Κοντεύει μία. Ούτε ξύπνιος ούτε κοιμισμένος. Γλαρώνει αγκαλιά με τα πολυδιαβασμένα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, μέρες που είναι.
Ακούει μια φωνούλα σαν θρόισμα. Οι βελόνες του δέντρου, οι κόκκινες και οι χρυσές μπάλες και τ΄ αναμμένα λαμπάκια, κουνιούνται.
«Είμαι ψεύτικο, αλλά την δουλειά μου την κάνω καλύτερα και από τ΄ αληθινά. Όμως εκείνα, θα τα πετάξουν μετά τις γιορτές. Θα περιμένουν δίπλα στους κάδους, που βρωμάνε, να έρθει η σκουπιδιάρα. Πετούν τις ίδιες τις γιορτές στα σκουπίδια οι άνθρωποι.
Ενώ εγώ… Θα μου βγάλεις τα στολίδια, θα με τυλίξεις με πλαστικές σακούλες, θα με κατεβάσεις στην αποθηκούλα. Θα περιμένω ένα χρόνο να ξανάρθει η ώρα, που θα ξαναδώ τον πάνω κόσμο. Σαν την Περσεφόνη. Μόνο που εγώ ανεβαίνω τον χειμώνα, όχι την άνοιξη.
Δεν είμαι νεκρό. Για να πεθάνεις πρέπει να έχεις ζήσει. Ποτέ δεν έζησα στ’ αλήθεια. Δεν τράφηκα, δεν ανέπνευσα, δεν συμμετείχα στον πολλαπλασιασμό του είδους. Τώρα, θα μου πεις, τι είναι προτιμότερο να ξεφυτρώσεις στο βουνό, να έχεις παρέα τα άλλα δέντρα, τα χόρτα, τα ζώα και τα πουλιά και μια μέρα να σε κόβουν οι άνθρωποι, να χρησιμοποιούν το πτώμα σου και, τέλος, να καταλήγεις στα σκουπίδια τους; Δεν είναι καλύτερα να είσαι από την αρχή μία απομίμηση όπως εγώ;
Εντάξει, κι εγώ δημιουργήθηκα, έχω παρουσία και με τον καιρό θα καταστραφώ. Αιώνιο δεν είμαι. Όλα, αληθινά και απομιμήσεις, έχουν ένα τέλος. Αλλά το δικό μου το τέλος δεν είναι θάνατος, μόνο φθορά, διάλυση. Είναι λιγότερο τραγικό.
Πάλι καλά, βρέθηκες εσύ που με ακούς. Μου δίνεις κάτι σαν ζωή. Οι πιο πολλοί είναι κουφοί στην φωνή των πραγμάτων. Ούτε ο ένας τον άλλο δεν ακούν. Προτιμούν να μιλούν.
Αλήθεια, με τα ζωντανά δέντρα μίλησες ποτέ; Να το κάνεις. Θα έχει ενδιαφέρον.
Να μιλάς και με όλα, έμψυχα και άψυχα.
Να προσέχεις μόνο, γιατί μπορεί να νομίσεις πως ακούς, αλλά στην πραγματικότητα ν’ ακούς μόνο τη δική σου φωνή. Γι΄ αυτό, να στήνεις το αφτί τού νου, όταν τα πράγματα σου μιλάνε, χωρίς να τα διακόπτεις.
Βλέπω γλάρωσες. Άντε να κοιμηθείς. Σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες φωνή με την προσοχή σου. Να το ξανακάνεις, όσο θα είμαι στολισμένο στο σαλόνι. Γιατί, μετά τις γιορτές, για έναν ολόκληρο χρόνο θα είμαι σε νάρκη».
