην Ιθάκη.

Το τελευταίο ποίημα του πρώτου μέρους επεξεργάζεται τον λόγο του Χριστού τη Μ. Πέμπτη «ΗΛΙ ΗΛΙ ΛΑΜΑ ΣΑΒΑΧΘΑΝΙ», όταν ο Ιησούς ικετεύει τον Πατέρα του και Θεό να αποφύγει το φρικτό ποτήρι του θανάτου, μιλώντας ως άνθρωπος, που στα δύσκολα έμεινε μόνος, ακόμα και ο Πέτρος τον αρνήθηκε. Ως επιμύθιο συνάγεται ότι στα δύσκολα όλοι καταλαβαίνουμε τον πόνο του Θεανθρώπου, δηλαδή τότε που κάθε άνθρωπος βρίσκεται μόνος και αδύναμος μπροστά στον θάνατο.

Σε αυτήν την ενότητα ο ποιητής θέτει πολλά υπαρξιακά θέματα και διλήμματα, αξιοποιώντας τη μυθολογία τα ομηρικά έπη και ρήσεις της χριστιανικής θρησκείας.

Στη δεύτερη ενότητα, μέσα από το φωτεινό ελληνικό τοπίο και τη δράση των ανθρώπων, θυμάται την «Κυρα-Καλομοίρα, γνωστούς που τον στιγμάτισαν και το κλίμα της Ελλάδας, που τα αποτυπώνει, ποιητικά, με την περιγραφή, την εικόνα και τη συμβολοποίηση. Έτσι η κυρ-Καλομοίρα παρουσιάζεται με την άοκνη δράση της και το κενό που άφησε η μορφή της ως αιώνιας μάνας, που ως θνητή πέθανε και εκείνος κρατά στη μνήμη του εικόνες σημαντικές από τη μορφή της, ενταγμένη μέσα στο περιβάλλον της, στα λιόδεντρα, στις πορτοκαλιές και στο γαλανό το πέλαγος. Έγινε πλέον «Πνεύμα αγαθό του περιβολιού».

Στο ποίημα «Ξεριζωμένοι» τιμάει ποιητικά τις φτωχογειτονιές των ξεριζωμένων Ελλήνων, που πασχίζουν να χτίσουν πάλι τις ζωές τους στις γειτονιές της Ελλάδας, αναζητώντας ελπίδα ζωής. Το θέμα της απώλειας των χαμένων παραδείσων θίγεται και στο ομότιτλο ποίημα και στις αντιφάσεις της ζωής ή στον αγώνα για δικαιοσύνη. Συχνά οι αγώνες συνοδεύονται από την ήττα που σχολιάζει ο ποιητής, με το εξαιρετικό επιμύθιο, ότι κάθε αγώνας αξίζει, έστω και λαθεμένος, π.χ. «Έπραξαν το χρέος τους σαν άντρες/ Καλύτερα ο αγώνας/ έστω και λαθεμένος».

Επίσης η παρουσία και η ομορφιά της φύσης, με τον ήλιο και τη θάλασσα, με τη νεροπηγή και το κελάηδημα του κότσυφα, με τη χαρά του έρωτα και τον πόνο της απώλειας, με τη μη εκπλήρωση των ονείρων ή την παρακμή του κόσμου, με το γαλάζιο ως συνώνυμο της ελευθερίας, όλα είναι στοιχεία έντονα που διαπερνούν αρκετά ποιήματα. Παρούσα είναι και η έννοια του τροχού ως αναγκαίο στοιχείο του κύκλου της ζωής και του θανάτου, π.χ. «ανεπαίσθητα αλλά σταθερά/ πάλι προς τα κάτω/ πάλι προς τα κει που ο ουρανός μακραίνει.». Με αφορμή το επιτύμβιο επίγραμμα του Νίκου Καζαντζάκη, ο ποιητής αναρωτιέται αν υπάρχει τέτοια ελευθερία ή μήπως είναι: «κομπασμός» ή «υπερηφάνεια υπεράνθρωπη/ μ’ αλαζονεία απέραντη/ κι ηρωική συνάμα/ […]/ Μήπως είναι ύβρις/[…]» (διλήμματα). Η νοσταλγία του τότε και η απουσία αγαπημένων στο τώρα της ζωής δίνεται στο ποίημα «Μάνα», με λυρισμό και με συμβολοποίηση της λέξης «Μάνα», που περιλαμβάνει όλες τις μανάδες. Με κατάληξη-επιμύθιο ότι ακόμα κι αν όλα έχουν γίνει συντρίμμια υπάρχουν στηρίγμα στην ψυχή των ανθρώπων από αγαπημένου απόντες: «Κάτι έχει απομείνει/ τη δύστυχη ψυχή τ’ ανθρώπου/ να στηρίζει».  Στο ίδιο κλίμα κινείται και το ποίημα «Στους Παππούδες» των οποίων ακούει τα βήματα, βλέπει τα αχνάρια και τα δάκρυά τους στα βράχια, που, με όλα αυτά αρματωμένος, θα διαβεί για το Επέκεινα: «στα έγκατα της γης θα κατεβώ/ Αρματωμένος με τα δάκρυά σας/ στους ουρανούς θ’ ανέβω», με εμφανή τον στοχασμό για τη ζωή και τον θάνατο.

