Μεταξύ «σήψη[ς] και ναφθαλίνη[ς]». Από το κοινωνικό τραύμα στην ποιητική καταγγελία
Με την τελευταία του ποιητική συλλογή ο Δημήτρης Μπαλτάς συνθέτει μία οργανική κοινωνική καταγγελία στην οποία η (αστική κυρίως) καθημερινότητα διαπλέκεται με την υπαρξιακή αγωνία σε ένα λιτά επεξεργασμένο σύνολο. Η ποίησή του προσεγγίζει με καθημερινό λεξιλόγιο τον ανθρώπινο ψυχισμό, με ύφος λιτό και ειρωνεία που δε λανθάνει, αλλά όντας αποκαλυπτική λειτουργεί ως εμφανές εργαλείο κριτικού στοχασμού και κοινωνικής κατακραυγής. Ο Μπαλτάς μεταχειρίζεται τον ποιητικό λόγο ως μέσο καταγραφής της καθημερινής εμπειρίας και της αποκάλυψης της κοινωνικής σήψης, παρουσιάζοντας πτυχές της συλλογικής ζωής με τόνο καταγγελτικό. Με αυτόν τον τρόπο θίγει καυστικά την κοινωνική υποκρισία και τη φιλανθρωπική δράση προς χάριν του φαίνεσθαι («Κοινωνικές Υποχρεώσεις». σ. 10), και απεικονίζει την πλαστότητα της ιδεολογικής κατεύθυνσης, η οποία αποκαλύπτεται με την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων οδηγώντας τους ‘‘φανατικούς’’ ιδεολόγους σε αποδοχή των καπιταλιστικών συμβάσεων και εν τέλει σε ιδεολογική μεταστροφή («Ασυμπτωματικός», σ. 32). Άλλοτε πάλι, επιλέγει να μνημονεύσει τους συλλογικούς αγώνες και τις διαδηλώσεις της εργατικής τάξης ενάντια στο κέρδος και την ‘‘ανάπτυξη’’ προσδίδοντας μάλιστα κοινωνικό ρόλο στην ποίηση, αφού τη μεταχειρίζεται ως αμυντικό μηχανισμό προς την αστυνομική αυθαιρεσία η οποία νομιμοποιείται από την κρατική προπαγάνδα ως μέτρο προστασίας:
[. . .]
άλλη μια κυβέρνηση νομιμοποιεί το ρήμαγμα
των βιοπαλαιστών, τους ξεσπιτώνει μαζί
με τις οικογένειές τους, τους καταδικάζει στην ανέχεια,
τους κλέβει ακόμα και το ελάχιστο ξεροκόμματο
που τους πετούσε φροντίζοντας τάχα
να ζουν αξιοπρεπώς.
[. . .]
άλλος ένας συλλογικός αγώνας για την εργατιά,
που με λύσσα θέλετε να συνθλίψετε,
είναι προ των πυλών.
Κι αν εσείς απαντάτε με γκλομπ και μολότοφ,
εγώ απαντώ με τούτο το ποίημα.
«Έγκλημα» (απόσπασμα), σ. 20
Μία άλλη πτυχή της της κοινωνικής κριτικής του είναι η αποτύπωση του φαιδρού κοινωνικού σχολιασμού και της κακεντρέχειας των κοινωνικών συνόλων. Η κοινωνική σήψη εξαπλώνεται σε κάθε περιβάλλον. Στην επαρχία («Σε μία κωμόπολη λίγο έξω από την Αθήνα», σ. 23) τα χαιρέκακα σχόλια προκαλούν μια ατμόσφαιρα αποπνικτική, κάνοντας ακόμη και τον θάνατο λιγότερο επίφοβο («Δεν φοβάσαι να πεθάνεις / φοβάσαι τα λόγια που θα ακολουθήσουν»). Αλλά και στα μεγάλα αστικά κέντρα («Ετερότητα», σ. 38) τα βλέμματα που καρφώνουν και «εξετάζουν από πάνω ως κάτω» ταλαιπωρούν τη σκέψη του αφηγητή, καθώς αδυνατεί να τα αποβάλει. Ακόμα και σε ένα πιο αγνό περιβάλλον, όπως μία σχολική τάξη («Ο Δάσκαλος», σ. 24) τα χαμόγελα παγώνουν από τη σήψη. Ο «επικίνδυνα φωτισμένος δάσκαλος» που «μάθαινε στα παιδιά να ακούν τις μελωδίες του ουρανού» προκαλεί ενόχληση στους γονείς και απομακρύνεται από το σχολείο λόγω των ανθρωποκεντρικών μεθόδων διδασκαλίας, σε ένα ποίημα που εκτός από την κοινωνική αναλγησία θίγεται και ο χρησιμοθηρικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Τα (κοινωνικά) συμπτώματα της σήψης εισχωρούν ακόμα και στην ποίηση. Στο ποίημα «Τα βραβεία» (σ. 26) καταγγέλλεται από τον αφηγητή η υποκρισία στο πλαίσιο των ποιητικών συντεχνιών, οι επιφανειακές σχέσεις μεταξύ των ομότεχνων, οι φαινομενικές εκδηλώσεις συμπάθειας στα λογοτεχνικά φεστιβάλ και τις βραδιές ανάγνωσης, και κυρίως ο συστημικός, κατά την άποψή του, χαρακτήρας των λογοτεχνικών βραβείων (κρατικών και μη):
Είναι κάμποσοι, οι περισσότεροι στο συνάφι μας,
που τρέχουν σε παρουσιάσεις βιβλίων και εκδηλώσεις
για ποιητές που δεν εκτιμούν – και πώς να εκτιμούν
αφού ούτε καν τους έχουν διαβάσει!
