Από τη φωτογένεια της αθωότητας στη στοχαστική ωριμότητα
Υπάρχουν βιβλία που τα διαβάζεις απνευστί· βιβλία που σ’ αγγίζουν όχι μόνο για όσα αφηγούνται, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο τα λένε — με απλότητα, ανθρωπιά και μ’ εκείνο το ανεπαίσθητο φως που αποκαλύπτει χωρίς να εκθέτει. Το νέο βιβλίο Σε πλάγιο φωτισμό (Κέδρος, 2025) του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι ακριβώς ένα τέτοιο έργο: ένα άλμπουμ ζωής, δημιουργημένο με την τρυφερότητα και τη γενναιοδωρία μιας ποιητικής ψυχής που γνωρίζει πολύ καλά πόσο πολύτιμα είναι τα πρόσωπα που άφησαν το στίγμα τους στη ζωή μας, τα βιβλία που μας ενέπνευσαν, οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές που ο χρόνος θα μπορούσε να τις αλώσει, αν δεν τις διασώσουμε. Είναι ένα βιβλίο που διαφυλάσσει τη μνήμη, τις σχέσεις και την ποιητική ηθική μιας ολόκληρης εποχής.
Αποτελείται από κείμενα γραμμένα από το 1968 έως το 2023, οργανωμένα ανά δεκαετία (1968, 1970–1979, 1980–1989 κ.ο.κ.), με την ένδειξη του μήνα και του έτους (π.χ. «2006, Οκτώβριος 2014», «2014, Δεκέμβριος») κατά το οποίο ανακαλούνται συμβάντα ή βιώματα προηγούμενων δεκαετιών και, επομένως, χωρίς χρονολογική αλλά συνειρμική κατάταξη. Μισός αιώνας ζωής και γραφής εκτείνεται εδώ: από τη νεανική αθωότητα της Μεσσήνης ως τη στοχαστική ωριμότητα της Αθήνας. Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις, ο Μαρκόπουλος ανασυνθέτει το προσωπικό του σύμπαν — ποιητές, καλλιτέχνες, φίλους, γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του.
Με υπέροχους πίνακες στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο — έργα του αδελφού του ποιητή, Προκόπη Μαρκόπουλου — που συνομιλούν άμεσα με το περιεχόμενο του βιβλίου, ο Γιώργος Μαρκόπουλος επιλέγει να φωτίσει γεγονότα και ανθρώπους όχι κατά πρόσωπο, αλλά «πλάγια»· από ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο, στο οποίο οι σκληρές γραμμές απαλύνονται. Έτσι, ο τίτλος Σε πλάγιο φωτισμό — που παραπέμπει στη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και το θέατρο που τόσο αγαπά ο ποιητής — αποκαλύπτει και τη μέθοδό του: τίποτα δεν φωτίζεται μετωπικά, αλλά λοξά, διακριτικά, αφήνοντας χώρο στις σκιές, στην πατίνα του χρόνου και της συγκίνησης.
Ο πλάγιος φωτισμός είναι κι ένας τρόπος θέασης των πραγμάτων: δεν εστιάζει στο εντυπωσιακό ή το «μεγάλο», αλλά στο περιφερειακό, στο φαινομενικά δευτερεύον, που όμως συχνά αποκαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων. Είναι, επίσης, στάση ηθική: να κρίνεις τους ανθρώπους με στοχαστικότητα και νηφαλιότητα, χωρίς εξιδανίκευση ή αυστηρή κρίση, από κάποια ωριμότερη οπτική γωνία. Και, τέλος, είναι ποιητική επιλογή: η μνήμη, η φιλία κι η συγκίνηση δεν χρειάζονται το εκτυφλωτικό φως της ρητορείας για να διαφανούν, αλλά το απαλό, εσωτερικό φως της οικειότητας.