Την αγωνία της γραφής παρουσιάζει στο ποίημα «Περιπλάνηση», που ήρθε το ποίημα και διαλύθηκε, όπως τα σπασμένα μέλη των αγαλμάτων: «και χάθηκε μεσ’ το σκοτάδι/ το λευκό χαρτί». Με τα ποιήματα «Ο Νέγρος», «Ο Νείλος» και «Partir C’ est Mourir un Peu», εστιάζει σε χώρες όπου έζησε λόγω εργασίες και άφησαν με τους ανθρώπους τους το στίγμα το καλό πάνω του, αναφερόμενος σε έναν Νέγρο που ήταν πάντα εργατικός και ολιγαρκής. Στο ποίημα για τον Νείλο τον παρουσιάζει σε όλο το γεωγραφικό μεγαλείο του και την αιωνιότητά του, στη ζωή που δίνει απ΄ όπου περνάει, εκφράζοντας τον θαυμασμό του, σε αντίθεση με τα πολλά κοντινά του βασίλεια που χάθηκαν, μεγαλόπρεπος και αδιάφορος για τα έργα των ανθρώπων (σωματοποίηση του Νείλου, αντίστιξη φύσης και θνητού ανθρώπου).

Στο ποίημα με τον γαλλόφωνο τίτλο «Partir C’ est Mourir un Peu», παραβάλλει την αναχώρηση κάτι σαν θάνατο, με εστίαση σε έναν εξαιρετικό Άραβα, που «Ήξερε να δίνει κι όχι να παίρνει/ Να υπηρετεί με αφοσίωση/ αλλά χωρίς δουλοφροσύνη», που ακίνητος στην αποβάθρα, ψηλός, ξερακιανός, που στεκόταν στο λιοπύρι για τον αποχαιρετισμό ακόμα και όταν το πλοίο είχε αναχωρήσει. Και σχολιάζει ο ποιητής «Λες κι ένιωθε πως η αναχώρηση αυτή/ θάνατος ήταν/ αφού για πάντα χώριζε από το φίλο το λευκό» και αναρωτιέται πού να βρίσκεται ο φτωχός του φίλος Αμπντάλα στη ζωή ή να γύρισε στην καυτή άμμο (φιλία, ζωή vs θάνατος).

Είναι εμφανή τα θέματα που γίνονται ποιητικοί τόποι και στοχασμός με την άμεση γραφή του Δημήτρη Γιαννόπουλου, που στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα και στον κόσμο που συναντούσε όπου υπηρετούσε ως Πρέσβης. Τα κυρίαρχα θέματα της ποίησής του είναι τα υπαρξιακά (ζωή-θάνατος), τα κοινωνικά (δίκαιο-άδικο), τα δύσκολα διλήμματα της ζωής (ναι-όχι) και τα «αντισώματα» διά βίου μέσα από τις μανάδες και τους παππούδες, που μας ενδυναμώσουν.

Τέλος, η γραφή του Δημήτρη Γιαννόπουλου, που έχει αποδημήσει «παρά δήμον ονείρων» έχει αμεσότητα και ζωντάνια, με τις επαναλήψει και τα ρητορικά ερωτήματα, με τα διλήμματα και τις εξαιρετικές περιγραφές και εικόνες και με το επιλεγμένο λεξιλόγιο. Δίνεται η εντύπωση ότι με την ποίηση αυτή τη λυρική είναι σαν να κάνει απολογισμό ζωής μπροστά στο δύσκολο κατώφλι της αναχώρησης. Ας προστεθεί ότι είναι εξαιρετική η εκδοτική παρουσίαση της ποιητικής συλλογής, με το εξώφυλλο να συνομιλεί με το περιεχόμενό της.

 

 

 

[1] Ελεγεία: θρηνητικό τραγούδι με στροφές δύο στίχος από το αρχ. ελληνικό «έλεγος» θρήνος. Σήμερα ελεγεία λέγεται κάθε λυρικό τραγούδι και το θρηνητικό.
Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου, συγγραφέας, ποιήτρια
                                                                                                 Γλυφάδα Δεκέμβριος 2025

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.