Η εύθραυστη συνθήκη του φωτός
Αμφιλύκη ονομάζεται η πρώτη ποιητική συλλογή της Γαβριέλλας Παναγή, μια λυρική ενδοσκοπική κατάθεση δομημένη σε δύο μέρη, στο «Λυκαυγές» και το «Λυκόφως», στα οποία οι μεταβατικές ζώνες του φωτός και του σκότους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, γίνονται σύμβολα μιας υπαρξιακής συνθήκης. Η διάκριση σε δύο μέρη δεν αποτελεί απλή δομική ή αισθητική επιλογή αλλά έχει σημειολογική και ψυχική βαρύτητα: το πρώτο μέρος, το λυκαυγές, αντιστοιχεί σε μιαν αφύπνιση, ενώ το δεύτερο, η αμφιλύκη, η μεταιχμιακή ώρα του φωτός, προοικονομεί τη νύχτα· και τα δύο, ωστόσο, είναι συνδεδεμένα με το ημίφως του έρωτα, της μνήμης και της απουσίας. Έτσι, η διμερής διάρθρωση λειτουργεί ως θεματικός και υπαρξιακός άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνονται τα 28 ποιήματα της συλλογής, μια μεταφορά για τα μεταιχμιακά όρια της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η επιλογή αυτών των μεταβατικών χρονικών στιγμών του φωτός δεν είναι τυχαία· αποτυπώνει την αμφιθυμία που χαρακτηρίζει όλη την ποιητική συλλογή, το ψυχικό εκκρεμές ανάμεσα στην προσδοκία και τη διάψευση, την αρχή και το τέλος, το φως και τη σκιά. Η συλλογή συγκροτεί μια ποιητική του εσωτερικού ρήγματος, όπου ο έρωτας, η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η σιωπή και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου λειτουργούν ως μοτίβα που διαπερνούν το σύνολο των ποιημάτων, άλλοτε εκφρασμένα ρητά και άλλοτε σιωπηρά, σαν υπόκωφη παλμική ταλάντωση.
Η Αμφιλύκη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ερωτική ποιητική συλλογή. Ο έρωτας, ωστόσο, δεν συνιστά μια ειδυλλιακή εμπειρία˙ είναι παρών ως εσωτερική ρωγμή, ως έλλειψη ή ως απόηχος, με την ένταση του μη ειπωμένου και την ευθραυστότητα του ανέφικτου. Στο ποίημα «Μικρές Ιστορίες», για παράδειγμα, η συγκίνηση δεν αφορά μόνο την ενόραση του άλλου προσώπου, αλλά και την εκ των υστέρων επίγνωση της στέρησης: «Κι όταν συνάντησα / τα μάτια σου / έκλαψα / για όλες τις μέρες / που δε φώτιζαν τη ζωή μου». Ο πόνος είναι αναδρομικός, ριζωμένος στο ενδεχόμενο της απώλειας. Με τη λακωνική αλλά διαπεραστική του αλήθεια, αναδεικνύει αυτή τη λεπτή διαλεκτική του φωτός και του σκότους.
Ο λυρισμός των ποιημάτων, επομένως, δεν είναι απλός στόχος· είναι μέσο για τη διερεύνηση της ανθρώπινης ευαλωτότητας. Στα ποιήματα της συλλογής, ο ερωτικός «άλλος» απουσιάζει ή σιωπά· είναι πρόσωπο μακρινό, φαντασιακό, αμφίθυμο. Η ποιητική φωνή θυμάται, περιμένει, πονά˙ δεν διεκδικεί. Ο έρωτας δεν είναι παρών· είναι ήδη χαμένος, στοιχειώνοντας τις λέξεις και μετατρέποντας τη σιωπή σε κύριο συνομιλητή του ποιητικού υποκειμένου.
Η μοναξιά διατρέχει σχεδόν όλα τα ποιήματα. Πρόκειται για υπαρξιακή μοναξιά, βαθιά συνειδητοποιημένη. Η ποιητική φωνή δεν ζητά παρηγοριά˙ επιλέγει μόνο να εκφράσει μια επιθυμία που ματαιώθηκε ή ένα ερωτικό βίωμα που έμεινε ανεκπλήρωτο, μια φυγή και μια εγκατάλειψη.