Μέσα από αυτό το πλάγιο φως περνούν μορφές του ελληνικού πνεύματος που συνθέτουν μια ολόκληρη γενεαλογική αλυσίδα. Γεννημένος στη Μεσσήνη το 1951, ο Μαρκόπουλος «πρόλαβε να δει τους ποιητές» της Γενιάς του ’30 — τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο — να συνδεθεί με τους μεταπολεμικούς, τον Λειβαδίτη, τον Κατσαρό, τον Ελευθερίου και άλλους, και φυσικά με τους συνοδοιπόρους της δικής του Γενιάς του ’70: τον Κοντό, τον Βαρβέρη, τον Φωστιέρη, τον Παπαγεωργίου, τον Πατίλη, τον Θεοχάρη, τον Βέη, τη Δαλακούρα, τον Καραβασίλη. Στα κείμενά του παρελαύνουν και άλλες γνωστές παρουσίες: ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο μελετητής των «υπογείων» της πόλης, ο ζωγράφος Πέτρος Ζουμπουλάκης, ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Τσαγκάρης, η ηθοποιός Εύα Κοταμανίδου, η λογοτέχνις και πολιτικός Ρούλα Κακλαμανάκη, οι εκδότες και συγγραφείς Τηλέμαχος και Ρούλα Αλαβέρα και πολλοί άλλοι. Καθένας τους αποτελεί για τον ποιητή μια ιδιαίτερη μορφή, την οποία ανασύρει από το παρελθόν και κρατά ζωντανή με απέραντη στοργή και απλότητα˙ γιατί δεν έπαψε ποτέ να βλέπει τον κόσμο με την αθώα ματιά του παιδιού της Μεσσήνης, με τη συγκίνηση εκείνου που έμαθε να αγαπά βαθιά και να θυμάται.
Παράλληλα, αναβιώνει και τη δική του προσωπική διαδρομή στη ζωή. Όπως ο ίδιος γράφει στην αφιέρωση σ’ εμένα, στο βιβλίο αυτό «έχει μεγαλύτερη αδυναμία από όλα τα άλλα του, μάλιστα, γιατί στις σελίδες του περιέχει όλη σχεδόν την ταπεινή ζωούλα του, από τη φωτογένεια της αθωότητας της παιδικής του ηλικίας μέχρι και τώρα». Κι όμως, τίποτα στη ζωή του δεν είναι μικρό ή ταπεινό: η μετοικεσία από τη Μεσσήνη στην Αθήνα στην εφηβεία, τα μαθητικά χρόνια στην οδό Χέυδεν και Αχαρνών, οι σπουδές, τα πρώτα του ποιήματα, οι μέρες της δικτατορίας, το φοιτητικό κίνημα, το Πολυτεχνείο, οι πρώτοι φίλοι της ποίησης, τα καφενεία και τα θέατρα της Αχαρνών, τα τραγούδια του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και του Μαυρουδή, το νέο κύμα, η φωτεινή περίοδος της Μεταπολίτευσης, οι πολιτικές απογοητεύσεις, η ασθένειά του, οι ποιητικές εκδηλώσεις— χρόνια πλούσια σε γνωριμίες ζωής και αυθεντικές εμπειρίες.
Η γραφή του είναι οικεία και διάφανη, σαν κουβέντα ενός φίλου που αφηγείται χωρίς στόμφο, με λεπτότητα αλλά και με διεισδυτικό πνεύμα. Μέσα από τη διαπεραστική ματιά του, ο Μαρκόπουλος κατορθώνει να συγκινεί, γιατί δεν αφηγείται μόνο τα δικά του βιώματα, αλλά και τη συλλογική εμπειρία μιας γενιάς που πίστεψε στη δύναμη της ποίησης και της αλληλεγγύης. Πάνω απ’ όλα, αναδύεται η καλοσύνη κι η ευγένεια ενός ανθρώπου που στέκεται απέναντι στους άλλους και στην τέχνη με αφοσίωση, χωρίς έπαρση. Οι αφηγήσεις του δεν έχουν τον τόνο της ιστορικής μαρτυρίας, αλλά τη ζεστασιά της εξομολόγησης. Μέσα απ’ αυτές τις καθημερινές ιστορίες αποχαιρετά και αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν, όπως τον Δούκαρη, τον Τραϊανό, τον Ρούτση, τον Τσαλαπάτη, τον Ζαφειρίου, τιμώντας διακριτικά τη μνήμη τους.
