Τα τελευταία μου χριστουγεννιάτικα κάλαντα δεν μπόρεσα να τα πω. Μάταια περίμεναν πρωί πρωί οι φίλοι στην πλατεία. Ένας υψηλός πυρετός και μια λύπη έκαιγαν όλη νύχτα το μυαλό μου. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά μου βγήκανε μετά κακίες. Ευχόμουνα να τους ταράξουν οι γριές στ’ αβγά, να βρίσκουν παντού κλειστές πόρτες ή να τους ορμήξουνε σκυλιά και να τους φάνε ζωντανούς. Νωρίς το μεσημέρι εμφανίζονται στο σπίτι, για να μου αφήσουνε μερίδιο από τα μαζεμένα. Έμεινα με τις ενοχές και με το παράπονο. Χριστουγεννιάτικα κάλαντα δεν θα ξανάλεγα ποτέ. Πρώτη γυμνασίου την επόμενη χρονιά, κρέμασα οριστικά τα τριγωνάκια. Σαν να φτώχυνε απότομα το πνεύμα των γιορτών. Όσα μας λέγαν για χιόνια στο καμπαναριό αποδείχτηκαν χοντρά ψέματα. Τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες και τα εμπορικά πολυκαταστήματα θα ήταν στο εξής η μόνη αλήθεια των δικών μου Χριστουγέννων. Κι ίσως γι’ αυτό νιώθω την ανάγκη όταν πλησιάζουν οι γιορτές να ξεκρεμάσω τα σκουριασμένα τριγωνάκια. Σκέφτομαι κάθε φορά που θα εμφανίζονται στο σπίτι μου πιτσιρικάδες για τα κάλαντα, να αρχίζω κι εγώ μαζί τους τα ντρίνκγι, ντρίνγκι, ντρίνγκι. Θα στεκόμαστε αντικριστά μπροστά στην ανοιχτή πόρτα και θα λέει ο ένας στον άλλον τα κάλαντα – κάπως περίεργο μου φαίνεται, αλλά δεν βρίσκω άλλη λύση.