[. . .]
Ξερογλείφονται για κάνα βραβείο της πλάκας
απ’ αυτά που μοιράζουν περιοδικά και υπουργεία
– κατά τα άλλα αξιοσέβαστα και αμερόληπτα!
[. . .]
Η γλώσσα που μορφοποιεί αυτό το καταγγελτικό πλαίσιο είναι λιτή, και η επιθετική διάθεση του ποιητή προς τις κοινωνικές συμπεριφορές συντελείται με καθημερινό λεξιλόγιο. Είναι πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες η γραφή προσλαμβάνει έντονα στοιχεία προφορικότητας, με τον ποιητή να ενισχύει με αυτόν τον τρόπο την αμεσότητα και τη βιωματική δύναμη του ποιητικού λόγου («Ο κρύος ιδρώτας λούζει το μέτωπο» σ. 9, «Και που είναι τέλος πάντων ένας βούρδουλας» σ. 10, «Η νύχτα παγερή αλλά εμείς το βιολί μας» σ. 12, «Άλλη μια εταιρεία βάζει λουκέτο» σ. 20, «κάποιο δικό τους, θου Κύριε, ποίημα» σ. 26, «Ιδού ο κόσμος μας, κύριοι!» σ. 31). Η φόρμα από την άλλη είναι πάντα μικρή σε έκταση (μεγαλύτερο ποίημα της συλλογής το «Δύο γυναίκες», τριάντα ένας στίχοι χωρισμένοι σε πέντε άνισες στροφές, σ. 39), και όλα τα ποιήματα, με εξαίρεση τρία πεζόμορφα (verset), είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο χωρισμένο σε άνισες στροφές, με τον Μπαλτά να ακολουθεί τις κατασκευαστικές τεχνικές, αλλά και το ύφος, των προηγούμενων ποιητικών συλλογών του. Όπως είναι φυσικό, η επιλογή αυτή (σε συνδυασμό με τη γλώσσα και το ύφος) στερεί από την ποίησή του τη λυρικότητα, ενισχύει ωστόσο τον δραματικό τόνο και τον αναβαθμό ειρωνείας στους στίχους του, φέρνοντας τον ποιητή εγγύτερα στον αναγνώστη μέσω των απλών, καθημερινών εκφράσεων. Ο ρυθμός άλλοτε αναβατικός και ταχύς με μακροπερίοδο λόγο (πολλά κόμματα, δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις, δυναμική παύση μέσω στίξης μόνο στο τέλος στίχου, π.χ. «Έγκλημα», σ. 20) κι άλλοτε καταβατικός και αποσπασματικός, με παύσεις και κοφτές διατυπώσεις (π.χ. «Εν απορία», σ. 21), αντανακλά την εσωτερική ταραχή και την κοινωνική αγωνία που διαπερνά την ποιητική φωνή. Έτσι, η μορφή εξυπηρετεί άμεσα το περιεχόμενο, με τη στιχουργική δομή και το ύφος να λειτουργούν ως εργαλεία έκφρασης ενός συνειδητά αντι-λυρικού, πλην όμως δυναμικού λόγου.
Μοναδική εξαίρεση (όσον αφορά την ευληπτότητα του νοήματος) κατά την άποψή μου, συνιστά το ποίημα «Απάγκιο» (σ. 9), εκεί όπου ο Μπαλτάς μεταχειρίζεται υπερρεαλιστική γραφή. Πρόκειται για ποίημα στο οποίο η υπαρξιακή αγωνία μορφοποιείται μέσα από την διαδοχή εικόνων που προσωποποιούν τα μέρη του ανθρώπινου σώματος, και του οποίου οι στίχοι λειτουργούν σαν αξονικός τομογράφος:
Η λεπίδα του φόβου σέρνεται συριστικά πλάι στην
αναπνοή. Το στομάχι σφίγγεται και οι αρτηρίες αιμα-
τώνονται ταχύτερα. Οι παλμοί αυξάνονται. Η όραση,
θολώνει και τα βλέφαρα, δυσβάσταχτα, σφαλίζουν, όσο
το κεφάλι γυρεύει απάγκιο.
[. . .]
Εν κατακλείδι, η ποίηση του Μπαλτά επιτελεί μια διεισδυτική ματιά πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα. Με όπλο τη λιτότητα, τη μικρή σε έκταση φόρμα και τις κοφτερές εκφράσεις, επιχειρεί μια υπενθύμιση στον πυρήνα της καθημερινότητας, αναδεικνύοντας την υποκρισία, τη βία, την παραίτηση, αλλά και τη σιωπηλή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Οι στίχοι του, μακριά από εξιδανικεύσεις και λυρικούς εξωραϊσμούς, και με γλώσσα απογυμνωμένη από ρητορικά σχήματα, αντανακλούν την αποσύνθεση αλλά και την ανάγκη για αφύπνιση. Και όλα αυτά χωρίς να προσδώσει στην ποίηση καμιά υπερβατική ιδιότητα, αλλά γνωρίζοντας τον περιθωριακό της χαρακτήρα και το περιορισμένο της άπλωμα μονάχα στα πλαίσια των συντεχνιών και των λογοτεχνικών κύκλων. Ή για να παραφράσω αυτό που γράφει και ο ίδιος: η ποίηση είναι σαν την ειρήνη. Δεν πουλάει.