Σε κάθε σελίδα του αναγνωρίζει κανείς την ευαίσθητη ψυχή του δημιουργού που εξακολουθεί να πιστεύει στην ομορφιά, στην ποίηση και στην αλήθεια των απλών πραγμάτων. Κρατώ μέσα μου όσα έγραψε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, τη γεμάτη τρυφερότητα αφιέρωσή του, με εκείνη τη χαρακτηριστική ειλικρίνειά του: «Θέλω, σε παρακαλώ, να δεχτείς […] το καινούργιο μου αυτό βιβλιαράκι, το οποίο, αν και δεν είναι με τη γραβατούλα της ποιήσεως, είναι όμως με λευκό, ολόλευκο, κοντομάνικο καλοκαιρινό πουκαμισάκι […]». Αυτό το «λευκό πουκαμισάκι» συνοψίζει ίσως καλύτερα απ’ όλα το πνεύμα του βιβλίου: την καθαρότητα και την ειλικρίνεια του βλέμματος, το ήθος και τη σεμνότητα του ποιητή. Δεν υπάρχει επίδειξη — μόνο φως· εκείνο το απαλό φως που αγκαλιάζει αγαπημένα πρόσωπα, σκηνές της παιδικής ηλικίας, μουσικές της νεότητας, ποδοσφαιρικά παιχνίδια στις αλάνες, αποχαιρετισμούς φίλων, τη στοργή για τους μετανάστες, τη νοσταλγία για τη Μεσσήνη, τα ποιήματα και τα βιβλία που τον συντρόφευσαν, τα έργα καλλιτεχνών που τον μάγεψαν (όπως του Γέρου, του Παναγιωτόπουλου, του Ράμμου, του Στεφανάκι, του Κούκου, Οικονομίδη και άλλων).
Ο Μαρκόπουλος δεν κρύβεται πίσω από τη μεγάλη και σπουδαία του διαδρομή· δεν παρουσιάζει τον εαυτό του με τον γενναιόδωρο τρόπο που προβάλλει τους άλλους δημιουργούς ή σχολιάζει τα έργα τους. Για όλους τους ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή του, εκδότες, φίλους, συνοδοιπόρους, διαθέτει μια μεγάλη αγκαλιά και ευγνωμοσύνη για όσα μοιράστηκε μαζί τους και όσα κέρδισε από αυτούς. Για την ποιητική του ιδιότητα αρκείται μόνο να διατυπώσει κάποιους λόγους για τους οποίους γράφει:
«Γράφω ποίηση γιατί νομίζω ότι έτσι μετατρέπω τη χρυσαλλίδα σε πεταλούδα».
«Γράφω ποίηση για να βλέπω τον δρόμο και να νομίζω ότι είναι ποτάμι».
«Γράφω ποίηση γιατί μετατρέπει την πίκρα μου σε ασημόχαρτο σοκολάτας».
Το βιβλίο, εντέλει, αποτελεί μια ποιητική αυτοβιογραφία που μετατρέπει τη θλίψη του ποιητή για όσα πέρασαν σε «ασημόχαρτο σοκολάτας». Διαβάζοντάς το, αισθάνεσαι όμως πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια σειρά κειμένων: προβάλλει το ήθος μιας εποχής και την ευαισθησία ενός ανθρώπου που μετρά τον κόσμο με το μέτρο της ποίησης. Και σ’ αυτό το πλάγιο, ευγενικό φως μπορούμε να δούμε κι εμείς λίγο πιο καθαρά τον κόσμο.