Σημαντικός θεματικός άξονας είναι η ιαματική λειτουργία της μνήμης μνήμη. Το ποίημα «Θεσσαλονίκη ΙΙ» λειτουργεί ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της τάσης. Η πόλη δεν ανακαλείται με τουριστικό ή νοσταλγικό βλέμμα αλλά μετατρέπεται σε τόπο, όπου το παρελθόν επιβιώνει όχι ως χρονικό γεγονός αλλά ως σωματική και συναισθηματική αποτύπωση. Η Θεσσαλονίκη, εδώ, είναι φάντασμα και ερωμένη, ιστορική ανάμνηση και προσωπική παγίδευση.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της συλλογής είναι και η συναισθηματική κλιμάκωση. Τα ποιήματα δεν ξεκινούν με ένταση αλλά με ψίθυρο, ανεβαίνουν, κορυφώνονται και καταλήγουν σε κραυγή. Η «πορφυρή επιθυμία» του τελευταίου στίχου της «Εγκατάλειψης» είναι χαρακτηριστική αυτής της μετάβασης από τον υπαινιγμό στη δραματική αποκάλυψη. Οι λέξεις σπάνε, πονάνε, πνίγονται, γιατί αδυνατούν να αντέξουν το φορτίο όσων δεν ειπώθηκαν.
Ένα ακόμη γνώρισμα της ποιητικής συλλογής είναι η λειτουργία της φύσης ως συμβολικού καθρέφτη. Η βροχή, το φως, το δειλινό, η θάλασσα, η εποχική εναλλαγή δεν λειτουργούν ως σκηνικά, αλλά ως μετωνυμίες του ψυχικού και συναισθηματικού τοπίου.
Σε πολλά σημεία, αναδύεται μια μετα-ποιητική συνείδηση: ο έρωτας και η ομορφιά δεν αποτελούν μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά και αυτοαναφορικότητας, ένα σχόλιο πάνω στην ίδια την ποιητική διαδικασία: «Κι απ’ όλα τα μπλε της θάλασσας / με το μπλε των δικών σου ματιών / γράφω τους πιο όμορφους στίχους» («Έμπνευσις»)». Οι στίχοι υπάρχουν για να μη σβηστεί η μνήμη, για να μεταμορφωθεί η απουσία σε παρουσία. Η ποίηση εδώ δεν είναι μόνο τέχνη, είναι οντολογική ανάγκη.
Όλοι οι θεματικοί πυρήνες της Παναγή επενδύονται με γλώσσα λιτή αλλά συναισθηματικά φορτισμένη, με λέξεις που έχουν βάθος και μουσικότητα. Οι στίχοι είναι συχνά ελλειπτικοί, με παύσεις και σιωπές, που λειτουργούν ως δραματικά διαστήματα ανάμεσα στις αναταράξεις της ψυχής. Η ποιητική της Παναγή αποφεύγει την ρητορικότητα και την επιτήδευση· αντ’ αυτών, προκρίνει την αλήθεια του βιώματος, ακόμη κι όταν αυτό είναι τραυματικό. Το ύφος της είναι εξομολογητικό και οι στίχοι της διακρίνονται για την εσωτερική τους ένταση.
Η Αμφιλύκη είναι μια συλλογή που συγκινεί με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά της. Με διακειμενικές απηχήσεις από τον Καβάφη, τον Λειβαδίτη και την Κική Δημουλά, η Γαβριέλλα Παναγή καταθέτει ένα λόγο προσωπικό και έντιμο, αισθητικά δουλεμένο, που ακροβατεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στην επιθυμία και στη σιωπή, στην παρουσία και στην οριστική απουσία. Η ποίηση της δεν επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα· τα μεταποιεί σε λέξεις που ραγίζουν κι αναμετριέται με αυτά, αποδεχόμενη τον πόνο, τη μοναξιά, την αδυναμία. Είναι ένα ευαίσθητο ποιητικό εγχείρημα, που τοποθετείται με σαφήνεια στο λυρικό τοπίο της σύγχρονης ελλαδικής και κυπριακής ποίησης. Με άξονα το φως και τη σκιά, την επιθυμία και τη σιωπή, η ποιήτρια καταθέτει λόγο διεισδυτικό, συναισθηματικά φορτισμένο και μεστό.
Η Αμφιλύκη της Γαβριέλλας Παναγή είναι μια πολλά υποσχόμενη πρώτη εμφάνιση, με σαφή ποιητική ταυτότητα και βαθιά εσωτερικότητα. Είναι το λυκαυγές μιας νεανικής ποιητικής φωνής. Αν, όπως υπαινίσσεται ο τίτλος, όλα τα σημαντικά συμβαίνουν στη μεταβατική ζώνη του φωτός, τότε εδώ η ποίηση βρίσκει την καταγωγή της ακριβώς στην ευθραυστότητα αυτής της στιγμής.